LDL χοληστερόλη
Ο περισσότερος κόσμος έχει συνήθως μια αρνητική εικόνα για τη χοληστερόλη. Αν και ως λέξη την ακούμε καθημερινά, λίγοι γνωρίζουν πώς λειτουργεί και πότε μπορεί να γίνει επικίνδυνη.
Γεγονός είναι όμως ότι η χοληστερόλη είναι πολύ σημαντική στη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού. Εχει πολύ σημαντικό ρόλο στον σχηματισμό των εγκεφαλικών και νευρικών κυττάρων, καθώς και στον σχηματισμό συγκεκριμένων ορμονών (όπως η κορτιζόνη και η τεστοστερόνη), βιταμινών (όπως η βιταμίνη D), είναι βασικό στοιχείο της χολής και αποτελεί κύρια πηγή ενέργειας για τον οργανισμό μας.
Μπορεί όμως να γίνει επικίνδυνη όταν τα επίπεδά της στο αίμα είναι αυξημένα (υπερχοληστερολαιμία), καθώς τότε υπάρχει κίνδυνος να προκληθούν βλάβες στις αρτηρίες λόγω της δημιουργίας της αθηρωματικής πλάκας, οδηγώντας σε καρδιαγγειακά νοσήματα, όπως έμφραγμα μυοκαρδίου και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Υπάρχουν δύο τύποι χοληστερόλης: αυτή που βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (LDL) και αυτή που βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (HDL). Η LDL χοληστερόλη, που συχνά αναφέρεται ως «κακή» χοληστερόλη, έχει ως κύριο ρόλο τη μεταφορά του λίπους σε όλο το σώμα. Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες όμως, η LDL χοληστερόλη προσκολλάται στα τοιχώματα των αρτηριών, με αποτέλεσμα η διάμετρός τους να μικραίνει και τα αγγεία να «στενεύουν». Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως αθηροσκλήρωση. Η αθηροσκλήρωση αυξάνει την τάση ανάπτυξης θρόμβων στο αίμα. Σε περίπτωση σχηματισμού θρόμβου, μια αρτηρία η οποία έχει ήδη γίνει πιο «στενή» μπορεί να φράξει (θρόμβωση). Ετσι λοιπόν μπορεί να προκληθεί καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Με βάση τις πρόσφατες συστάσεις της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, για τους ασθενείς πολύ υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου (για παράδειγμα. ασθενείς έπειτα από έμφραγμα μυοκαρδίου, ασθενείς με διαβήτη ή χρόνια νεφρική νόσο) το όριο της LDL χοληστερόλης είναι 70 mg/dl ή χαμηλότερο. Για τους ασθενείς υψηλού κινδύνου (δηλαδή ασθενείς με δύο ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου, όπως κάπνισμα, υπέρταση, οικογενειακό ιστορικό ή ασθενείς μεγάλης ηλικία) το όριο της LDL χοληστερόλης είναι 100 mg/dl ή χαμηλότερα και για τους υπόλοιπους ασθενείς η LDL χοληστερόλη θα πρέπει να είναι κάτω από 115 mg/dl.
Η υιοθέτηση υγιεινών συνηθειών, όπως η ισορροπημένη διατροφή, με έμφαση στη μεσογειακή, η απώλεια βάρους, η άσκηση και φυσικά η διακοπή του καπνίσματος, είναι ο πρωταρχικός τρόπος αντιμετώπισης της υπερλιπιδαιμίας.
Πολλές φορές όμως είναι αναγκαίο οι ασθενείς να υποβληθούν σε κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή υπό την επίβλεψη του θεράποντος ιατρού τους, προκειμένου τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης τους να ρυθμιστούν σε αυτά που προσδιορίζουν οι ελληνικές αλλά και οι διεθνείς καρδιολογικές συστάσεις.
Η χοληστερόλη προέρχεται από το ήπαρ (συκώτι) και εξωγενώς από τη διατροφή. Ενδεικτικά, το συκώτι παράγει καθημερινά περίπου 1 gr χοληστερόλης, ενώ από τη διατροφή παρέχεται περίπου το 15%-20% της χοληστερόλης στον οργανισμό μας. Η χοληστερόλη ανακυκλώνεται στον οργανισμό. Αποβάλλεται από το συκώτι στο έντερο και από αυτήν ποσοστό περίπου 50% επαναπορροφάται και εισέρχεται ξανά στον οργανισμό μας.
Τα φάρμακα λοιπόν που ρυθμίζουν τη χοληστερόλη δρουν ως εξής: Οι στατίνες στοχεύουν στη διακοπή της παραγωγής της χοληστερόλης από το ήπαρ και η εζετιμίμπη στοχεύει στη διακοπή της επαναπορρόφησής της από το λεπτό έντερο. Οι στατίνες υποστηρίζονται από πολυπληθείς μελέτες και υπάρχει κλινική εμπειρία σε μεγάλο αριθμό ασθενών εδώ και πολλά χρόνια. Η εζετιμίμπη είναι ένας νεότερος παράγοντας. Συμπληρωματικά με τις στατίνες ή ως έτοιμος συνδυασμός μπορεί να οδηγήσει σε πιο δραστική μείωση της LDL χοληστερόλης. Η εζετιμίμπη μόνη της επίσης μπορεί να αποτελέσει λύση σε ασθενείς που έχουν δυσανεξία, δεν μπορούν να λάβουν στατίνες και πρέπει να ελαττώσουν τη χοληστερόλη τους.
Σημαντικό είναι επίσης ότι τα εν λόγω φάρμακα είναι ανάμεσα στα πιο καλά τεκμηριωμένα και έχουν αποδεδειγμένο κλινικό όφελος για τους ασθενείς, ωστόσο πρέπει να χορηγούνται υπό ιατρική επίβλεψη και με βάση τις εξατομικευμένες ανάγκες του κάθε ασθενούς.