Εγχώριος ελληνικός όνος
O γάιδαρος, γάδαρος ή γαϊδούρι, στο θηλυκό γένος γαϊδάρα, γαδάρα ή γαϊδούρα και στην καθαρεύουσα όνος, είναι κατοικίδιο εξημερωμένο θηλαστικό ζώο που ανήκει στην τάξη περισσοδάκτυλα. Η επιστημονική του ονομασία είναι Equus asinus, είναι δηλαδή ένα είδος του γένους «άλογο».
Από τη διασταύρωση αλόγου (συγκεκριμένα φοράδας) και γαϊδάρου προέρχεται το μουλάρι, ενώ από τη διασταύρωση αλόγου και θηλυκού γαϊδάρου προέρχεται ο γίννος. Παλαιότερα οι άνθρωποι τον χρησιμοποιούσαν σαν μεταφορικό μέσο.
Στην Ελλάδα υπήρχαν 508.000 γαϊδούρια [1] το 1950, 95.000 το 1995 και λιγότερα από 16.000 το 2008.
Ο όνος σε σύγκριση με το άλογο έχει πολύ μεγάλη αντοχή (φορτίου και έλξης) στην κοπιώδη εργασία, στον καύσωνα, στις ασθένειες (ειδικά σε παθήσεις των κάτω άκρων), στην πείνα και την δίψα. Είναι εξαιρετικά λιτοδίαιτος, πολύ υπομονετικός και μακροβιότερος του αλόγου (ζει πάνω από 40 χρόνια-Αγγλία). Σε αντίθεση με τον ίππο, ο όνος μειονεκτεί στην ταχύτητα και στο σωματικό μέγεθος.
Ο όνος αναπαράγεται κανονικά (εγγενώς) με άτομα του ίδιου είδους αλλά και με τον ίππο. Συγκεκριμένα η διασταύρωση αρσενικού όνου με φοράδα δίνει τον ημίονο ή μουλάρι, ενώ η διασταύρωση αρσενικού αλόγου με θηλυκό όνο δίνει το γαιδουρομούλαρο. Και στις δύο περιπτώσεις οι απόγονοι είναι στείροι λόγω περιττού αριθμού χρωμοσωμάτων. Η κύηση διαρκεί 12 μήνες.
Στην Ελλάδα, οι όνοι διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο στην πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη των διαφόρων περιοχών της χώρας μας, (ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα). Η συμβολή τους στην εξέλιξη της ελληνικής γεωργίας ήταν καθοριστική μέχρι την εισαγωγή των αγροτικών μηχανημάτων, οπότε τα γαϊδούρια απαξιώθηκαν. Αντίθετα, περίοπτη υπήρξε ανέκαθεν η θέση του γαϊδάρου στην ελληνική παράδοση και λαογραφία.
Βιβλιογραφία