Ασθένεια σίκαλης Εργωτίαση (ergot)
Η ασθένεια αυτή προκαλείται από τον ασκομύκητα Claviceps purpurea (Fr.) Tul. Προσβάλλονται οι ταξιανθίες και σχηματίζονται σκληρώτια στη θέση των καρπών με αποτέλεσμα οι αποδόσεις να μειώνονται περίπου μέχρι 20%. Η παρουσία όμως των σκληρωτίων μαζί με τους υγιείς καρπούς και η κατανάλωσή τους από ζώα και ανθρώπους δημιουργεί μεγάλες διαταραχές, λόγω των αλκαλοειδών που περιέχουν. Τα αλκαλοειδή προκαλούν συσφίξεις των αιμοφόρων αγγείων, με αποτέλεσμα να προκαλούνται νευρικά φαινόμενα (σπασμοί, ξηρή γάγγραινα, αποκοπή και πτώση των άκρων), αποβολές εμβρύων και σε οξείες περιπτώσεις ακόμη και ο θάνατος. Στο μεσαίωνα η ασθένεια ήταν διαδεδομένη λόγω της κατανάλωσης μολυσμένου αλεύρου με συνέπειες φοβερές (η ασθένεια ήταν γνωστή ως "φωτιά του Αγ. Αντωνίου"). Για το λόγο αυτό, περιεκτικότητα των καρπών σε σκληρώτια μεγαλύτερη από 0.5% δεν είναι επιτρεπτή, θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τα σκληρώτια παράγεται το γνωστό παραισθησιογόνο LSD.
Η αρχική μόλυνση ξεκινά από ασκοσπόρια που παράγονται από σκληρώτια τα οποία βρίσκονται στο έδαφος. Τα ασκοσπόρια προσβάλλουν τα άνθη λίγο μετά την άνθηση και τα μολύνουν. Μετά από 7-14 ημ. ο μύκητας αναπτύσσει κονίδια στα μολυσμένα άνθη, τα οποία προκαλούν δευτερογενείς μολύνσεις άλλων ανθέων. Τέλος, στη θέση των καρπών αναπτύσσονται τα χαρακτηριστικά μαύρα σκληρώτια (εργώτια) τα οποία συλλέγονται με τους καρπούς ή πέφτουν οτο έδαφος όπου αποτελούν τη μορφή διαχείμασης του μύκητα. Εκτός από τη σίκαλη, ο μύκητας προσβάλλει, κατά σειρά μειωμένης ευπάθειας, τα τριτικάλε, το κριθάρι, το σκληρό σιτάρι, το μαλακό σιτάρι, τη βρώμη και πολλά αγρωστώδη ζιζάνια (γένος Lolium, Alopecurus, Dactylis, Anthoxanthum, κ.ά.).
Αντιμετωπίζεται με χρήση πολλαπλασιαστικού υλικού χωρίς σκληρώτια, αμειψισπορές με ψυχανθή ή άλλα ανθεκτικά φυτά και βαθύ όργωμα μετά τη συγκομιδή για ενταφιασμό των σκληρωτίων σε βαθύτερα εδαφικά στρώματα και καταστροφή τους, δεδομένου ότι η βιωσιμότητά τους δεν ξεπερνά τον ένα χρόνο. Προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχουν ανθεκτικές ποικιλίες. Παλαιότερα, η απομάκρυνηση των σκληρωτίων γινόταν με την εμβάπτιση των καρπών σε διάλυμα 20% NaCL όπου επέπλεαν τα σκληρώτια και απομακρύνονταν εύκολα. Στη συνέχεια ακολουθούσε έκπλυση και ξήρανση των καρπών.