Φυλή Καρύστου
Στην επαρχία Καρύστου εκτρέφονται περίπου 55.000 πρόβατα, από τα οποία ένα ποσοστό γύρω στο 90% ανήκει στην ομώνυμη φυλή. Τα πρόβατα Καρύστου είναι καλά προσαρμοσμένα στις δύσκολες συνθήκες της περιοχής. Οι παραγωγοί είναι ικανοποιημένοι από τις αποδόσεις τους και δεν προτίθενται, όπως δηλώνουν, να τα αντικαταστήσουν με ζώα άλλων φυλών.
Πρόκειται για πρόβατο μικρού σχετικά σωματικού μεγέθους. Tο ύψος ακρωμίου των κριών κυμαίνεται γύρω στα 64 εκ. και των προβατινών γύρω στα 59 εκ. , τα μέσα σωματικά βάρη είναι 60 κιλά για τους κριούς και 40 κιλά για τις προβατίνες.
Η κεφαλή του προβάτου Καρύστου [1] είναι μετρίου μεγέθους με κωνικό σχήμα. Το επιρρίνιο είναι ελαφρώς κυρτό στους κριούς και ευθύγραμμο στις προβατίνες. Τα αυτιά είναι πολύ ισχυρά και ημιόρθια. Τα άκρα είναι πολύ ισχυρά και έχουν μήκος γύρω στα 31 εκ. Το σώμα με ευθύγραμμα ράχη έχει μήκος γύρω στα 57 εκ. ενώ το στήθος είναι βαθύ (28 εκ.) και όχι ιδιαίτερα ευρύ (16 εκ.). Η περίμετρος του θώρακα είναι περίπου 81 εκ. Η ουρά του είναι μακριά και μάλλον πλατιά με μήκος 31 εκ. και πάχος 6 εκ. στη βάση της. Ο μαστός έχει κανονική διάπλαση, οι θηλές έχουν μάλλον οριζόντια διεύθυνση και το μήκους τους ανέρχεται λίγο πάνω από 3 εκ. Οι κριοί φέρουν μεγάλα και ισχυρά κέρατα, ελικοειδή, με διεύθυνση λίγο ή πολύ οριζόντια. Ένα μικρό ποσοστό των προβατινών φέρει επίσης κέρατα, τα οποία είναι μικρότερα και λιγότερο ισχυρά από τα κέρατα των κριών.
Οι κτηνοτρόφοι ονομάζουν «κοκκίνικα» όσα από τα πρόβατα έχουν ερυθρό χρώμα στα μη καλυπτόμενα από μαλλί μέρη του σώματος, (κεφαλή, αυτιά, κάτω κοιλιακή χώρα, τράχηλος και άκρα), και «βακρίνικα», όσα έχουν στα αντίστοιχα μέρη του σώματος μαύρο χρώμα. Περίπου το 70% των προβάτων της φυλής είναι κοκκίνικα και το 30% βακρίνικα, ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό φέρει άλλους χρωματισμούς.
Ο χρωματισμός του τριχώματος στο υπόλοιπο σώμα είναι σχεδόν σε όλα τα πρόβατα της φυλής λευκός. Η φυλή ανήκει στα αναμικτόμαλλα πρόβατα με μικρή σχετικά αναλογία αγανωδών τριχών.
Το μέσο μέγεθος των ποιμνίων ανέρχεται σε περίπου 150 πρόβατα, τα οποία σταβλίζονται σε παραδοσιακές, πρόχειρες εγκαταστάσεις.
Η διατροφή τους στηρίζεται στις βοσκές. Βόσκουν σε ενοικιαζόμενους και ιδιόκτητους ορεινούς βοσκότοπους με πτωχή βλάστηση κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους. Κατά την περίοδο του θηλασμού και το αρχικό διάστημα της άμελξης χορηγούνται συμπυκνωμένες ζωοτροφές και μηδική.
Οι προβατίνες της φυλής πραγματοποιούν στην πλειονότητά τους τον πρώτο τοκετό στην ηλικία των 18 μηνών περίπου. Οι τοκετοί των ώριμων προβατίνων αρχίζουν από το Σεπτέμβριο και τελειώνουν το Μάρτιο, με αιχμή τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Το μέσο μέγεθος των τοκετοομάδων είναι 1,1 έως 1,2 αρνιά, τα οποία απογαλακτίζονται κατά μέσο όρο στην ηλικία των 60 ημερών με σωματικά βάρη από 14 έως 16 κιλά . Οι προβατίνες αμέλγονται δύο φορές ημερησίως έως τα τέλη Ιουνίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία των παραγωγών, η μέση αμελγόμενη ποσότητα γάλακτος ανέρχεται σε 80 έως 100 κιλά. Το παραγόμενο γάλα διατίθεται στα τυροκομεία της περιοχής για την παραγωγή διαφόρων τύπων τυριών.