Γενικά στοιχεία γαρυφαλλιάς
Η γαρυφαλλιά είναι φυτό ιθαγενές των χωρών της Μεσογείου. Η καλλιέργεια και η χρήση της είναι γνωστή στην Αρχαία Ελλάδα (Θεόφραστος 300 π.Χ). Το επιστημονικό του όνομα ΄΄Δίανθος ο καρυόφυλλος΄΄ είναι ελληνικό και σημαίνει άνθος του Διός με φύλλα με άρωμα κανέλλας. Ακόμα κι η αγγλική του ονομασία carnation προήλθε από την σύντμηση της λέξης coronation που σημαίνει στέψη επειδή οι αρχαίοι Έλληνες έστεφαν τους αθλητές με στέφανα από άνθη γαρυφαλλιάς. Η επιχειρηματική καλλιέργεια της γαρυφαλλιάς σε θερμοκήπια άρχισε στις ΗΠΑ γύρω στα μισά του 20ου αιώνα και επεκτάθηκε γρήγορα σε περιοχές όπου το οικολογικό τους περιβάλλον ευνοούσε την καλλιέργεια όπως Κολομβία, Κένυα, Μεξικό, Αυστραλία, Ισραήλ, Νότια Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, αργότερα στην Ελλάδα και τελευταία σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος όπως η Τουρκία. Στις χώρες της Νότιας Ευρώπης κι στην Ελλάδα σήμερα κατέχει την πρώτη θέση στην καλλιέργεια των κομμένων ανθέων. Η καλλιέργεια της και σε χώρες έξω από το φυσικό της περιβάλλον όπως η Ολλανδία, Αγγλία, κ.α οφείλεται στην προηγμένη τεχνολογία τους ιδιαίτερα στην παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού. Οι τύποι των θερμοκηπίων που χρησιμοποιούνται για την καλλιέργεια της γαρυφαλλιάς είναι ελαφριές ξύλινες, μεταλλικές ή μεικτές κατασκευές σχήματος πυραμίδας ή τούνελ με κάλυψη από πλαστικό πολυαιθυλένιο κι χωρίς τεχνητή θέρμανση.
Η γαρυφαλλιά χρειάζεται πολλά εργατικά γι αυτό γίνεται κυρίως σε εκμεταλλεύσεις οικογενειακής μορφής των 3-5 στρεμμάτων, ενώ είναι λίγες οι καθαρά επιχειρηματικές καλλιέργειες άνω των 10 στρεμμάτων. Η στρεμματική απόδοση στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες κυμαίνεται από 140-180 χιλιάδες γαρύφαλλα το χρόνο, ανάλογα με την παραγωγικότητα των χρησιμοποιούμενων ποικιλιών και την εφαρμοζόμενη καλλιεργητική τεχνική ενώ των υπαίθριων από 120-140 χιλιάδες. Οι φυτείες είναι μονοετείς ή διετείς και σπάνια τριετείς. Του δευτέρου κι κυρίως του τρίτου χρόνου η ποιότητα και η απόδοση μειώνεται. Η καλλιέργεια γίνεται στο έδαφος ενώ τελευταία άρχισε να καλλιεργείται κι εκτός εδάφους σε υποστρώματα (πετροβάμβακα, περλίτη, ελαφρόπετρας κ.α). Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι κατά 60-70% τύπου Standard (μονοανθή) ενώ οι υπόλοιπες τύπου Spray(πολυανθή). Τελευταία προτιμώνται ποικιλίες με πολλά μπουμπούκια στην ανθοταξία.
Από τις λοιπές χώρες παραγωγής η Κολομβία, ΗΠΑ, Ιταλία και τελευταία η Τουρκία και η Κένυα καλλιεργούν κυρίως Standard, το Ισραήλ και η Ολλανδία Spray και η Ισπανία στρέφεται τελευταία προς τα Spray. Η ζήτηση και επομένως η παραγωγή των γαρυφάλλων τύπου Spray, αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο και τούτο επειδή απαιτούν λιγότερα εργατικά, είναι πιο παραγωγικά, έχουν λεπτότερο άρωμα και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής στο βάζο.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ "Επαναχρησιμοποίηση επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων σε καλλιέργεια γαρύφαλλου", πτυχιακή εργασία της φοιτήτριας Νίκης Σταυρουλάκη, τμήμα Φυτικής Παραγωγής, Ηράκλειο 2013.