Ασθένεια πεπονιάς Ωΐδιο
Η συγκεκριμένη ασθένεια της πεπονιάς προκαλείται από δύο μύκητες:
- τον Erysiphe cichoracacearum και
- τον Sphaerotheca fuliginea.
Η ασθένεια είναι γνωστή τόσο στους αγρούς όσο και στα θερμοκήπια σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Ο κύκλος ζωής των δύο παθογόνων είναι παρόμοιος αλλά εξαρτάται από τις καιρικές και καλλιεργητικές συνθήκες, το ένα η το άλλο είδος γίνεται κυρίαρχο, ανάλογα με τις οικολογικές απαιτήσεις. Η ασθένεια εξελίσσεται γρήγορα κάτω από ευνοϊκές συνθήκες όπως ζεστός και υγρός καιρός.
Προσβολές από τους μύκητες Erysiphe cichoracacearum και Sphaerotheca fuliginea παρουσιάζουν την ίδια συμπτωματολογική εικόνα. Στα φύλλα, στο στέλεχός, στους μίσχους, στους καρπούς και στους έλικες εμφανίζονται αρχικά μικρές, κίτρινες κηλίδες με λευκή εξάνθηση. Οι κηλίδες αυτές μεγαλώνουν, συνενώνονται και πολύ γρήγορα καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια των φύλλων. Σε εξέλιξη της ασθένειας η εξάνθηση γίνεται γκρι-λευκή και μοιάζει με «μούχλα» στο πάνω μέρος της φυλλικής επιφάνειας, στους μίσχους και ακόμα και στους βλαστούς των μολυσμένων φυτών. Η «μούχλα» αυτή αποτελείται κυρίως από σπόρια, τα οποία ονομάζονται κονίδια. Συνήθως αναπτύσσεται πρώτα στα φύλλα της κορυφής, στις σκιαζόμενες πλευρές των φύλλων, και στο κάτω μέρος των φύλλων. Οι προσβεβλημένες περιοχές γίνονται καστανές και νεκρώνονται. Όταν το μεγαλύτερο μέρος του φυλλώματος προσβάλλεται, τα φυτά γίνονται αδύναμα και ο καρπός ωριμάζει πρόωρα.
Ο Sphaerotheca fuliginea είναι περισσότερο γνωστός με την ατελή μορφή του Oidium erysiphoides. Είναι πολύ διαδεδομένο παθογόνο. Μέχρι σήμερα αναφέρονται πάνω από 630 φυτικά είδη 34 οικογενειών που προσβάλλονται απ’αυτό. Δεν είναι πολύ γνωστός ο τρόπος διαιώνισης του παθογόνου. Πολλοί ερευνητές μιλούν για το ρόλο που παίζουν στη διαιώνιση τα κλειστοθήκια. Η εμφάνιση των κλειστοθήκιων στη φυλλική επιφάνεια είναι πολύ σπάνια. Τα κονίδια φαίνεται πως μπορούν να διαιωνίσουν το παθογόνο από τη μια χρονιά στην άλλη με τη διαμεσολάβηση όψιμων καλλιεργειών και ζιζανίων ξενιστών. Η μετάδοση γίνεται κατά κανόνα με τον αέρα. Είναι υποχρεωτικό παράσιτο. Το μυκήλιο δεν ζει χωρίς ξενιστή. Τα κονίδια παραμένουν ζωντανά μόνο μερικές ώρες ή μέρες. Είναι εκτοφυτικό ή επιφυτικό παθογόνο. Παίρνει την τροφή του με τη βοήθεια ειδικών οργάνων απορρόφησης. Για τη βλάστηση των κονιδίων δεν είναι απαραίτητη η παρουσία ελεύθερου νερού. Απαιτείται όμως θερμοκρασία 20-30oC με άριστη τους 22oC και σχετική υγρασία 100%. Μπορεί επίσης κατά τη μόλυνση και τη σπορογένεση να ανεχτεί την υψηλή υγρασία. Γι’αυτό και είναι το επικρατέστερο είδος στα θερμοκήπια στα οποία η υγρασία διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Σε θερμοκρασίες κάτω των 10 και πάνω από 35oC η προσβολή σταματά. Με βροχή η μετάδοση της ασθένειας διακόπτεται.
Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τον Sphaerotheca fuliginea από τον Erysiphe cichoracearum. Aναφέρθηκε ότι σε συνθήκες υψηλής υγρασίας στο θερμοκήπιο ή στις φθινοπωρινές μολύνσεις στην ύπαιθρο επικρατέστερο είναι το παθογόνο Sphaerotheca fuliginea. Τα δύο είδη διακρίνονται κυρίως από ορισμένα χαρακτηριστικά των κονιδίων τους. Στις υψηλές θερμοκρασίες επικρατέστερος είναι ο Sphaerotheca fuliginea. O Εrysiphe cichoracearum είναι γνωστός και με το συνώνυμο Ε. polyphaga Hamm. Παρουσιάζει μορφολογική και βιολογική εξειδίκευση ανάλογα με τον ξενιστή στον οποίο αναπτύσσεται. Ο μύκητας ευνοείται από μέτριες θερμοκρασίες 20-25oC κι από μειωμένη ένταση φωτός. Η βλάστηση των σπορίων γίνεται σ’ένα θερμοκρασιακό εύρος 15-30oC με άριστο τους 25oC. Δεν χρειάζεται ελεύθερο νερό για την βλάστηση των σπορίων. Η σχετική υγρασία γύρω στο 70% είναι αρκετή. Η σποριογένεση ευνοείται από τον ηλιόλουστο καιρό και γόνιμα εδάφη. Γενικά η ανάπτυξη του παθογόνου ευνοείται από γόνιμα εδάφη που δημιουργούν χυμώδη φυτά, από την υπερβολική αζωτούχο λίπανση που προδιαθέτει τα φυτά στην ασθένεια και από την παρουσία νεαρών φύλλων. Η προσβολή από άλλες ασθένειες διευκολύνει πολλές φορές την ανάπτυξη του ωϊδίου. Για την αντιμετώπιση του ωϊδίου εφαρμόζονται τα παρακάτω μέτρα.
- Απομάκρυνση στο τέλος της καλλιέργειας των φυτικών υπολειμμάτων.
- Τα φυτά που είναι μολυσμένα στο σπορείο πρέπει να μη μπαίνουν στο θερμοκήπιο. Αν υπάρχει έλλειψη φυταρίων, πριν τη μεταφύτευση να ψεκάζονται μ’ένα κατάλληλο μυκητοκτόνο.
- Στα θερμοκήπια που θερμαίνονται συνιστάται αύξηση της θερμοκρασίας στους 37-38oC για μερικές ώρες τη μέρα.
- Κανονική αζωτούχα λίπανση για τη μείωση της ευαισθησίας των φυτών στην ασθένεια.
- Σε παλιές καλλιέργειες πρέπει να αποφεύγεται η άμεση εγκατάσταση νέων.
- Αντιμετώπιση των ζιζανίων μέσα και έξω στο θερμοκήπιο.
- Χρησιμοποίηση ανθεκτικών καλλιεργούμενων ποικιλιών. Στην πεπονιά η κατάσταση είναι μπερδεμένη. Υπάρχουν ποικιλίες ανθεκτικές στη μία ή στις δύο φυλές του Erysiphe cichoracacearum και Sphaerotheca fuliginea
- Χρησιμοποίηση ανταγωνιστικών μυκήτων.
- Carbendazim: Εφαρμογή στη δόση 30g/hl. Η συχνή εφαρμογή δημιουργεί ανθεκτικά στελέχη.
- Chinomethionate: Ανήκει στην ομάδα των κινοξαλικών. Είναι αποτελεσματικό σ’όλα τα ωΐδια των κολοκυνθοειδών. Έχει επιπλέον και πολύ καλή ακαρεοκτόνο δράση. Σ’ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει φυτοτοξικότητα. Συνιστάται στη δόση 7,5-12g/hl. H μικρή δόση πρέπει να χρησιμοποιείται στα θερμοκήπια.
- Dinocap: Παράγωγο της φαινόλης. Είναι ειδικό ωϊδιοκτόνο. Η αποτελεσματικότητα του είναι παρόμοια με το λεπτόκοκκο θειάφι. Δρα σε πιο χαμηλές θερμοκρασίες. Σε θερμοκρασίες πάνω από 35oC μπορεί να προκαλέσει φυτοτοξικότητα.
- Fenarimol: Ανήκει στην ομάδα της πυριμιδινεμεθανόλης. Είναι διασυστηματικό με προληπτική, θεραπευτική δράση. Δόση εφαρμογής 1,8-2,4g/hl. Η μικρή δόση χρησιμοποιείται για προληπτικούς ψεκασμούς που πρέπει να γίνονται κάθε 14 μέρες. Σε περίπτωση προσβολής γίνεται δύο εβδομαδιαίες επεμβάσεις με τη μεγάλη δόση. Τα σκευάσματα σε υγρή μορφή εφαρμόζονται μόνο σε υπαίθριες καλλιέργειες. Συχνή εφαρμογή μπορεί να δημιουργήσει ανθεκτικά στελέχη. Τελευταίος ψεκασμός 2 μέρες πριν τη συγκομιδή.
- Θείο: Υπάρχουν διάφορες μορφές για σκόνισμα και για ψεκασμό. Δρα με ατμό. Σε υψηλές θερμοκρασίες και με ήρεμο καιρό οι μορφές που προορίζονται για σκόνισμα είναι φυτοτοξικές. Θερμοκρασία 28oC στο θερμοκήπιο καθιστά τη δόση 400g/hl για τις βρέξιμές μορφές τοξική.