Διαθρεπτική αξία λάχανου
Οι λόγοι που θα πρέπει να μας οδηγούν στην συχνή κατανάλωση του λάχανου είναι πολλοί. Κατά πρώτον είναι ένα λαχανικό πλούσιο σε φυτοχημικές ουσίες, όπως τα θειοκυανικά, η ινδόλη-3-καρβινόλη, η λουτεΐνη, η ζεαξανθίνη και τα ισοθειοκυανικά, οι οποίες μαζί με την υψηλή περιεκτικότητά του σε βιταμίνη C, μπορούν να προστατεύσουν τον οργανισμό από τον καρκίνο του πνεύμονα, του παχέος εντέρου, του μαστού, του προστάτη και του στομάχου, με την εξουδετέρωση και αποβολή από το σώμα επιβλαβών ουσιών, όπως οι ελεύθερες ρίζες. Επίσης, συστήνεται σε άτομα που υποφέρουν από παθήσεις τους αναπνευστικού, ρευματισμούς και σε περιπτώσεις νευρικών διαταραχών. Και ενώ για χρόνια υπήρχε η εντύπωση ότι η κατανάλωση λάχανου μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, νέα δεδομένα ήρθαν για να καταρρίψουν αυτόν τον ισχυρισμό. Η σουλφοραφάνη που περιέχει, φαίνεται να προφυλάσσει και από το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, το οποίο θεωρείται η πρωταρχική αιτία εμφάνισης έλκους στο στομάχι. Ακόμη, μπορεί να βοηθήσει στην μείωση της αρτηριακής πίεσης και την χοληστερόλης, με αποτέλεσμα την προστασία του καρδιαγγειακού συστήματος. Να σημειωθεί ότι, το χρώμα του μωβ λάχανου οφείλει στις ανθοκυανίνες, που προσφέρουν υψηλότερη περιεκτικότητα σε φυτοχημικά από το πράσινο λάχανο, ενισχύοντας έτσι τα οφέλη του υπέρ της υγείας. Τα 100gr λάχανου αποδίδουν μόλις 25 θερμίδες και περιέχουν 3gr φυτικών ινών που καλύπτουν το 10% των ημερήσιων αναγκών μας. Αποτελεί πολύ καλή πηγή βιταμίνης C και βιταμίνης Κ, βιταμίνης Β6 και φυλλικού οξέος καθώς και μαγγανίου. Επίσης, είναι καλή πηγή θειαμίνης, σιδήρου, μαγνησίου, φωσφόρου, καλίου και ασβεστίου. Επιπλέον στο λάχανο συναντάμε υψηλή περιεκτικότητα ω-3 λιπαρών οξέων.[1]
Βιβλιογραφία