Επιπρόσθετα στοιχεία για την δέσμευση και χρησιμοποίηση του φωτός
Περίπου το ίδιο φως εμπροσθοσκεδάζεται και οπισθοσκεδάζεται, έτσι οι ροές των διερχομένων και ανακλωμένων ποσοστών της ορατής ακτινοβολίας είναι συχνά σχεδόν οι ίδιες. Στα φύλλα της μηλιάς η διαπερατότητα μεταξύ 400 και 700nm μειώνεται από 7% το Μάϊο σε 1.5% για τα ηλιαζόμενα φύλλα και 3.5% για τα σκιαζόμενα φύλλα κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου. Κατά Palmer (1977) η διαπερατότητα υπέρυθρων ακτίνων δια μέσου της κόμης είναι υψηλή. Κατά προσέγγιση πέντε φορές περισσότερη ακτινοβολία διέρχεται μεταξύ 750 και 1400nm απ' ότι μεταξύ 400 και 680nm. Οι Suckling et al (1975) ανέφεραν ότι για την κόμη νάνων μηλεόδενδρων οι τιμές διαπερατότητας, απορρόφησης και ανάκλασης ήταν 0.53, 0.19 και 0.28 επί της ολικής ακτινοβολίας, συμπεριλαμβανομένης και της υπέρυθρης, ενώ της φωτοσυνθετικής ενεργού ακτινοβολίας ήταν 0.42, 0.07 και 0.51. Οι διαδικασίες της απορροφητικότητας και της διαπερατότητας είτε επί της ολικής είτε της φωτοσυνθετικά δραστικής ακτινοβολίας επηρεάζονται από το ΔΦΕ και γι' αυτό μεταβάλλονται κατά τη βλαστική περίοδο, ανάλογα με τις αλλαγές του ΔΦΕ. Η απορροφητικότητα, ανακλαστικότητα και διαπερατότητα της κόμης διαφέρουν από την άμεση (κατευθείαν) ή διαχυόμενη ακτινοβολία, όπως δείχνουν τα δεδομένα, που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια των ηλιόλουστων ημερών. Στη ροδακινιά η διαπερατότητα της κόμης αντανακλά στη διαφορετική φυσική ανάπτυξη της φυλλικής επιφάνειας. Η διαπερατότητα της κόμης στην εισερχόμενη, μικρού μήκους κύματος, ακτινοβολία ήταν 0.8 στην αρχή της βλαστικής περιόδου, μειούμενη προοδευτικά, καθώς αναπτύσσονταν η φυλλική επιφάνεια, στη χαμηλή τιμή των 0.15 κατά τα τέλη της βλαστικής περιόδου. Οι Proctor et al (1972) μέτρησαν τις μορφές της εξισορροπημένης ακτινοβολίας σε δένδρα μηλιάς ηλικίας 10 ετών στο Οντάριο του Καναδα και βρήκαν ότι ο μέσος συντελεστής ανάκλασης ήταν 0.17. Η καθαρή μικρού μήκους κύματος ακτινοβολία (Qn) σχετίζεται γραμμικά με τη μικρού μήκους κύματος ηλιακή ακτινοβολία (Qs): Qn= a+bQs Οι τιμές ήταν α=-98Wm-2 και b=0.80. O Landsberg et al (1973) πήραν συγκρίσιμα αποτελέσματα με συντελεστές ανάκλασης, που κυμαίνονταν από 0.13 έως 0.19. Από τ' αποτελέσματα τους το α= -14.7Wm-2 και το b=0.67. Αμφότερες οι τιμές κατά προσέγγιση, πλησιάζουν την Qn-0.6Qs. Θεωρούντες ότι ένα κλάσμα περίπου 0.15 ανακλάται και περίπου 0.17 φθάνει στην επιφάνεια του οπωρώνα δια των μεταξύ των δένδρων κενών, αυτή είναι μια λογική τιμή. Ο Thorpe (1978) υπολόγισε ότι η ανταλλαγή ακτινοβολίας (Qe) ήταν περίπου η μισή της καθαρής ακτινοβολίας (Qn). Έτσι περίπου 0.30Qs ανταλλάσεται από τα φύλλα και προσδιόρισε έναν εμπειρικό τύπο για τη σχέση μεταξύ της καθαρής ακτινοβολίας που ανταλλάσσεται ανά μονάδα φυλλικής επιφάνειας (Q1) και της ηλιακής μικρού μήκους κύματος ακτινοβολία (Qs): Q1
Βιβλιογραφία
- ↑ Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.