Ασθένεια γαρυφαλλιάς βοτρύτης
Η προσβολή εμφανίζεται συνήθως στο στέλεχος καθώς και στα άνθη της γαρυφαλλιάς και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές τόσο στις καλλιέργειες όσο και στα κομμένα γαρύφαλλα. Η ασθένεια είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα όπως τεφρή ή γκρίζα σήψη, σήψη του στελέχους, σήψη του άνθους και κηλίδωση του άνθους (αγγλ. Botrytis stem rot, Botrytis flower rot, flower blight, flower spot).
Το παθογόνο μπορεί να προσβάλλει όλα σχεδόν τα μέρη του φυτού (στελέχη, φύλλα, άνθη) και να προκαλέσει συμπτώματα διάφορων τύπων. Τα συμπτώματα της σήψης του στελέχους μοιάζουν πολύ με εκείνα που προκαλούνται από τα φουζάρια. Η είσοδος του βοτρύτη διευκολύνεται ιδιαίτερα από τις πληγές και τους τραυματισμένους ιστούς ακόμη, από τους εξασθενημένους και γηρασμένους ιστούς. Τα προσβεβλημένα φυτά μαραίνονται και αποκτούν αχυρώδες χρώμα. Η χαρακτηριστική τεφρή (γκριζοκαστανή) εξάνθηση του παρασίτου καλύπτει συνήθως την επιφάνεια των προσβεβλημένων ιστών, ιδιαιτέρως με συνθήκες υψηλής υγρασίας. Επίσης, μικρά μελανά σκληρώτια σχηματίζονται πάνω στους ασθενείς ιστούς. Το παθογόνο μπορεί επίσης να προκαλέσει μεγάλες μετασυλλεκτικές σήψεις στα κομμένα γαρύφαλλα. Συχνά τα μολυσμένα γαρύφαλλα δεν εμφανίζουν την ασθένεια κατά τη διάρκεια της συγκομιδής και της διακινήσεως αλλά εμφανίζουν τα συμπτώματα αργότερα, κατά και μετά τη διάθεση τους. Τα πέταλα των προσβεβλημένων ανθέων γίνονται καστανά και συχνά καλύπτονται από την γκρίζα μούχλα του παρασίτου (μυκήλιο, κονιδιοφόροι και κονιορτώδης μάζα κονιδίων).
Ο μύκητας Botrytis cinerea σχηματίζει κονιδιοφόρους που αποτελούνται από ένα ποδίσκο καστανού ο οποίος φέρει στην κορυφή του επί μικρών διακλαδώσεων τα υαλώδη μονοκύτταρα κονίδια κατά κεφαλές σε μορφή βότρυος. Τα κονίδια του μύκητα είναι υαλώδη, μονοκύτταρα, ωοειδή και έχουν διαστάσεις 9,7 - 11,1 x 7,3 - 8,0μm. Η τέλεια μορφή του παρασίτου ανήκει στους ασκομύκητες και ονομάζεται Botryotinia fuckeliana και σχηματίζεται από τα σκληρώτια του μύκητα τα οποία βλαστάνοντα, υπό ειδικές συνθήκες, παράγουν αποθήκια. Η τέλεια μορφή του παθογόνου πολύ σπανίως εμφανίζεται στη φύση. Τα σκληρώτια του παρασίτου (έχουν διάμετρο 3mm), όταν βλαστάνουν δίνουν συνήθως μυκήλιο ή κονιδιοφόρους. Η ελευθέρωση και διασπορά των κονιδίων γίνεται κυρίως με τον αέρα και σε μικρότερη κλίμακα με τις ψεκάδες του νερού.
Η ασθένεια μπορεί να καταστεί πολύ σοβαρή μόνο σε καλλιέργειες που επικρατεί πολύ υψηλή σχετική υγρασία επί μακρές περιόδους. Τέτοιες συνθήκες δημιουργούνται συνήθως με την ανεπαρκή θέρμανση των θερμοκηπίων ή στις μη θερμαινόμενες υπό κάλυψη καλλιέργειες (ιδίως Νοέμβριο μέχρι Μάρτιο) με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται η αναγκαία μείωση της σχετικής υγρασίας. Η αντιμετώπιση της ασθένειας γίνεται με την αρμονική εφαρμογή των ενδεδειγμένων καλλιεργητικών μέτρων και μέτρων υγιεινής καθώς και την εφαρμογή ψεκασμών με μίγματα ενός μυκητοκτόνου της ομάδας των βενζιμιδαζολικών ή δικαρβοξιμιδικών με ένα από τα ακόλουθα μυκητοκτόνα dichlofluanid, chlorothalonil, captan.
Επισημαίνεται ότι αρκετοί πληθυσμοί του παρασίτου είναι ανθεκτικοί στα βενζιμιδαζολικά και σε άλλα μυκητοκτόνα και είναι πιθανόν η καταπολέμηση της ασθένειας σε μια περιοχή να μην είναι αποτελεσματική. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν και νεότερα βοτρυδιοκτόνα που ανήκουν σε τρεις νέες χημικές ομάδες μυκητοκτόνων (phenylpyrroles, anilinopyrimidines και hydroxyanilide). Τα φάρμακα αυτά είναι τα: pyrimethanil (εμπορικό όνομα Scala), το μίγμα των fludioxonil και cyprodinil (εμπορικό όνομα Switch) και το fenhexamid (εμπορικό όνομα Teldor). Για την αντιμετώπιση της ασθένειας μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί το fluazinam της κατηγορίας των phenylpyridinamines. Το fluazinam όπως διαπιστώθηκε τελευταίως είναι αποτελεσματικό και κατά των πληθυσμών του παθογόνου που είναι ανθεκτικοί στα benzimidazoles και dicarboximides καθώς και το μίγμα benzimidazoles (carbendazim) + phenylcarbamates (diethofencarb). Τέλος, αναφέρεται ικανοποιητική καταπολέμηση της ασθένειας σε κομμένα γαρύφαλλα με εμβάπτισή τους σε νερό θερμοκρασίας 500C επί 20-40 δευτερόλεπτα. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.