Ασθένεια γαρυφαλλιάς σήψη του κάλυκα από στεμφύλιο
Η ασθένεια περιγράφηκε για πρώτη φορά στην Καλιφόρνια (κοινή ονομασία στα αγγλικά, Stemphylium calyx rot) σε καλλιέργειες γαρυφαλλιάς υπό κάλυψη με πολύ υψηλή σχετική υγρασία. Αναγνωρίστηκε στη χώρα μας το 1997 σε υπαίθριες καλλιέργειες γαρυφαλλιάς στην περιοχή Μαραθώνα, κάτω από συνθήκες ιδιαίτερα υγρές και ψυχρές και προκάλεσε σοβαρές ζημιές. Ο μύκητας προσβάλλει τα μέρη του άνθους σε ημιανοικτά ή ανοικτά άνθη και δημιουργεί προσυλλεκτικές και μετασυλλεκτικές σήψεις. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στην κορυφή των πετάλων ή σεπάλων του άνθους με τη μορφή υδατωδών, ανοικτού καστανού χρώματος, ελλειψοειδών κηλίδων διαστάσεων 1 x 0,5mm. Με την πάροδο του χρόνου οι κηλίδες μπορεί να αποκτήσουν διαστάσεις μέχρι 8 - 9 x 4 - 5mm και να επεκταθούν σε γειτονικά πέταλα. Το χρώμα τους γίνεται καστανό και καστανό σκούρο ενώ η κεντρική περιοχή τους καλύπτεται από την εξάνθηση του παθογόνου (κονιδιοφόροι και κονίδια του μύκητα). Τελικά, τα προσβεβλημένα μέρη ή και ολόκληρο το άνθος αποξηραίνονται. Η ασθένεια προκαλείται από το μύκητα Stemphylium botryosum Wallr., με τέλεια μορφή τον ασκομύκητα Pleospora tarda E. Simmons. Η ασθένεια ευνοείται με υγρό και σχετικά ψυχρό καιρό. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ψεκασμός των φυτών με benomyl για την αντιμετώπιση άλλων ασθενειών (π.χ. Botrytis cinereα) τα καθιστά ιδιαίτερα ευπαθή στο μύκητα. Μια παρόμοια προσβολή των πετάλων της γαρυφαλλιάς (κοινή ονομασία Stemphylium petal blight) που εμφανίστηκε παλαιότερα στις ΗΠΑ (Florida) αποδόθηκε προκαταρκτικά στο μύκητα Stemphylium floridanum.
Εναντίον της ασθένειας συνιστώνται τα ακόλουθα:
- Αποφυγή υγράνσεως του φυλλώματος και γενικώς λήψη μέτρων που συμβάλλουν στη μείωση της υγρασίας.
- Καταστροφή μολυσμένων βλαστών και των υπολειμμάτων της καλλιέργειας.
- Ψεκασμός των φυτών, κάθε 7 ημέρες, με maneb, mancozeb, zineb, captan, folpet, thiram, chlorothalonil ή iprodione. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται βενζιμιδαζολικά σκευάσματα. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.