Ζιζυφιά
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Η ζιζυφιά κατάγεται από την Κίνα, όπου η καλλιέργεια της παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό διαφέρον. Στις μεσογειακές χώρες διαδόθηκε στις αρχές της Χριστιανικής περιόδου. Στην Ελλάδα δεν καλλιεργείται συστηματικά, αλλά απαντά σποραδικά σε κήπους, ιδιαίτερα στα νησιά. Δεν παρουσιάζει οικονομικό διαφέρον για τη χώρα μας. Ο καρπός της χρησιμοποιείται νωπός, ή ξηρός, ή κονσερβοποιημένος. Είναι πλούσιος σε βιταμίνη C.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η ζιζυφιά ανήκει στην οικογένεια Rhamnaceae, στο γένος Zizyphus και στο είδος Zizyphus jujuba Mill. (κν. ζιζυφιά η Ινδική). Η ζιζυφιά είναι διπλοειδής (2n = 24, n = 12). Η ζιζυφιά είναι δένδρο φυλλοβόλο, μέτριου έως μεγάλου μεγέθους. Τα φύλλα είναι επιμήκη έως ωοειδή, κατ' εναλλαγή, βραχύμισχα, γυαλιστερά, πριονωτά και τρίνευρα. Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και μικτούς καρποφόρους. Η διάκριση μεταξύ ξυλοφόρων και μικτών καρποφόρων οφθαλμών (πολύ μικροί σε μέγεθος) μακροσκοπικά είναι αδύνατη. Τα άνθη είναι μικρά, πρασινοκίτρινα, ανά 2 έως 3 στη μασχάλη των φύλλων. Κάθε άνθος αποτελείται από πέντε σέπαλα, πέντε πέταλα, πέντε στήμονες και από μια δίχωρη ωοθήκη, με δυο στύλους. Ο καρπός είναι δρύπη, έχει μέτριο μέγεθος και σχήμα ωοειδές. Ο φλοιός έχει χρώμα πορτοκαλί έως κίτρινο, ή κοκκινωπό (μοιάζει με δαμάσκηνο ή ελιά). Η σάρκα είναι λευκή. Περιέχει ένα πυρήνα δίχωρο.[1]
Οι ξυλοφόροι και οι μικτοί καρποφόροι οφθαλμοί εκπτύσσονται την άνοιξη. Τα άνθη εμφανίζονται περίπου κατά το Μάϊο. Η άνθηση διαρκεί 2 έως 3 βδομάδες, αλλά άνθη εμφανίζονται σποραδικά μέχρι και τον Αύγουστο. Οι ξυλοφόροι και οι μικτοί καρποφόροι απαντούν επάκρια ή πλάγια των βλαστών. Ο ξυλοφόρος οφθαλμός, όταν εκπτυχθεί, δίνει βλάστηση επέκτασης ή πλάγια βλάστηση, ενώ ο μικτός καρποφόρος δίνει προσωρινή βλάστηση με φύλλα και άνθη στις μασχάλες των φύλλων, που εξελίσοονται σε καρπούς μετά από γονιμοποίηση τους. Η προσωρινή βλάστηση πέφτει νωρίς το χειμώνα, μετά τη συγκομιδή των καρπών. Με την πάροδο του χρόνου από τις ουλές των προσωρινών βλαστήσεων σχηματίζονται εξογκώματα, που φέρουν πλάγια μικτούς καρποφόρους οφθαλμούς και επάκρια πάντοτε ξυλοφόρο οφθαλμό. Ο επάκριος ξυλοφόρος οφθαλμός των εξογκωμάτων, όταν βρει ευνοϊκές συνθήκες, δίνει κανονική βλάστηση επέκτασης. Ήτοι η ζιζυφιά καρποφορεί από μικτούς καρποφόρους οφθαλμούς σε προσωρινή βλάστηση, πλάγια. Η ζιζυφιά μπαίνει σε αξιόλογη καρποφορία από το 4ο-5ο χρόνο της ηλικίας της. Η παραγωγική ζωή της υπολογίζεται περίπου σε 40 έως 50 χρόνια.[1]
Τρόπος καρποφορίας
Η ζιζυφιά φέρει ξυλοφόρους και μικτούς ανθοφόρους οφθαλμούς που απαντούν επάκρια ή πλάγια των βλαστών. Η διάκριση μεταξύ ξυλοφόρων και μικτών ανθοφόρων οφθαλμών, μακροσκοπικά είναι αδύνατη. Ο ξυλοφόρος οφθαλμός, εκπτυσσόμενος την άνοιξη, δίνει βλαστό με φύλλα και ξυλοφόρους ή μικτούς ανθοφόρους οφθαλμούς στις μασχάλες τους, ενώ ο μικτός ανθοφόρος οφθαλμός δίνει προσωρινή βλάστηση με φύλλα και μονήρη άνθη (ερμαφρόδιτα) στις μασχάλες τους, τα οποία, αν γονιμοποιηθούν, εξελίσσονται σε καρπούς.
Η προσωρινή βλάστηση πέφτει νωρίς το χειμώνα, μετά τη συγκομιδή των καρπών. Με την πάροδο του χρόνου από τις ουλές των προσωρινών βλαστήσεων σχηματίζονται εξογκώματα, τα οποία φέρουν στα πλάγια μικτούς ανθοφόρους οφθαλμούς και επάκρια πάντοτε ξυλοφόρο οφθαλμό. Μερικές φορές ο επάκριος ξυλοφόρος οφθαλμός δίνει βλαστό επεκτάσεως. Τα εξογκώματα αυξάνουν κάθε χρόνο σε μέγεθος, αλλά η αύξηση αυτή είναι συνήθως μικρή. Η ζιζυφιά καρποφορεί σε προσωρινή βλάστηση, πλάγια που προέρχεται από μικτούς ανθοφόρους οφθαλμούς.[2]
Κλιματικές συνθήκες
Η ζιζυφιά ευδοκιμεί σε ξηροθερμικές κλιματικές συνθήκες. Ανέχεται θερμοκρασία μέχρι 500C. Δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά, ούτε οι καρποί ωριμάζουν καλά, σε περιοχές με βραχύ καλοκαίρι, ή με μέση χαμηλή καλοκαιρινή θερμοκρασία. Έχει μικρές ανάγκες σε ψύχος για τη διακοπή του ληθάργου των οφθαλμών της (150 έως 400 ώρες κάτω από 70C). Θεωρείται μάλλον ανθεκτική στο ψύχος (μέχρι -100C).[1]
Εδαφικές συνθήκες
Η ζιζυφιά ευδοκιμεί σε διάφορα είδη εδαφών, εκτός από τα πολύ αργιλλώδη και υγρά.[1]
Επικονίαση - Γονιμοποίηση
Μερικές ποικιλίες παράγουν καρπούς με αυτογονιμοποίηση, αλλά η καρπόδεση δε θεωρείται ικανοποιητική. Οι καρποί, που παράγονται από αυτογονιμοποίηση των ανθέων συνήθως είναι μικρότεροι των κανονικών και τείνουν να πέσουν πριν ακόμα ωριμάσουν. Πιστεύεται λοιπόν ότι για μια ικανοποιητική παραγωγή η εξασφάλιση σταυρεπικονίασης, μεταξύ συμβιβαστών ποικιλιών είναι αναγκαία. Επί πλέον θα πρέπει να εξασφαλιστεί ο παράγοντας μέλισσα (μια κυψέλη ανά τέσσερα στρέμματα). Θα πρέπει να αναφέρουμε ακόμα ότι οι ανθήρες διανοίγουν συγχρόνως με το άνοιγμα των ανθέων, αλλά το στίγμα καθίσταται δεκτικό λίγο αργότερα. Επίσης αργότερα αρχίζει και το άνθος να εκκρίνει νέκταρ. Στις πρώτες 24 ώρες η καρπόδεση είναι μικρή.[1]
Πολλαπλασιασμός
Η ζιζυφιά πολλαπλασιάζεται με ενοφθαλμισμό ή υπόφλοιο εγκεντρισμό πάνω σε υποκείμενο σπορόφυτα. Οι σπόροι για να βλαστήσουν πρέπει να στρωματωθούν σε κιβώτια με κάποιο υγροσκοπικό υλικό σε θερμοκρασία περίπου 40C για δυο μήνες, πριν από τη φύτευση. Σαν πιο κατάλληλη εποχή για τον εγκεντρισμό θεωρείται η άνοιξη. Θα πρέπει όμως τα εμβόλια να έχουν αποκοπεί έγκαιρα και να έχουν διατηρηθεί κατάλληλα συσκευασμένα σε θερμοκρσασία 30C έως 40C. Ο ενοφθαλμισμός μπορεί να γίνει οποιαδήποτε εποχή (άνοιξη-καλοκαίρι, φθινόπωρο), αλλά ως πιο κατάλληλη εποχή θεωρείται το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου) και το φθινόπωρο (αρχές Σεπτεμβρίου). Πολλαπλασιάζεται όμως και αγενώς αρκετά εύκολα με παραφυάδες, μοσχεύματα ριζών και ξυλοποιημένα χειμερινά μοσχεύματα.[1]
Ποικιλίες
Οι πιο αξιόλογες ξενικές ποικιλίες είναι η Li, Lang, Sui Men και Mu-Shing-Hong, με πιο διαδομένες τις δυο πρώτες.[1]
Ασθένειες
Εχθροί
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα - Πυρηνόκαρπα - Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 1996.
- ↑ Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997