Καρπός Αννόνα
Τσεριμόγια - Annona cherimola
Η Tσεριμόγια (Annona cherimola) είναι ένα καρποφόρο είδος του γένους Annona και της οικογένειας Annonaceae. Η τσεριμόγια θεωρείται ενδημικό φυτό των Άνδεων, αν και μια εναλλακτική υποθετική πρόταση θεωρεί τόπο προέλευση της τσεριμόγιας την Κεντρική Αμερική, επειδή πολλά συγγενικά της είδη φύονται άγρια στην περιοχή αυτή. Σήμερα η cherimoya καλλιεργείται σε όλη τη Νότια Ασία, την Νότια Ευρώπη, την Βόρεια Αφρική, την Αυστραλία, την Κεντρική Αμερική και τη Νότια Αμερική, καθώς και στη Νότια Καλιφόρνια.
Η Annona cherimola είναι αρκετά πυκνό, ταχέως αναπτυσσόμενο, όρθιο, ημι-αειθαλές δέντρο, αλλά με διακλαδώσεις που ξεκινούν από το χαμηλό μέρος του κορμού και κάπως θαμνώδης ή απλωτή. Το ύψος της κυμαίνεται από 5 μέχρι 9 μέτρα και οι νέοι βραχίονές του είναι σκούρου χρώματος και τριχωτοί. Τα ελκυστικά φύλλα είναι μονά και εναλλασσόμενα, σχηματίζοντας 2 σειρές, με καταλεπτώς τριχωτούς μίσχους, από 6 έως 12,5 χιλ. περίπου ο καθένας. Στο σχήμα τους είναι ωοειδή- ελλειπτικά ή ωοειδή-λογχοειδή, και καταλήγουν με μύτη στην κορυφή. Η επάνω επιφάνειά τους είναι σκούρη πράσινη και ελαφρώς τριχωτή, με βελούδινη την κάτω πλευρά, μήκος 7,5 με 15 εκ. και πλάτος 4 με 9 εκ. Τα φύλλα έχουν σύντομη φυλλόπτωση (λίγο πριν την ανθοφορία την άνοιξη). Τα αρωματικά άνθη μονά ή σε ομάδες των 2 ή 3, με τριχωτό μίσχο κατά μήκος των κλαδιών, έχουν 3 εξωτερικά, πρασινωπά, σαρκώδη, επιμήκη και χνουδωτά πέταλα περίπου 3 εκατοστά και 3 μικρότερα εσωτερικά πέταλα ροζ.
Ο τελικός καρπός είναι κάπως κωνικός ή σε σχήμα καρδιάς, με 10-20 εκ. μήκος και μέχρι 10 εκατοστά πλάτος, με βάρος κατά μέσο όρο 150 έως 500 γραμ., αλλά επιπλέον, κάποια μεγάλα δείγματα μπορεί να ζυγίζουν 2,5 κιλά ή περισσότερο. Η φλούδα μπορεί να είναι λεία ή ελαφρώς σπυρωτή ή να καλύπτεται με κωνικές προεξοχές ή στρογγυλεμένες. Ο καρπός ανοίγει για να αποκαλύψει τη χιονέ-λευκή, χυμώδη σάρκα του, με άρωμα ευχάριστο και νόστιμη, υπόξυνη γεύση. Περιέχει πολλά σκληρά, καφέ ή μαύρα, σαν φασόλια, γυαλιστερά κουκούτσια, 1-2 εκατοστά μήκος. Ο Μαρκ Τουαίην αποκαλούσε την τσεριμόγια «το πιο νόστιμο φρούτο, γνωστό στους άνδρες». Ο καρπός είναι σαρκώδης και μαλακός, γλυκός, λευκού χρώματος, με υφή όπως το σερμπέτι, και από αυτό προκύπτει το δεύτερο όνομά της, "κρέμα μήλου". Μερικοί χαρακτηρίζουν το άρωμα σαν ένα μείγμα από μπανάνα, ανανά, παπάγια, ροδάκινο, και φράουλα. Άλλοι περιγράφουν τη γεύση σαν τσιχλόφουσκα του εμπορίου. Παρόμοια σε μέγεθος με ένα γκρέιπφρουτ, έχει μεγάλους, γυαλιστερούς, σκούρους σπόρους που απομακρύνονται εύκολα. Όταν ωριμάσει, η φλούδα είναι πράσινη και λεπτή, αφαιρείται με ελαφριά πίεση, και είναι παρόμοια με του αβοκάντο. Συχνά ψύχουν την τσεριμόγια για να τη φάνε έπειτα με το κουτάλι, κι έτσι δικαιωματικά, έχει κερδίσει το παρατσούκλι "φρούτο παγωτό".
Το όνομα προέρχεται από τη λέξη chirimuya των Quechua, που σημαίνει "κρύοι σπόροι", επειδή το φυτό αναπτύσσεται σε μεγάλο υψόμετρο και οι σπόροι του θα βλαστήσουν σε ακόμα μεγαλύτερο υψόμετρο. Στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία ο καρπός είναι κοινά γνωστός ως chirimoya, μια μίξη της σύγχρονης ονομασίας με τη λέξη των Quechua.
Η Cherimoya θεωρείται ενδημικό των εσωτερικών κοιλάδων των Άνδεων του Εκουαδόρ, της Κολομβίας και της Βολιβίας. Στη Βολιβία, ευδοκιμεί καλύτερα γύρω από το Mizque και το Ayopaya, στο Τμήμα της Κοτσαμπάμπα, και γύρω από το Luribay, το Sapahaqui και το Ρίο Abajo στο Τμήμα της Λα Παζ. Η καλλιέργειά της θα πρέπει να έχει εξαπλωθεί από την αρχαιότητα μέχρι τη Χιλή και τη Βραζιλία για να έχει εγκλιματιστεί στις ορεινές περιοχές σε όλη αυτές τις χώρες. Πολλοί συγγραφείς περιλαμβάνουν και το Περού ως κέντρο καταγωγής αλλά, άλλοι υποστηρίζουν ότι τα φρούτα ήταν άγνωστα στο Περού μέχρι που οι σπόροι στάλθηκαν από τον P. Bernabe Cobo από τη Γουατεμάλα το 1629, και ότι δεκατρία χρόνια μετά την εισαγωγή της Cherimoya σημειώθηκε η καλλιέργειά της και πωλούνταν στην αγορές της Λίμα. Η συχνή παράθεση παραστάσεων τσεριμόγιας στην αρχαία κεραμική του Περού είναι πραγματικές εικόνες του δέντρου soursop A. muricata, της αννόνας της ακανθώδους, που σπόρους έστειλε ο Cobo στο Μεξικό επίσης το 1629, και όπου αναπτύσσεται σε υψόμετρο μεταξύ 1.300 - 1.650 μέτρων (4.000 με 5.000 πόδια).
Η Cherimoya είναι υποτροπικό ή ήπια εύκρατο δέντρο και δεν κατορθώνει να επιβιώσει σε πεδινές τροπικές περιοχές. Απαιτεί μεγάλης διάρκειας ημέρες. Στην Κολομβία και τον Ισημερινό φυτρώνει σε υψόμετρο μεταξύ 1.400 - 2.000 μέτρων, όπου η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 17-20 βαθμούς. Στο Περού, το ιδανικό κλίμα για την Cherimoya βρίσκεται μεταξύ 18-25 βαθμούς το καλοκαίρι και 18-5 βαθμούς το χειμώνα. Στη Γουατεμάλα, τα εγκλιματισμένα δέντρα είναι κοινά σε υψόμετρο μεταξύ 1.200-2.500 μέτρων, αν και το δέντρο έχει καλύτερη παραγωγή μεταξύ 1.200-1.800 μέτρων και μπορεί να καλλιεργηθεί σε υψόμετρα τόσο χαμηλά όσο τα 900 μέτρα. Το δέντρο δεν μπορεί να επιβιώσει στο κρύο της Valle de Mexico στα 2.195 μέτρα. Στην Αργεντινή, τα νεαρά δέντρα τυλίγονται με ξερό χορτάρι ή λινάτσα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η Cherimoya μπορεί να ανεχθεί τους ελαφριούς παγετούς. Νεαρά δέντρα μπορούν να αντέξουν μια θερμοκρασία -3 βαθμούς C, αλλά λίγοι βαθμοί χαμηλότερα μπορεί να τραυματίσουν σοβαρά ή να νεκρώσουν ακόμα και ώριμα δέντρα. Το δέντρο προτιμά ένα μάλλον ξηρό περιβάλλον, όπως στη νότια Γουατεμάλα, όπου οι βροχοπτώσεις είναι 127 εκατοστά και υπάρχει μια μακρά περίοδος ανομβρίας. Το δέντρο θα πρέπει να προστατεύεται από τους ισχυρούς ανέμους που επεμβαίνουν σε επικονίαση και καρπόδεση.
Το δέντρο ευδοκιμεί σε όλες τις τροπικές χώρες, σε υψόμετρο από 1.300 έως 2.600 μέτρα (4.300 σε 8.500 ft). Αν και είναι ευαίσθητο στον παγετό, χρειάζεται περιόδους ψυχρής θερμοκρασίας, γιατί διαφορετικά το δέντρο θα πέσει σταδιακά σε αδράνεια. Οι αυτόχθονες κάτοικοι των Άνδεων λένε ότι, αν και η Cherimoya δεν μπορεί να αντέξει το χιόνι, μοιάζει σαν να το κοιτά από απόσταση. Είναι καλλιεργούμενο σε πολλές περιοχές της Αμερικής, από τη Χαβάη μέχρι ακόμα και την Καλιφόρνια, όπου εισήχθη το 1871. Στην περιοχή της Μεσογείου, καλλιεργείται κυρίως στη νότια Ισπανία, όπου εισήχθη πριν από το 1751, στις περιοχές Μοτρίλ, Almunecar και Malaga, και από εκεί μεταφέρθηκε στην Ιταλία και στα lsla de Madeira (Πορτογαλία), αλλά τώρα συναντάται επίσης στο Μαρόκο, την Τυνησία (μόνο στα περιβόλια του Hammamet), το Λίβανο, την Αίγυπτο, την Κύπρο και το Ισραήλ. Η πρώτη φύτευση στην Ιταλία ήταν το 1797, και εξελίχθηκε σε ευνοημένη καλλιέργεια στην επαρχία του Reggio Calabria. Καλλιεργείται επίσης στην Ταϊβάν, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα και έχουν ένα μηχανισμό για να αποφεύγεται η αυτο-επικονίαση. Τα βραχύβια άνθη ανοίγουν ως θηλυκά, και προοδευτικά εξελίσσονται στο μεταγενέστερο αρσενικό στάδιο, διαδικασία που είναι θέμα ωρών. Αυτό απαιτεί ένα ξεχωριστό επικονιαστή, που όχι μόνο να μπορεί να συλλέξει τη γύρη των λουλουδιών στο αρσενικό στάδιο, αλλά επίσης να την εναποθέσει στα λουλούδια στο θηλυκό στάδιο. Οι μελέτες των εντόμων, στον τόπο καταγωγής της τσεριμόγια, ως φυσικοί επικονιαστές του φυτού, απέβησαν άκαρπες. Υποπτεύονται ως υπεύθυνο της διαδικασίας, κάποιο είδος σκαθαριού. Συνήθως, το θηλυκό λουλούδι είναι δεκτικό στο πρώιμο στάδιο της πρώτης ημέρας, αλλά γύρη δεν παράγεται στο αρσενικό στάδιο μέχρι αργά το απόγευμα της δεύτερης ημέρας. Οι μέλισσες, για παράδειγμα, δεν είναι καλοί επικονιαστές επειδή σώμα τους είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει ανάμεσα στα σαρκώδη πέταλα του θηλυκού άνθους. Τα θηλυκά άνθη έχουν πέταλα που διαχωρίζονται μόνον εν μέρει, ενώ τα πέταλα διαχωρίζονται ευρέως όταν γίνονται αρσενικά άνθη. Έτσι, οι μέλισσες μπορούν να πάρουν γύρη από τα αρσενικά άνθη, αλλά δεν είναι σε θέση να μεταφέρουν αυτή την γύρη στα θηλυκά άνθη. Τα μικρά σκαθάρια, για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι γονιμοποιούν τη Cherimoya στη γη της καταγωγής της, είναι πολύ μικρότερα από τις μέλισσες.
Για την παραγωγή φρούτων σε περιοχές πέρα από τον τόπο καταγωγής της τσεριμόγια, οι καλλιεργητές πρέπει είτε να βασιστούν στον άνεμο που θα εξαπλώσει τη γύρη στους πυκνούς οπωρώνες ή αλλιώς να κάνουν χρήση της επικονίασης με το χέρι. Για την επικονίαση με το χέρι απαιτείται ένα πινέλο. Και εν συντομία, για να αυξηθεί η παραγωγή των φρούτων, οι παραγωγοί συλλέγουν τη γύρη από τα αρσενικά φυτά με το πινέλο, και στη συνέχεια το μεταφέρουνε στα θηλυκά άνθη αμέσως, ή αφού τη φυλάξουν στο ψυγείο για μια νύχτα. Η γύρη της Cherimoya έχει σύντομη διάρκεια ζωής, αλλά μπορεί να παραταθεί με ψύξη. [1]