Φυλή Κοκοβίτικη

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Κοκοβίτικη φυλή εκτρέφεται στην κεντρική, ορεινή περιοχή της Πελοποννήσου στα όρια των νομών Αρκαδίας, Αχαΐας, Ηλίας και Μεσσηνίας. Η περιοχή αυτή είναι ορεινή, δύσβατη και απομακρυσμένη από τα αστικά κέντρα και τις κεντρικές οδικές αρτηρίες. ΈΛαβε το όνομά της από το χωριό Κόκοβα (Σκοτάνη) του νομού Αχαΐας. Λέγεται επίσης Ακοβίτικη από το χωριό Άκοβα (Τρόπαια) του νομού Αρκαδίας. Πολλά ποίμνια εκτρέφονται σήμερα στο χωριό Κοντοβάζαινα του νομού Αρκαδίας.

Το Κοκοβίτικο πρόβατο [1] σύμφωνα με τις πληροφορίες των προβατοτρόφων της περιοχής και των παλαιότερων ειδικών στην προβατοτροφία γεωπόνων, πρέπει να είναι παράγωγο του ορεινού προβάτου της Πελοποννήσου. Διαφοροποιήθηκε εξαιτίας των ειδικών συνθηκών εκτροφής του στις συγκεκριμένες περιοχές και διαμορφώθηκε σε έναν ιδιαίτερο τύπο προβάτου, μικρού σωματικού μεγέθους και πολύ μικρής παραγωγικότητας, αλλά με μεγάλη αντοχή σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, οι οποίες ακόμη έως σήμερα παραμένουν το ίδιο αντίξοες στην περιοχή όπου εκτρέφεται.

Η φυλή εκτρέφεται σε μικρά ποίμνια των 30 έως 70 προβατινών από εκτροφείς των οποίων η οικονομική κατάσταση και γενικά το βιοτικό επίπεδο δεν είναι πολύ υψηλό. Πρόβατα της φυλής συναντώνται και σε ποίμνια της ορεινής, κεντρικής Πελοποννήσου με ετερογενές γενετικό υλικό. Το Κοκοβίτικο πρόβατο είναι μικρόσωμο. Από τις σωματομετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε τέσσερα ποίμνια προέκυψε ότι το μέσο ύψος ακρωμίου των κριών ανέρχεται σε 63cm και των προβατινών σε 55cm, με αντίστοιχα μέσα σωματικά βάρη 56kg και 41kg. Το κεφάλι της Κοκοβίτικης φυλής είναι μικρό και κωνοειδές με πρόσωπο τριγωνικό, το οποίο λεπταίνει προς την περιοχή του στόματος. Το επιρρίνιο είναι ευθύ και τα αυτιά είναι μικρά, μάλλομ όρθια, σε μερικά άτομα είναι πολύ μικρά, ενώ σε άλλα ελλείπουν εντελώς. Τα αρσενικά φέρουν μεγάλα και ισχυρά κέρατα τα οποία περιελίσσονται γύρω από τα αυτιά, ενώ όλα τα θηλυκά είναι ακέρατα. Τα άκρα είναι πολύ μικρά 30cm περίπου και ισχυρά. Το μήκος του σώματος φθάνει κατά μέσο όρο τα 60cm, το εύρος του στήθος τα 14cm και το βάθος του τα 25cm, ενώ η περίμετρος του θώρακα είναι κατά μέσο όρο 77cm. Η ουρά είναι αρκετά μακριά, 31cm περίπου και στενή 4cm περίπου. Ο μαστός του έχει καλή διάπλαση με πολύ ισχυρή πρόσφυση. Οι θηλές έχουν διαγώνια διεύθυνση και μέσο μήκος γύρω στα 4cm.

Ο χρωματισμός της φυλής είναι λευκός στο σώμα αλλά ποικίλει στο κεφάλι. Διακρίνονται πρόβατα με εντελώς λευκό πρόσωπο, αλλά με μαύρους ή κοκκινόμαυρους δακτυλίους γύρω από τους οφθαλμούς, τα αυτιά και το στόμα, άλλα με κοκκινόμαυρα στίγματα σε όλο το πρόσωπο και τα άκρα και άλλα με κοκκινόμαυρο όλο το πρόσωπο. Σε μικρό ποσοστό συναντώνται και εντελώς κοκκινόμαυρα πρόβατα. Το μαλλί της είναι δασί, ικανό να προφυλάσσει το ζώο από το δριμύ ψύχος του χειμώνα. Μαλλί φέρει σε όλα τα μέρη του σώματος ακόμη και στην κοιλιά, τα άνω άκρα, μέρος των άκρων και την κορυφή του κεφαλιού, όπου σχηματίζει θύσανο που επεκτείνεται στο μέτωπο έως στους οφθαλμούς.

Το μέσο μέγεθος των εκτρεφόμενων ποιμνίων είναι περίπου 50 πρόβατα. Η διατροφή του στηρίζεται κταά την περίοδο που δεν υπάρχει χιόνι στις βοσκές, οι οποίες άλλοτε είναι άφθονες και άλλοτε φτωχές, καθώς και στις μικρές συνήθως ποσότητες δημητριακών και μηδικής που προσφέρονται στα ζώα κατά την εποχή των τοκετών, η οποία συμπίπτει κατά κανόνα με την περίοδο των χιονοπτώσεων. Ο σταβλισμός γίνεται σε παραδοσιακές εγκαταστάσεις, πρόχειρα κατασκευασμένες, χωρίς να πληρούν τις απαιτήσεις υγείας των ζώων. Οι τοκετοί κατά κανόνα μονόδυμοι, πραγματοποιούνται κατά την περίοδο του χειμώνα από Δεκέμβριο έως Φεβρουάριο. Τα αρνιά εκποιούνται το Πάσχα σε σωματικό βάρος γύρω στα 15kg. Οι προβατίνες αμέλγονται 2 φορές την ημέρα έως το τέλος του καλοκαιριού και παράγουν 50-60kg γάλακτος. Το γάλα χρησιμοποιείται από τους εκτροφείς για την παραγωγή τυριού φέτας.

Βιβλιογραφία

  1. "Εγχώριες Φυλές Προβάτων", Εμμ. Ρογδάκης, Καθηγητής Γενικής και Ειδικής Ζωοτεχνίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών