Ασθένεια αζαλέας νέκρωση των πετάλων
Η νέκρωση των πετάλων της αζαλέας (azalea flower blight, azalea flower spot ή Ovulinia petal blight είναι μια ιδιαιτέρως καταστροφική ασθένεια που οφείλεται στον ασκομύκητα Ovulinia azaleae Weiss. Η ατελής μορφή του παθογόνου ονομάζεται Ovulitus azaleae Buchwald. Η ασθένεια περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1931 στις Η.Π.Α. Σήμερα η ασθένεια είναι γνωστή σε πολλές περιοχές του κόσμου. Έχει αναφερθεί στην Αυστραλία, την Νέα Ζηλανδία, την Ιαπωνία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Αγγλία, Ελβετία, Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Ιταλία). Τα άνθη είναι τα μόνα μέρη του φυτού που προσβάλλονται. Τα πρώτα συμπτώματα στα πέταλα εμφανίζονται ως μικρές, κυκλικές υδατώδεις κηλίδες διαμέτρου περίπου 1mm. Οι κηλίδες μπορεί να εμφανισθούν και όταν ακόμη τα άνθη δεν έχουν πλήρως ανοίξει. Καθώς οι κηλίδες μεγαλώνουν, συνενώνονται και καλύπτουν μεγάλες περιοχές στα πέταλα, τα μολυσμένα πέταλα μαλακώνουν, γίνονται γλοιώδη και αποκτούν ανοικτό μέχρι σκούρο καστανό μεταχρωματισμό. Με συνθήκες υψηλής υγρασίας το παθογόνο χρειάζεται 2-4 ημέρες για να καταστρέψει τελείως τα μολυσμένα άνθη. Τα ασθενή άνθη γίνονται μαλακά και καλύπτονται από το μυκήλιο του παθογόνου. Τελικά τα άνθη αποξηραίνονται και συχνά παραμένουν πάνω στο φυτό επί μερικές εβδομάδες. Στα προσβεβλημένα πέταλα παράγονται από το παθογόνο πολυάριθμα μακροκονίδια και μικροκονίδια (σπερμάτια) του παθογόνου (είναι τα σπόρια της ατελούς μορφής του παρασίτου). Τα σπόρια αυτά (τα μακροκονίδια τα οποία είναι ωοειδή, μονοκύτταρα, υαλώδη και διαστάσεων 60 x 35 μm) που αποτελούν τα νέα μολύσματα του παθογόνου διασπείρονται με τον άνεμο, με τα σταγονίδια της βροχής και με τα έντομα, βλαστάνουν με υγρό καιρό και προκαλούν νέες μολύνσεις (δευτερογενείς). Με ξηρό καιρό τα μακροκονίδια διατηρούνται ζωντανά επί αρκετούς μήνες. Πάνω στα μολυσμένα πέταλα σχηματίζονται, σε 4-8 εβδομάδες από την μόλυνση, τα καστανόμαυρα σκληρώτια του παθογόνου (πεπλατυσμένα, επιμήκη, με πλάτος 2-8mm). Το παθογόνο επιβιώνει με τα σκληρώτια, τα οποία την επόμενη άνοιξη βλαστάνουν και παράγουν αποθήκια μέσα στα οποία σχηματίζονται τα ασκοσπόρια του παθογόνου. Τα αποθήκια είναι ερυθροκαστανά και αποτελούνται από ένα ποδίσκο 3-10 mm και ένα κύπελλο διαμέτρου 1,5-2,5mm. Τα ασκοσπόρια (είναι μονοκύτταρα, ελλειψοειδή και υαλώδη σπόρια) που είναι ξηροσπόρια διασπείρονται με τον αέρα και προκαλούν τις πρωτογενείς μολύνσεις την επόμενη περίοδο. Οι μολύνσεις ευνοούνται από τις συχνές βροχοπτώσεις, την άρδευση, την άφθονη δρόσο, γενικώς από την υψηλή υγρασία και το θερμό καιρό κατά τη διάρκεια της ανθήσεως. Η βλάστηση των ασκοσπορίων γίνεται σε θερμοκρασίες 5-270C (άριστη θερμοκρασία μεταξύ 10-220C). Η αντιμετώπιση της ασθένειας γίνεται κυρίως με προληπτικούς ψεκασμούς των φυτών με μυκητοκτόνα (benomyl, thiophanate-methyl, myclobutanil, triadimefon, chlorothalonil, triforine, mancozeb). Το chlorothalonil είναι τοξικό σε μερικές ποικιλίες. Οι ψεκασμοί αρχίζουν, όταν οι πρώτοι ανθοφόροι οφθαλμοί δείξουν το χρώμα τους και συνεχίζονται σε εβδομαδιαία διαστήματα μέχρις ότου ανοίξουν και οι τελευταίοι οφθαλμοί. Επίσης λαμβάνονται μέτρα περιορισμού των μολυσμάτων, όπως απομάκρυνση και καταστροφή των προσβεβλημένων ανθέων. Καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας. Ακόμη να λαμβάνονται μέτρα μειώσεως της υγρασίας στο περιβάλλον του φυλλώματος των φυτών. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.