Μη μεταδοτικές ασθένειες ελιάς
Τροφοπενία βορίου ελιάς
Στην Ελλάδα η τροφοπενία βορίου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Λέσβο και εν συνεχεία σε πολλές άλλες ελαιοκομικές περιοχές (Πρέβεζα, Λευκάδα, Αττική, Πελοπόννησο, Σάμο, Ζάκυνθο, Κέρκυρα, Κρήτη). Τα δένδρα που πάσχουν από έλλειψη βορίου εμφανίζονται ως χλωρωτικά, ενώ στις πιο σοβαρές περιπτώσεις παρουσιάζουν μεγάλο αριθμό ξηρών κλαδίσκων σε όλη την κόμη. Η τροφοπενία βορίου παρατηρείται τόσο σε νεαρά δενδρύλλια φυτωρίου όσο και σε αιωνόβια δένδρα. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα επί των φύλλων είναι η χλώρωση του κορυφαίου τμήματος του ελάσματος. Αρχικά το χρώμα των χλωρωτικών ιστών είναι πρασινοκίτρινο και εν συνεχεία μετατρέπεται σε κιτρινό-πορτοκαλί. Σε ορισμένα φύλλα, ιδίως παλαιά φύλλα, παρατηρείται ξήρανση της κορυφής του ελάσματος. Σε προχωρημένο στάδιο της ασθένειας παρατηρούνται μικροφυλλία και παραμόρφωση των φύλλων (σχήμα ροπάλου). Παρατηρείται και έντονη φυλλόπτωση.
Η διάγνωση της τροφοπενίας βορίου πρέπει να επισημάνεται με χημική ανάλυση δειγμάτων φύλλων. Η περιεκτικότητα των φύλλων σε βόριο δένδρων που πάσχουν από τροφοπενία βορίου είναι κάτω από 20 ppm, ενώ στα φυσιολογικά δένδρα είναι συνήθως πάνω από 20 ppm. Για την θεραπεία της ασθένειας ο πλέον πρακτικός τρόπος είναι η προσθήκη βόρακος στο έδαφος κατά τη διάρκεια του χειμώνα σε δόσεις που κυμαίνονται από 300 – 500 gr σε πλήρες ανεπτυγμένο δένδρο. Σε ελαιόδενδρα μικρής ηλικίας η δόση πρέπει να είναι μικρότερη. Συνήθως, συνιστούν να χρησιμοποιούνται 10 gr βόρακος για κάθε έτος ηλικίας από της φυτεύσεως στον αγρό. Η από εδάφους χορήγηση βορίου να επαναλαμβάνεται κάθε 3 – 4 έτη για την πρόληψη επανεμφάνισης της τροφοπενίας. Αν εμφανιστούν συμπτώματα της ασθένειας σε μερικά μόνο δένδρα ενός ελαιώνα, θα πρέπει να εφαρμοστεί βοριούχος λίπανση σε ολόκληρο τον ελαιώνα.
Τροφοπενία καλίου ελιάς
Παρατηρείται συχνά στους ελληνικούς ελαιώνες. Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι μια ιδιάζουσα χλώρωση των φύλλων που συνοδεύεται από ξήρανση της κορυφής τους. Στη νέα βλάστηση η χλώρωση εμφανίζεται συνήθως κατά το φθινόπωρο ή τον χειμώνα στα φύλλα της βάσεως. Το χαρακτηριστικό της παραπάνω χλώρωσης είναι ότι έχει μια απόχρωση ορειχάλκου. Η διάγνωση της τροφοπενίας καλίου γίνεται μόνο με τη μέθοδο της φυλλοδιαγνωστικής. Για την ανάλυση χρησιμοποιούνται φύλλα από ασθενή δένδρα, καθώς επίσης και από δένδρα που δεν εμφανίζουν συμπτώματά της. Στις περιπτώσεις τροφοπενίας καλίου, η περιεκτικότητα των φύλλων σε κάλιο είναι κατώτερα του 0,30% και μπορεί να κατέβει μέχρι και 0,10%. Στα ελαιόδενδρα που δεν έχουν συμπτώματα της ασθένειας παρατηρούνται περιεκτικότητες από 0,40 – 1,70 % στην ξηρά ουσία.
Για τη θεραπεία της ασθένειας απαιτείται η προσθήκη στο έδαφος καλίου υπό μορφή λιπάσματος. Για δένδρα μέσης αναπτύξης συνιστάται η προσθήκη 10-15 kg θεϊκού καλίου κατά δένδρο στις αρχές του χειμώνα. Υψηλές δόσεις καλιούχου λιπάσματος είναι αναγκαίες στα βαριά εδάφη, ενώ στα ελαφρά μικρότερες δόσεις μπορεί να αποβούν αποτελεσματικές. Μετά τη θεραπεία θα πρέπει να γίνεται κανονική λίπανση των δένδρων με κάλιο για την αποφυγή επανεμφάνισης της τροφοπενίας.