Xoύμος
Εισαγωγή
Ο χούμος του εδάφους είναι μέρος της οργανικής ουσίας του. Αποτελείται από μια σειρά συστατικά, τα οποία μένουν, ύστερα από μηχανικές, βιολογικές, χημικές και μικροβιακής φύσεως κατεργασίες, πάνω στα υπολείμματα φυτικής και ζωικής προέλευσης, ή ακόμη προέρχονται και από νέες ουσίες που παράγονται από τους μικροοργανισμούς του εδάφους. Τα συστατικά του χούμου έχουν χάσει την κυτταρική δομή τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην διακρίνεται εάν προέρχονται π.χ. από το ανώτερο φυτό ή κάποιους μικροοργανισμούς.[1]
Διαδικασία χουμοποίησης
Ο χούμος δεν είναι σταθερός όσον αφορά στις χημικές ενώσεις, που ανευρίσκονται σ' αυτόν και γενικά τα συστατικά του. Αντίθετα ο χούμος μεταβάλλεται συνεχώς ως αποτέλεσμα:
Της δυναμικής δράσης των μικροοργανισμών, σε σχέση με τη διαφορετική αντίσταση, που εμφανίζουν τα διαφορετικά οργανικά υπολείμματα, συστατικά της οργανικής ουσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως και σε άλλο σημείο αναφέρθηκε, πρώτα αποδομούνται τα υδατοδιαλυτά συστατικά, και στη συνέχεια ακολουθούν οι κυτταρίνες και ημικυτταρίνες, επομένως εμφανίζεται σχετική άυξηση λιγνίνης και πρωτεϊνών. Η αύξηση των τελευταίων οφείλεται και στη σύνθεση από οτυς μικροοργανισμούς νέων πρωτεϊνών. Η αρκετά ανθεκτική λιγνίνη διασπάται τελικά από πολλά είδη μυκήτων, που ανήκουν στους βασιδιομύκητες μέσω βιολογικών (παρουσία δηλαδή ενζύμων, και μάλιστα της πολυφαινολοξειδάσης) οξειδωτικών αντιδράσεων. Η διάσπαση δεσμών χημικών ενώσεων προϋποθέτει την υπερνίκηση της ενέργειας, που έχουν οι χημικοί δεσμοί. Η δράση των ενζύμων μειώνει αυτήν την ενέργεια καθιστώντας δυνατό, σε δεδομένες φυσικές συνθήκες, το σπάσιμο των δεσμών.
Της εκλεκτικότητας ή εξειδίκευσης που εμφανίζουν ορισμένοι μικροοργανισμοί στην αποδόμηση των διαφορετικών υπολειμμάτων. Σάκχαρα, άμυλο και πρωτεΐνες προσβάλλονται σχετικά γρήγορα από αρκετά είδη οργανισμών, τα οποία κατορθώνουν με αυτές τις διαδικασίες να συνθέτουν δικά τους κύτταρα. Επίσης μεγάλη ποικιλία οργανισμών αποσυνθέτουν κυτταρίνες και ημικυτταρίνες.
Τελικά προϊόντα των ενζυμικών διασπάσεων που προαναφέρθηκαν, π.χ. της λιγνίνης αλλά και άλλων διαδικασιών αποδόμησης των οργανικών συστατικών, όπως της υδρόλυσης και της οξείδωσης, είναι ο σχηματισμός διαφόρων πολυμερών (συνήθως παρουσία οξυγόνου), που είναι κυκλικές ενώσεις βαθύ σκοτεινού χρώματος και κολλοειδούς φύσεως. Οι ενώσεις αυτές αποτελούν τον χούμο.[1]
Χημική σύσταση
Οι χουμικές ουσίες αποτελούνται από πυρήνες απλών και συμπυκνωμένων ισο- και ετερο-κυκλικών ενώσεων με δακτυλίους 4, 5 και 6 ατόμων άνθρακα, όπως κυρίως η κινόνη και η πυριδίνη αλλά και το βενζόλιο, το φουράνιο, το πυρόλιο, η ναφθαλίνη, η κινολίνη. Οι πυρήνες συνδέονται μεταξύ τους κατά διαφόρους τρόπους, ενώ φέρουν ενεργές πλάγιες ομάδες. Ως πλάγιες ομάδες είναι οι καρβοξυλικές, υδροξυλικές, καρβονυλικές, αμινοομάδες και μεθοξυλικές. Οι δυνατοί συνδυασμοί πυρήνων, πλαγίων ομάδων και δεσμών οδηγεί σε πολλές χουμικές ενώσεις, που δεν προσδιορίζονται πάντα. Γενικό συμπέρασμα είναι ότι ο χούμος αποτελείται από μακρομόρια μεγάλου μοριακού βάρους, έως 1000, που περιέχουν πάντοτε φαινολικά υδροξύλια και καρβοξύλια, τα οποία του δίνουν χαρακτήρα ανιονικό-όξινο.
Ανάλογα με τη διαλυτότητα των συστατικών του, με το μοριακό βάρος του και με το χρώμα ο χούμος διακρίνεται σε φουλβικά και χουμικά οξέα και χουμίνες. Τα φουλβικά οξέα, που φθάνουν μερικές φορές το 20% του ολικού χούμου, έχουν ανοικτό χρώμα, μικρό μοριακό βάρος, ίσες ποσότητες υδατανθράκων και αζωτούχων ενώσεων και είναι διαλυτά σε οξέα και βάσεις. Τα χουμικά οξέα, αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό του χούμου, έχουν ενδιάμεσο χρώμα, μέσο μοριακό βάρος. Είναι διαλυτά σε βάσεις, αδιάλυτα σε οξέα. Παρουσία ιόντων σχηματίζουν πήγματα (θρόμβωση) διευκολύνοντας το σχηματισμό ιστού του εδάφους. Οι χουμίνες, μπορεί να αποτελούν το 20% του ολικού χούμου, είναι ενώσεις υψηλού μοριακού βάρους, σκοτεινού χρώματος, αδιάλυτες σε οξέα και βάσεις.[1]
Είδη
Αργιλοχουμικό σύμπλοκο
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 "Εδαφολογία και κρασί - Αξιολόγηση εδαφών και τοποκλιματικές συνθήκες", του Διονυσίου Καλύβα, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών