Εχθρός καπνού Πράσινο σκουλήκι
Τα ενήλικα έχουν μήκος 1,2 - 2cm και άνοιγμα φτερών 2,5 - 3cm. Οι πρόσθιες πτέρυγες είναι μπεζ με μια φαρδιά ταινία σκοτεινότερου χρώματος και υπάρχουν επίσης δύο χαρακτηριστικές καστανές κηλίδες. Τα πίσω φτερά έχουν χρώμα υπόλευκο με μία καστανή ζώνη κατά μήκος. Το αυγό έχει χρώμα λευκό στην αρχή και λίγο πριν την εκκόλαψη γίνεται καστανό. Είναι ημισφαιρικό και θυμίζει αρκετά το σκελετό του αχινού. Η διάμετρος του είναι γύρω στα 0,5mm. Το χρώμα των προνυμφών διαφέρει και ο τελικός χρωματισμός της φαίνεται να εξαρτάται από το είδος της τροφής της. Αμέσως μετά την εκκόλαψη της, έχει χρώμα κιτρινόλευκο με μαύρο κεφάλι. Στη συνέχεια αλλάζει χρωματισμούς και υποκαστανό έως πράσινο, ενώ το κεφάλι γίνεται καστανό. Το κεφάλι των προνυμφών είναι χαρακτηριστικά στρογγυλό και όταν ολοκληρωθεί η ανάπτυξη της φτάνει τα 4cm.
Το έντομο μεταναστεύει συνεχώς και διαχειμάζει με τη μορφή πούπας σε κελί που δημιουργεί μέσα στο έδαφος. H διαχείμαση είναι συνήθως πολύ δύσκολη και μεγάλο μέρος του πληθυσμού πεθαίνει κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Τα ενήλικά πετούν ακόμη και στο φώς. Η έξοδός αρχίζει από τις πρώτες μέρες του Μάιου και η πτήση σταματά στα τέλη Οκτωβρίου. Η δυναμική, συχνή κίνηση των ενήλικων, έχει σαν αποτέλεσμα τη γρήγορη εξάπλωση του εντόμου. Ένα θηλυκό γεννάει περισσότερα από 1000 αυγά, τα οποία εναποθέτει μεμονωμένα στις αρσενικές ταξιανθίες ή στην πάνω επιφάνεια των φύλλων. Το έντομο παρουσιάζει συνήθως τρείς γενεές. Η πρώτη αναπτύσσεται γύρω στα μέσα Ιούνιου, η δεύτερη τέλος Ιουλίου έως τις δυο πρώτες εβδομάδες του Αυγούστου και η τρίτη εμφανίζεται προς τα τέλη του Αυγούστου έως όλο το Σεπτέμβριο. Η δεύτερη γενιά είναι η πιο επικίνδυνη γιατί στη γενιά αυτή αναπτύσσονται μεγάλοι πληθυσμοί όπου προσβάλλονται σχεδόν όλα τα αναπαραγωγικά μέρη του φυτού.
Για την επιτυχή αντιμετώπιση του εντόμου είναι να διαπιστωθεί έγκαιρα η παρουσία του και το ύψος του πληθυσμού έτσι ώστε να μην γίνονται χωρίς λόγο ψεκασμοί που σκοτώνουν τους φυσικούς εχθρούς. Αντιμετωπίζεται με καλλιεργητικά μέτρα, με χημικά εντομοκτόνα ενώ τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται η αντιμετώπιση του με τη μέθοδο της παρεμπόδισης συνάντησης των δύο φύλων με φερομόνες. Η γενετική καταπολέμηση δεν έχει αποτελέσματα σε αυτό το έντομο. Έτσι οι προνύμφες μπορεί να τρέφονται από τους σκληρότερους καρπούς και τα γενετικά τροποποιημένα ΒΤ υβρίδια είναι ευπαθή σε αυτό το έντομο. Η ενδοτοξίνη του μικροβιακού σκευάσματος Bacillus thuringiensis έχει μικρή αποτελεσματικότητα ενάντια στις προνύμφες. H χημική καταπολέμηση είναι απαραίτητη και αρχίζει όταν μετά από παρατηρήσεις στις φυτείες διαπιστωθεί υψηλός βαθμός προσβολής. Ο σωστός χρόνος ψεκασμού είναι πολύ σημαντικός. Αποτελεσματικά φάρμακα για την καταπολέμηση του εντόμου είναι τα acephate, azinphosmethyl, endosulfan, fenthion, deltamethrine, fenvalerate.