Εχθρός πράσου Φυλλορήκτης
Το λεπιδόπτερο αυτό (Acrolepiopsis asectella) παρουσιάζει ιδιαίτερη προτίμηση στο πράσο, σπανιότερα στο κρεμμύδι και περιστασιακά στο σκόρδο. Οι προνύμφες αναπτύσσονται σε βάρος των φύλλων, αλλά προσβάλλουν και τους ανθοφόρους βλαστούς και τις ανθοταξίες, προκαλώντας απώλειες στους σπόρους.
Στο πράσο η προνύμφη εισχωρεί στο μεσόφυλλο του ελάσματος, όπου ορύσει μία ή περισσότερες στοές μήκους 2-5mm, παράλληλες με τις νευρώσεις και με καθοδική κατεύθυνση. Μετά από αυτή τη δράση στο τέλος της πρώτης ηλικίας εξέρχεται και διεισδύει στο κέντρο του φυτού, φθάνοντας ενίοτε στο λαιμό, όπου προκαλεί πολλές επιμήκεις διαβρώσεις. Το προσβλημένο φυτό παρουσιάζει περιορισμένη ανάπτυξη, χλωρώσεις και ξηράνσεις των φύλλων και μπορεί ακόμη και να σαπίσει αν επικρατούν συνθήκες υψηλής υγρασίας. Οι ζημιές στο πράσο είναι ιδιαίτερα σοβαρές αμέσως μετά τη μεταφύτευση, αφού τα προσβλημένα φυτά αναρρώνουν δύσκολα ή ξεραίνονται.
Διαχειμάζει ως ακμαίο, στις σχισμές των φλοιών, εντός περιστασιακών καταφυγίων που βρίσκονται στην επιφάνεια του εδάφους, ανάμεσα στα φύλλα της βάσης των φυτών ξενιστών ή στους χώρους ξήρανσης και αποθήκευσης των ταξιανθιών. Τα ακμαία ξαναρχίζουν τη δράση στα τέλη Φεβρουαρίου ή στις αρχές Μαρτίου, όταν οι μέσες θερμοκρασίες της ημέρας φθάνουν τους 12-13oC. Δραστηριοποιούνται τις νυχτερινές ώρες και όταν η μέγιστη θερμοκρασία ξεπερνάει τους 13oC τα θηλυκά εναποθέτουν περίπου 1000 ωά, μεμονωμένα, στα φύλλα, στους ανθοφόρους βλαστούς ή στη βάση της ταξιανθίας. Η εμβρυακή ανάπτυξη πραγματοποιείται σε θερμοκρασίες πάνω από 6oC και ολοκληρώνεται στους 90 ημερήσιους βαθμούς, οι οποίοι επιτυγχάνονται αθροίζοντας τις μέσες ημερήσιες τιμές θερμοκρασίας που ξεπερνούν το ελάχιστο βιολογικό όριο. Με μέσες θερμοκρασίες 8-10oC τα ωά της 1ης γενεάς εκκολάπτονται μετά από 20-30 ημέρες, ενώ το καλοκαίρι ο χρόνος επώασης δεν ξεπερνάει τις 4-6 ημέρες. Οι προνύμφες των νεαρών γενεών ολοκληρώνουν την ανάπτυξή τους σε 35-45 ημέρες, ενώ το καλοκαίρι με μέσες θερμοκρασίες 27oC αρκούν 14. Όταν ωριμάσουν βομβυκιώνονται στα εξωτερικά φύλλα ή τον ανθοφόρο βλαστό, χρυσαλλιδώνονται μετά από 5-20 ημέρες και δίνουν στη συνέχεια τα ακμαία μερικές ημέρες αργότερα.
Η αντιμετώπιση βασίζεται κυρίως σε χημικά σκευάσματα. Λόγω της μειωμένης σημασίας των δύο πρώτων γενεών η αντιμετώπιση, κατά κανόνα, αποσκοπεί στον περιορισμό της τρίτης γενεάς, η οποία επειδή συμπίπτει με τη μεταφύτευση του πράσου είναι και η πιο επικίνδυνη και επεκτείνεται και στις επόμενες γενεές. Για να είναι αποτελεσματικοί οι ψεκασμοί καλά θα είναι οι επεμβάσεις να γίνονται αμέσως μετά την εμφάνιση των ακμαίων, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ωοθεσίες πραγματοποιούνται ήδη από την επόμενη ημέρα της πτήσης και η επώαση των ωών είναι πολύ σύντομη. Λίγες ημέρες μετά την εκκόλαψη, οι προνύμφες μεταφέρονται στο εξωτερικό τμήμα του φυτού, όπου είναι δύσκολο να καταπολεμηθούν. Γι' αυτούς τους λόγους είναι πρoφανές, το πόσο σημαντικό είναι να εξακριβωθούν οι χρόνοι πτήσεων μέσω παγίδων, συνθετικής σεξουαλικής φερομόνης ή μέσω ελέγχου κάποιων προσβλημένων φυτών, τα οποία καλλιεργούνται σε κλωβούς σύλληψης. Σε συνδυασμό με τη διάρκεια των πτήσεων κρίνονται άλλωστε απαραίτητοι, κατά της ίδιας γενεάς, ακόμη και δύο ψεκασμοί σε διάστημα 10-12 ημέρες, με Bacillus thuringiensis νar. kurstαki.