Ασθένεια ζαχαρότευτλου Ριζομανία
Η ασθένεια είναι διαδεδομένη σε όλες τις χώρες. Στη χώρα μας εντοπίστηκε για πρώτη φορά στη Γιάννουλη της Λάρισας το 1972. Στην περιοχή αυτή περιορίστηκε μέχρι το 1977, αλλά γρήγορα μετά εξαπλώθηκε σε όλες τις τευτλοπαραγωγικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Όπως δείχνει και το όνομα, το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ιολογικής αυτής ασθένειας είναι τα πολυάριθμα ριζίδια πάνω στην κύρια ρίζα. Η ρίζα του τεύτλου παραμένει μικρή και παρουσιάζει ένα σαφές στένεμα στην άκρη. Στην κύρια βλαστική περίοδο το φύλλωμα έχει την τάση να μαραίνεται γρηγορότερα όταν επικρατεί ξηρασία. Στην αρχή του καλοκαιριού τα φύλλα ζαρώνουν και παρουσιάζουν κιτρινωπούς μεταχρωματισμούς κατά μήκος των νεύρων. Τα συμπτώματα αυτά στα φύλλα δεν παρουσιάζονται πάντοτε. Σε τομή της κύριας ρίζας εμφανίζεται μεταχρωματισμός των αγγειωδών δεσμίδων. Οι ζημιές που προκαλούνται από αυτή την ασθένεια είναι πολύ σοβαρές, και υπάρχει περίπτωση ολοκληρωτικής καταστροφής (σάπισμα) των τεύτλων. Ανάλογα με την πρωιμότητα της προσβολής, την ένταση και τις συνθήκες που ακολουθούν, προκαλείται μείωση του ζαχαρικού τίτλου και του βάρους των τεύτλων σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό. Σε όψιμες προσβολές και με δροσερό καιρό οι ζημιές μπορεί να είναι χαμηλές.
Την ασθένεια την προκαλεί ο ιός beet necrotic yellow vein virus (BNYVV). Είναι RNA ιός, ραβδόμορφος με τετραμερές γένωμα. Είναι μέλος της ομάδας Furovirus. Έχουν περιγραφεί 20 απομονώσεις του ιού με στενή ορολογική συγγένεια. Ο ιός προσβάλλει όλες τις ποικιλίες των ζαχαροτεύτλων, κτηνοτροφικών και λαχανοκομικών τεύτλων, του σπανακιού καθώς και μερικά άλλα είδη της οικογένειας Chenopodiaceae. Ο ιός μεταδίδεται με τα ζωοσπόρια του μύκητα Polymyxa betae Keskin (Plasmodiophorales). Ο Polymyxa betae είναι υποχρεωτικό παράσιτο των επιδερμικών κυττάρων των ριζών φυτών της οικογένειας Chenopodiaceae. Στα υπνοσπόρια του μύκητα ο ιός διατηρεί την μολυσματικότητά του για τουλάχιστον 7–10 χρόνια. Η εξέλιξη της ριζομανίας στον αγρό ευνοείται από υψηλή σχετική υγρασία, θερμοκρασία 20–25oC και pH εδάφους 7–8. Από περιοχή σε περιοχή η διασπορά της ασθένειας γίνεται με μεταφορά μολυσμένου χώματος, κυρίως με τα καλλιεργητικά εργαλεία. Δεν έχει αναφερθεί μέχρι στιγμής μετάδοση του ιού με σπόρο.
Ο οικονομικότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για την αντιμετώπιση της ασθένειας, αφού ο ιός παραμένει μολυσματικός στα υπνοσπόρια του μύκητα για αρκετά χρόνια, είναι η χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλιών. Ανθεκτικότητα στον BNYVV και στο μύκητα φορέα βρέθηκε σε άγρια είδη του γένους Βeta καθώς και σε ορισμένες σειρές καλλιεργούμενων τεύτλων. Ανθεκτικές ποικιλίες είναι η Rizor, η Doria, η Rival, η Europa κλπ. Η πιο αποτελεσματική μέθοδος για την εξάλειψη του ιού από το έδαφος είναι η απολύμανση. Η χρήση διχλωροπροπανίου, dazomet έχουν φέρει καλά αποτελέσματα αλλά το κόστος είναι αρκετά υψηλό και ακόμη υπάρχει ο κίνδυνος επαναμόλυνσης. Τέλος δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε και τα καλλιεργητικά μέτρα όπως αμειψισπορά 4–6 ετών, αποφυγή υπερβολικών αρδεύσεων, καλή στράγγιση και ισοπέδωση των αγροτεμαχίων, αποφυγή κατεργασίας και συμπίεσης του εδάφους όταν είναι υγρό.