Καστανιά
Γενικά στοιχεία
Η καστανιά αποτελούσε πολύτιμο αντικείμενο εκμετάλλευσης για τον άνθρωπο, τόσο για τον πλούσιο, θρεπτικό καρπό της, όσο και για την ανθεκτική ξυλεία της. Η καστανιά χαρακτηρίζεται από τις τεράστιες διαστάσεις που παίρνει, τα επιμήκη και οδοντωτά της φύλλα, τους χονδρούς της βραχίονες και την ιδιόμορφη δομή του καρπού της. Ο βιολογικός κύκλος της καστανιάς διαρκεί 6-7 μήνες, με αυξημένες τις ανάγκες της κατά τους θερινούς μήνες. Η ωρίμανση, όμως των καρπών της ολοκληρώνεται κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, καθιστώντας τους ως ένα απολαυστικό έδεσμα του χειμώνα. Αξίζει να σημειωθεί πως η καστανιά έχει τις προοπτικές να εδραιωθεί ως καλλιέργεια στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές, παρέχοντας έτσι στους παραγωγούς ένα σεβαστό εισόδημα.[1]
Στην Ελλάδα η καστανιά καλλιεργείται σε πολλούς νομούς της Ελλάδας όπως Αρκαδίας, Αχαΐας, Λακωνίας, Μεσσηνίας Άρτας, Ιωαννίνων, Καβάλας, Καστοριάς, Κιλκίς, Κοζάνης, Πέλλης, Σερρών, Φλωρίνης, Λέσβου, Σάμου, Χανίων, Ευβοίας, Ευρυτανίας, Καρδίτσας, Λαρίσης, Μαγνησίας, Τρικάλων, Πιερίας, Ευβοίας, Φωκίδος, Φθιώτιδας, Κερκύρας, Αιτωλοακαρνανίας. [2]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Το δέντρο της καστανιάς μπορεί να φτάσει έως τα 25-30 μέτρα ύψος ενώ ο κορμός του αυξάνει έως 2 μέτρα πλάτος. Όταν είναι μεμονωμένο, έχοντας αρκετό χώρο για να αναπτυχθεί παίρνει τεράστιες διαστάσεις, δημιουργεί χοντρούς βραχίονες και παίρνει σχήμα σφαιρικό. Όταν βρίσκεται σε συστάδες δέντρων, όπου ο χώρος είναι περιορισμένος, αυξάνει σε ύψος και παίρνει πυραμοειδές σχήμα. Αν βέβαια έχει δεχτεί κλάδεμα διαμόρφωσης τα πρώτα χρόνια της ηλικίας του, τότε το σχήμα του διαμορφώνεται σε ένα ανοιχτό κυπελλοειδές με τα κλαδιά να πέφτουν προς την γη (κλαίουσα μορφή).Η ρίζα είναι πολύ ισχυρή και καταλαμβάνει τεράστιο όγκο εδάφους. Επεκτείνεται τόσο σε βάθος όσο και σε έκταση. Μάλιστα, μπορεί να ξεπεράσει το μήκος της κόμης κατά το ήμισυ της διαμέτρου της.
Οι βλαστοί είναι ευθείς και εύκαμπτοι. Όταν είναι ακόμη τρυφεροί, παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευαισθησία στους δυνατούς ανέμους. Έχουν πράσινο χρώμα, ενώ όταν ξυλοποιηθούν αποκτούν καστανοκίτρινο. Οι ώριμοι βλαστοί γίνονται γωνιώδεις, με πέντε κύριες γωνίες. Τα φύλλα είναι απλά, λογχοειδή με πριονωτές παρυφές και μυτερές κορυφές. Η βάση των φύλλων είναι υποστρόγγυλη και φέρουν κοντό μίσχο. Το μήκος τους κυμαίνεται από 12-20 εκ., ενώ το πλάτος από 3-6 εκ. Τα φύλλα του φέρονται κατ’εναλλαγή. Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και μεικτούς καρποφόρους. Σχηματίζονται πλάγια ή επάκρια των βλαστών. Έχουν τριγωνικό σχήμα, είναι χοντροί με ευρεία βάση και είτε είναι λείοι είτε περιβάλλονται από κοντές αραιές τρίχες. Οι ξυλοφόροι οφθαλμοί είναι πιο οξύληκτοι και συνήθως βρίσκονται στους 2-3 πρώτους κόμβους της βάσης των καρποφόρων βλαστών (ετήσιοι). Οι μεικτοί καρποφόροι εμφανίζονται πιο διογκωμένοι και ελαφρώς μεγαλύτεροι σε μέγεθος. Βρίσκονται στους 1-2 τελευταίους κόμβους, επάκρια των καρποφόρων βλαστών
Όσο αφορά τα άνθη, το δέντρο της καστανιάς είναι μόνοικο δικλινές, έχει δηλαδή και τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη στο ίδιο δέντρο, αλλά σε διαφορετικές θέσεις. Τα άνθη εμφανίζονται σε βλαστούς της τρέχουσας εποχής (ετήσιους). Τα αρσενικά άνθη σχηματίζουν ανθοταξίες, οι οποίες βρίσκονται σε όλη την ράχη της ταξιανθίας του ίουλου, ενώ τα θηλυκά άνθη φέρονται στις βάσεις των ίουλων. Οι ίουλοι στην καστανιά είναι δύο ειδών, oι αρσενικοί ίουλοι (φέρουν μόνο αρσενικές ανθοταξίες και τους συναντάμε στα κατώτερα τμήματα των ετήσιων βλαστών) και οι ανδρόγυνοι ίουλοι (οποίοι φέρουν αρσενικές και θηλυκές ανθοταξίες και τους συναντάμε επάκρια των ετήσιων βλαστών).
Ο καρπός της καστανιάς αναπτύσσεται μέσα σε ένα ακανθώδες περίβλημα, τον αχινό (συνήθως περιβάλει τρία κάστανα). Ο αχινός φέρει πολυάριθμα αγκάθια που είναι αιχμηρά, πυκνά και συχνά αλληλοπλεκόμενα, καλύπτοντας έτσι όλη του την επιφάνεια. Αντίθετα, στην εσωτερική πλευρά φέρει ένα λεπτό, πυκνό και μαλακό χνούδι καστανόλευκου χρώματος. Το κάστανο περιβάλλεται από ένα σκληρό κοκκινοκαφετί, με σκούρες γραμμώσεις, δερματώδες περικάρπιο. Το χρώμα του καστάνου διαφέρει από ποικιλία σε ποικιλία. Στο ένα άκρο φέρει ουρά και χνούδι, δηλαδή αποξηραμένους στύλους (δάδα), ενώ στο άλλο άκρο φέρει σκληρή βάση (είναι το σημείο πρόσφυσης με τον αχινό). Εσωτερικά υπάρχει ένα λεπτό στρώμα καλύμματος από χνούδι, που περιβάλλει το εδώδιμο τμήμα του καστάνου, το οποίο παράγεται από το περίβλημα της σπερματικής βλάστης. Το εδώδιμο τμήμα του καστάνου αποτελείται από το σπέρμα που φέρει το έμβρυο και δύο κοτυληδόνες. [1]
Τρόπος καρποφορίας
Η καστανιά καρποφορεί πλάγια σε βλαστό τρέχουσας εποχής από μικτούς οφθαλμούς. Κάθε ξυλοφόρος οφθαλμός, εκπτυσσόμενος στην άνοιξη, δίνει φυλλοφόρο βλαστό επέκτασης ή πλάγια φυλλοφόρα βλάστηση, με ξυλοφόρους ή μικτούς οφθαλμούς στις μασχάλες των φύλλων και επάκρια των βλαστών. Κάθε μικτός οφθαλμός εκπτυσσόμενος δίνει φυλλοφόρο βλαστό με ίουλους στις μασχάλες των φύλλων, που φέρουν αρσενικά μόνο άνθη (στα κατώτερα τμήματα του βλαστού) και ίουλους με αρσενικά και θηλυκά άνθη (στο επάκριο τμήμα του βλαστού).[1]
Κλιματικές συνθήκες
Η καστανιά θέλει κλίμα ελαφρά ψυχρό και υγρό με μέση ετήσια θερμοκρασία 8-15oC. Κατά τη ληθαργική περίδο περίοδο αντέχει σε θερμοκρασίες -15 έως -17oC. Είναι όμως ευαίσθητη στους ανοιξιάτικους παγετούς, γιατί την περίοδο εκείνη εκπτύσσεται η νέα βλάστηση και σχηματίζονται τα διάφορα ανθικά μέρη, που είναι ευαίσθητα στον παγετό τόσο όσο τα άνθη της ροδακινιάς. Από άποψη υψόμετρου στις πολύ ψυχρές ηπειρωτικές περιοχές ευδοκιμεί από 300-900 μέτρα, στις παραθαλλάσιες ηπειρωτικές περιοχές από 400-1000 μέτρα και στις νησιωτικές από 500-1300 μέτρα. Είναι απαιτητική σε νερό και χρειάζεται για τις ανάγκες της ετήσια βροχόπτωση ύψους τουλάχιστον 700mm. Ευδοκιμεί καλύτερα σε επικλινείς τοποθεσίες, όπου λόγω διαφυγής των ψυχρών ρευμάτων δε σημειώνονται παγετοί και ηλιόλουστες για την αποφυγή ή περιορισμό προσβολών από μυκητολογικές ασθένειες[2]
Εδαφικές συνθήκες
Κατάλληλα εδάφη για την καλλιέργεια της καστανιάς θεωρούνται τα αμμώδη ή τα αμμοπηλώδη καθώς επίσης, εδάφη που προέρχονται από αποσάθρωση σχιστολιθικών ή γρανιτικών πετρωμάτων. Πρέπει να είναι βαθιά με καλή στράγγιση, διαφορετικά οι ρίζες της θα υποφέρουν από ασφυξία και θα κινδυνέψουν από φυτοφθόρα. Μπορεί όμως να αξιοποιήσει εδάφη σχετικά αβαθή, αρκεί να έχουν καλή στράγγιση ή εδάφη μέτριας γονιμότητας, εκεί όπου άλλες καλλιέργειες θα αδυνατούσαν να αναπτυχθούν. Αν το έδαφος είναι πολύ φτωχής γονιμότητας, συνιστάται χλωρή λίπανση, με τη χρήση αζωτούχων φυτών (βίκο, τριφύλλι κ.ά).
Το κατάλληλο pH του εδάφους για την καλλιέργεια της καστανιάς είναι 5,5 με 6. Μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα σε pH 4,5 έως 6,5. Εάν είναι κάτω από 4,5, τότε θα πρέπει οπωσδήποτε να προστεθεί ασβέστιο ώστε να ανέβει στα επιθυμητά επίπεδα. Εάν όμως είναι πάνω από 6,5, τότε θα πρέπει να αποκλείσουμε την καλλιέργεια της καστανιάς, διότι θα έχουμε πολλά προβλήματα κατά την ανάπτυξή της. Είναι πάρα πολύ ευαίσθητη στο ασβέστιο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα πρέπει το ολικό ανθρακικό ασβέστιο να υπερβαίνει το 2%.[1]
Επικονίαση
Παρόλο που η γύρη της καστανιάς είναι γόνιμη, δεν μπορεί να επικονιάσει τα άνθη της. Είναι πρακτικά αυτοασυμβίβαστη. Συνεπώς, τα άνθη της θα πρέπει να επικονιαστούν από άλλες ποικιλίες. Η καστανιά θεωρείται και εντομόφιλη και ανεμόφιλη. Έχει βρεθεί ότι εάν η επικονιάστρια ποικιλία είναι μεγαλόκαρπη, τότε αυξάνεται και το μέγεθος της καλλιεργούμενης ποικιλίας. Αυτό καλείται, το φαινόμενο της ετέρωσης. Εάν επιθυμούμε ένα ικανοποιητικό ποσοστό καρπόδεσης από σταυρογονιμοποίηση, τότε η απόσταση μεταξύ των διαφορετικών ποικιλιών δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 65 μέτρα. Στα αρσενικά άνθη, οι ανθοταξίες παίρνουν ένα έντονο κίτρινο χρωματισμό και διογκώνονται κάνοντας εμφανή την ωρίμανση τους. Επίσης, όταν ωριμάζουν αναδύουν ένα χαρακτηριστικό άρωμα προσελκύοντας έτσι πολυάριθμους επικονιαστές. Τα θηλυκά άνθη είναι δεκτικά όταν ανθίζουν και τα τρία άνθη της ανθοταξίας και οι στύλοι από λευκό, πάρουν λευκοκίτρινο χρώμα, φέροντας ένα κολλώδες υγρό στην επιφάνεια τους. Η επικονίαση πραγματοποιείτε με την μεταφορά του γυρεόκοκκου στο δεκτικό στίγμα. [1]
Γονιμοποίηση
Τη στιγμή που θα επικαθήσει ο γυρεόκοκκος στο στίγμα, βλαστάνει και δίνει γυρεοσωλήνες οι οποίοι οδηγούνται χημειοτακτικά προς τη σπερμοβλάστη. Κατά την είσοδο τους στο στίγμα βλαστάνει και διαιρείται σε δύο πυρήνες, ο ένας από τους οποίους, ο γεννητικός, δίνει άλλους δύο, τους σπερματικούς πυρήνες. Μόλις φτάσει ο γυρεοσωλήνας στην μικροπύλη, ελευθερώνει τους δύο σπερματικούς πυρήνες. Ο ένας ενώνεται με τους δύο πολικούς, ενώ ο άλλος ενώνεται με το ωοκύτταρο. Ένας μόνο γυρεόκοκκος θα το καταφέρει αυτό. Η διαδικασία της γονιμοποίησης διαρκεί 10 με 15 μέρες. [1]
Πολλαπλασιασμός-Υποκείμενα
Η καστανιά πολλαπλασιάζεται κυρίως με τη μικτή μέθοδο πολλαπλασιασμού, δηλαδή με σπόρους και εμβολιασμό των παραγόμενων σπορόφυτων με την επιθυμητή ποικιλία. Ο αγενής πολλαπλασιασμός της με εναέριες καταβολάδες, καταβολάδες εδάφους, φυλλοφόρα μοσχεύματα και ξυλοποιημένα χειμερινά μοσχεύματα είναι περιορισμένος, γιατί δεν εξασφαλίζουν ικανοποιητικό ποσοστό επιτυχίας. Ο πολλαπλασιασμός πάντως με μεριστώματα έδωσε πολύ καλά αποτέλεσματα.
Οι καρποί της καστανιάς αν φυτευθούν αμέσως μετά τη συγκομιδή, δε βλαστάνουν ικανοποιητικά. Επομένως, για τη διακοπή του ληθάργου του εμβρύου και την εξασφάλιση ομοιόμορφης βλαστικότητας πρέπει να δεχθούν την επίδραση υγρής ψύξης για 1-2 μήνες. Μετά από ανάπτυξη ενός χρόνου, τα σπορόφυτα εμβολιάζονται με την επιθυμητή ποικιλία. Αν και η καστανιά εμβολιάζεται δύσκολα με εγκεντρισμό ή ενοφθαλμισμό, ο υπόφλοιος στεφανίτης και ο ενοφθαλμισμός με όρθιο Τ τα μάτια συνήθως πέφτουν και αυτό οφείλεται στην υπερβολική χυμορροή. Η επιτυχία συνήθως εξαρτάται από 3 παράγοντες που είναι το καλό εμβόλιο, η κατάλληλη εποχή εμβολιασμού και η κατάλληλη τεχνική. Καλό εμβόλιο παράγεται από ξυλοφόρους βλαστούς με καλά μάτια και ελάχιστη εντεριώνη.
Σε αυτοφυείς καστανεώνες επιτυγχάνεται γρήγορα η δημιουργία παραγωγικού καστανεώνα με αποκοπή των καστανόδεντρων και εμβολιασμό των πρεμνοβλαστημάτων.
Σε αυτόρριζες καστανιές, σπορόφυτα καστανιάς εμβολιάζονται με εγκεντρισμό με την επιθυμητή ποικιλία και το σημείο του εμβολιασμού παραχώνεται με χώμα έτσι ώστε μόνο ένα μάτι του εμβολίου να βρίσκεται απ΄ έξω. Μετά το σχηματισμό ριζών στη βάση του εμβολίου, αυτό αποκόπτεται στο σημείο ένωσης εμβολίου και υποκειμένου και μεταφυτεύεται πλέον ως αυτόρριζο δενδρύλλιο.
Πολλές φορές όμως το εμβόλιο των δενδρυλλίων ξηραίνεται μετά από την αρχική επιτυχία του. Αυτο οφείλεται σε έλλειψη ωρίμανσης του υποκειμένου ή εμβολίου, προσβολή του τμήματος ένωσης εμβολίου και υποκειμένου από το μύκητα Endothia parasitica, ακατάλληλη τεχνική εμβολιασμού και ασυμβιβαστότητα μεταξύ ποικιλιών ή είδων που χρησιμοποιούνται ως υποκείμενο και εμβόλιο.
Ως υποκείμενα της καστανιάς, πρέπει να χρησιμοποιούνται σπορόφυτα του ίδιου είδους ή ακόμα καλύτερα σπορόφυτα της ίδιας ποικιλίας που πρόκειται να εμβολιαστεί. Τα διάφορα είδη καστανιάς διασταυρώνονται εύκολα, όταν φυτεύεται το ένα κοντά στο άλλο και επομένως τα σπορόφυτά τους είναι πιθανό να εμφανίζουν χαρακτηριστικά υβριδίου.[1]
Ποικιλίες
Οι ποικιλίες καστανιάς που καλλιεργούνται σήμερα είναι το αποτέλεσμα μιας εμπειρικής επιλογής λίγο πολύ παλιάς, που έγινε από τους παραγωγούς με βάσει τις τότε ανάγκες της αγοράς. Όμως με την πάροδο του χρόνου οι ανάγκες της αγοράς άλλαξαν, έγιναν πιο απαιτητικές, η ανάγκη για μεταποιήσεις των προϊόντων για εκσυγχρονισμό και εντατικοποίηση της καλλιέργειας καθιστούν τις σημερινές καλλιέργειες και ποικιλίες μη προσοδοφόρες. Ο αριθμός των ποικιλιών που ανταποκρίνονται σήμερα στις απαιτήσεις της αγοράς και της βιομηχανίας είναι πολύ μικρός. Οι ποικιλίες καστανιάς διακρίνονται στις τύπου Castanea mollissima, Castanea sativa και στα Ευρω-Ιαπωνικά υβρίδια. Λεπτομέρεις με όλες τις ποικιλίες στους παρακάτω συνδέσμους:
Ποικιλίες καστανιάς είδους Castanea mollissima[2]
Ποικιλίες καστανιάς είδους Castanea sativa[2]
Ασθένειες
Αναλυτικά όλες οι ασθένειες της καστανιάς αναφέρονται λεπτομερώς στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
Εχθροί
Αναλυτικά όλοι οι εχθροί της καστανιάς αναφέρονται λεπτομερώς στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 Η καλλιέργεια της καστανιάς, πτυχιακή μελέτη του Καραδήμα Σταύρου, Λάρισα 2011.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
- ↑ Coleoptera καρποφόρων δένδρων και αμπέλου, πτυχιακή μελέτη της Τσακιράκη Αργυρώς, Ηράκλειο 2010.