Γενικά στοιχεία λωτού
Την σημερινή εποχή η καλλιέργεια του λωτού καταλαμβάνει θέση πρωταρχικής σημασίας στα κράτη της Άπω Ανατολής, που παραδοσιακά χρησιμοποιούν τον λωτό στην καθημερινή διατροφή τους. Η μετανάστευση πληθυσμών από τις χώρες αυτές υπήρξε και η βασικότερη αιτία της εξάπλωσης της καλλιέργειας αυτής σε συνάρτηση με την διείσδυση της στις τοπικές κουλτούρες. Στην Ευρώπη μέχρι το 2005 η παραγωγή λωτών κυμαινόταν περίπου στους 95.000 τόνους, που κάλυπταν τις ανάγκες της. Κυρίαρχη ευρωπαϊκή χώρα παραγωγής λωτών υπήρξε η Ιταλία με παραγωγή γύρω στους 51.000 τόνους ετησίως. Ποσότητα πέντε φορές χαμηλότερη από ότι την δεκαετία του 1950. Βάση νεώτερων στοιχείων την τελευταία τριετία η Ισπανία είναι η κυρίαρχη χώρα στην παραγωγή Λωτών στην Ευρώπη, με 70.000 τόνους ετησίως χάρις κυρίως στην επιλογή και χρήση της τοπικής καλλιέργειας Rojo Brillante (58.000 τόνους το 2008). Άξιο αναφοράς είναι επίσης ότι το 62% της παραγωγής σε λωτό η Ισπανία το εξάγει.
Βάση στοιχείων οι συστηματικές φυτείες λωτού στην Ελλάδα είναι 700-1000 στρέμματα ενώ παράλληλα καλλιεργούνται και αρκετά διάσπαρτα δέντρα σε φυτείες άλλων οπωροφόρων και σε αυλές και κήπους σπιτιών με μια μέση παραγωγή περίπου 2.000 τόνων/έτος. Το φυτό καλλιεργείται σε πολλές περιοχές της χώρας μας, ακόμα και στις βόρειες επειδή αντέχει σε θερμοκρασίες μέχρι και -18oC. Επιπλέον από κάποιους καλλιεργητές έχουν επιλεγεί κάποιες τοπικές ποικιλίες με κριτήρια την καλή ποιότητα τους, την παρουσία σπόρων και την εποχή ωρίμανσης τους. Το μεγαλύτερο ποσοστό των καρπών λωτού καταναλώνεται από τους ίδιους τους παραγωγούς, αλλά ένα μικρό μερίδιο διατίθεται στην τοπική αγορά επιτυγχάνοντας υψηλές τιμές πώλησης (σ.σ. το Νοέμβριο του 2009 σε αγορά των Χανίων η τιμή κυμαινόταν από 1-1,5 €/kgr ανάλογα με την ποιότητα).