Άρδευση φιστικιάς
Οι αρδεύσεις είναι συχνότερες στα νεαρότερα δενδρύλλια. Έτσι ποτίζουμε:
- Στον πρώτο χρόνο κάθε 10 με 15 ημέρες.
- Στον δεύτερο χρόνο κάθε 15 με 20 ημέρες.
- Στον τρίτο χρόνο κάθε 20 με 25 ημέρες.
Από τον τέταρτο χρόνο και μετά ποτίζουμε κάθε 30 περίπου ημέρες (6 ποτίσματα το χρόνο), για να καταλήξουμε με την ενηλικίωση των δένδρων στα 4 ή ακόμα και στα 2, όταν τα εδάφη είναι δροσερά. Φυσικά οι αρδεύσεις αυτές διακόπτονται όταν μεσολαβούν βροχοπτώσεις που κρατούν την υγρασία του εδάφους στα επιθυμητά επίπεδα. Στ’ ανεπτυγμένα εδάφη και σ’ εκείνα τα φιστικόδενδρα που βρίσκονται σε παραγωγή, καθώς και στα πλούσια σε υγρασία εδάφη, η άρδευση μπορεί ν’ αρχίσει πολύ αργότερα μέχρι και από Ιούνιο, τότε που αρχίζει να γεμίζει ο καρπός με ψίχα, οπότε και οι ανάγκες των φιστικοδένδρων σε νερό είναι μεγαλύτερες, και να σταματήσει μέχρι και 10 ημέρες πριν από την έναρξη της συγκομιδής των φιστικιών. Σε αυτά τα πλούσια σε υγρασία εδάφη οι φιστικοπαραγωγοί αρχίζουν το πότισμα έτσι αργά, για να μην προκαλέσουν δεύτερη βλάστηση των φιστικοδένδρων μέσα στο καλοκαίρι, η οποία δίνει μόνο ξυλοφόρους οφθαλμούς και που εξαντλεί τις αποθησαυριστικές ουσίες των δένδρων, αυτές που θα έδιναν και την παραγωγή του επόμενου έτους. Παρά ταύτα, τα ποτίσματα και στα παραγωγικά ηλικιωμένα φιστικόδενδρα, ιδιαίτερα στα στραγγερά και φτωχά εδάφη, πρέπει ν’ αρχίζουν νωρίς την άνοιξη ( Απρίλιο ή Μάιο όταν η χρονιά είναι χωρίς αρκετές βροχές ) και να επαναλαμβάνονται ανά 15 με 30 ημέρες, ανάλογα με τη σύσταση του εδάφους, τον καιρό κλπ., αρκεί μόνο να μην συμπέσουν αυτά με την άνθηση, αλλά να προηγηθούν ή ν’ ακολουθήσουν λίγες ημέρες αυτήν. Κριτήριο για την συχνότητα των αρδεύσεων και την ποσότητα του νερού που δίνουμε στα δένδρα, θα είναι η υγρασία του εδάφους καθώς και η εμφάνιση και η κατάσταση της βλαστήσεως του δένδρου, ιδιαίτερα κατά τις θερμότερες ώρες της ημέρας. Την υγρασία του εδάφους μπορούμε να την ελέγξουμε με ειδικά υγρόμετρα που είναι φορητά ή μόνιμα εγκατεστημένα στο έδαφος. Για τον ακριβότερο όμως προσδιορισμό του χρόνου επαναλήψεως της αρδεύσεως, αντί της χρησιμοποιήσεως των υγρομέτρων αυτών, μπορούμε να χρησιμοποιούμε ηλεκτρονικά όργανα ελέγχου, όπως π.χ. τον πολυμετρητή ρεύματος και αντιστάσεως ( Multimeter ) που μετρούν με μεγάλη ακρίβεια την αγωγιμότητα τόσο του εδάφους όσο και των ιστών του δένδρου.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.