Ασθένεια σιταριού Σήψη των ριζών και του λαιμού
Προκαλείται από το μύκητα Ophiobolus graminis Sacc.
Η αρχική μόλυνση της ασθένειας [1] προκαλείται από μυκήλλιο ή σπόρια του μύκητα που προέρχονται από τα υπολείμματα μολυσμένης καλλιέργειας. Προσβάλλονται οι μόνιμες ρίζες και το κατώτερο μεσογονάτιο, ενώ αναπτύσσονται μυκήλλιο και περιθήκια εσωτερικά από τους κολεούς των κατώτερων φύλλων. Τα προσβεβλημένα φυτικά όργανα αποκτούν μαύρο χρώμα και οι ρίζες γίνονται εύθραυστες. Τα συμπτώματα στα φυτά του σιταριού γίνονται έντονα συνήθως κατά το ξεστάχυασμα, οπότε τα προσβεβλημένα φυτά είναι καχεκτικά, κιτρινίζουν και μαραίνονται ενώ οι στάχεις είναι κενοί ή παράγουν πολύ συρρικνωμένους καρπούς. Οι προσβολές στον αγρό συνήθως παρουσιάζονται κατά κηλίδες. Είναι περισσότερο έντονες σε εδάφη χαμηλής γονιμότητας. Αντιμετωπίζεται κυρίως με αμιψεισπορές 2-3 ετών χωρίς αγρωστώδη.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Τα σιτηρά των εύκρατων κλιμάτων", Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Καθηγητής της Γεωργίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.