Κλάδεμα Τεϊόδενδρου
Κλάδεμα διατήρησης
Στο πάνω μέρος του φυτού, κάτω από το επίπεδο συλλογής, υφίσταται συνωστισμός βλαστών και κόμβων απ' όπου νέοι βλαστοί εκπτύσσονται. Επίσης το χαμηλότερο φύλλωμα ενηλικιώνεται και χάνει τη φωτοσυνθετική του ικανότητα, ενώ τα χαμηλότερα φύλλα πέφτουν. Η παραγωγή για το λόγο αυτό μπορεί να μειωθεί. Η επίδραση αυτή εξουδετερώνεται, επιτρέποντας στο επάκριο επίπεδο του τεϊόδενδρου να αναπτύσσεται σιγά, προσθέτοντας νέα φύλλα στην κορυφή για τη διατήρηση του φυλλώματος. Τελικά το επάκριο επίπεδο καθίσταται αρκετά υψηλό και η φωτοσυνθετική ικανότητα του φυλλώματος πολύ χαμηλή. Σ' αυτό το στάδιο οι θάμνοι πρέπει να κλαδευτούν. Οι θάμνοι αποκόπτονται κατά διάμετρο σ' ένα καθορισμένο ύψος, πάνω από το βασικό σκελετό του θάμνου, αλλά σε ώριμους κλάδους. Κατά τον ίδιο χρόνο απομακρύνονται οι αδύνατοι, προσβεβλημένοι και ακατάλληλοι βλαστοί. Το κλάδεμα [1] αυτό γίνεται κάθε 1-5 χρόνια κι αυτό εξαρτάται από το ρυθμό αύξησης της βλάστησης και τις κλιματικές συνθήκες. Αυτό ονομάζεται κυκλικό κλάδεμα. Το επίπεδο του κλαδέματος γίνεται κάθε χρόνο λίγο υψηλότερα από το προηγούμενο, για να αποφευχθεί ο σχηματισμός πολλών κόμβων. Όταν η αποκοπή της κόμης γίνεται σε χαμηλότερο επίπεδο, πολύ λίγο φύλλωμα παραμένει στους βλαστούς. Αυτό ονομάζεται κλάδεμα καθαρισμού. Από τους βλαστούς που απομένουν αναπτύσσονται νέοι βλαστοί. Αυτοί κορυφολογούνται στο κατάλληλο επίπεδο, για να σχηματίσουν νέο επίπεδο συλλογής φύλλων και ο κύκλος επαναλαμβάνεται. Μερικοί βλαστοί παραμένουν άθικτοι, όταν οι υπόλοιποι αποκόπτονται. Αυτοί είναι γνωστοί ως βλαστοί πνεύμονες. Προσδίδουν κάποια σκιά στις τομές αποκοπής των βλαστών και συνεχίζουν να φωτοσυνθέτουν, πράγμα που βοηθά στην ταχεία ανάκαμψη του φυτού. Οι βλαστοί πνεύμονες απομακρύνονται, όταν αναπτυχθούν επαρκώς οι νέοι βλαστοί.
Κλάδεμα ανανέωσης
Μετά απο πολλά χρόνια, ο βασικός σκελετός γερνάει και δεν είναι δυνατόν να δεχθεί κλάδεμα διατήρησης σ' ένα αρκετά χαμηλό επίπεδο. Οι θάμνοι αποκόπτονται τότε πολύ χαμηλότερα, συνήθως στον κορμό κοντά στο λαιμό. Τότε νέοι βλαστοί εκπτύσσονται από τον κορμό και η διαδικασία, για να επανέλθει σε παραγωγή, επαναλαμβάνεται. Μερικές φορές τέτοιες επεμβάσεις μπορεί να οδηγήσουν και σε ξήρανση του θάμνου
Ελαφρό κλάδεμα
Αυτό είναι ένα ελαφρό κλάδεμα σχετικά σε υψηλό επίπεδο και κυρίως σε ανώριμους βλαστούς. Μερικές φορές γίνεται για να χαμηλώσουμε το επίπεδο συλλογής. Η ανάκαμψη είναι ταχύτερη απ' εκείνη του κλαδέματος διατήρησης.
Ανόργανα θρεπτικά στοιχεία και κλάδεμα
Η ανάκαμψη των φυτών, από το κλάδεμα, θα είναι βραδεία και ακανόνιστη αν οι θάμνοι εμφανίζουν έλλειψη θρεπτικών στοιχείων. Γι' αυτό κατά το χρόνο του κλαδέματος παρέχεται επιπρόσθετη λίπανση.
Κλαδέματα και θρέψη
Οι κλάδοι που αποκόπτονται κατά το κλάδεμα περιέχουν μεγάλες ποσότητες θρεπτικών στοιχείων. Γι' αυτό δεν θα πρέπει να απομακρύνονται από τη φυτεία. Πρέπει να παραμείνουν στη φυτεία ως εδαφικό επίστρωμα και με την αποσύνθεσή τους εμπλουτίζουν το έδαφος με θρεπτικά στοιχεία. Μερικά αποκλάδια μπορεί να χρησιμοποιηθούν και για σκίαση των θάμνων.
Το κλάδεμα σε σχέση με την είσοδο των φυτών σε παραγωγή
Όταν ο θάμνος συντμηθεί, νέοι βλαστοί θα εκπτυχθούν από τις μασχάλες των φύλλων κάτω από το σημείο της σύντμησης. Κάποιοι απ' αυτούς αυξάνουν προς τα πλάγια και αυξάνουν κατ' αυτό το τρόπο τη διάμετρο της κόμης. Τα φυτά που παράγονται σε σακούλες πολυαιθυλενίου συνήθως είναι μονοστέλεχα και σχηματίζουν ελάχιστη πλάγια βλάστηση, αν αποκοπεί ο επάκριος οφθαλμός μετά το σχηματισμό τουλάχιστον 5 φύλλων. Τα κουτσουράκια σχηματίζουν 3-6 κλάδους μετά τη φύτευσή τους στο χωράφι. Σε οποιαδήποτε περίπτωση διενεργείται διπλή σύντμηση: η δεύτερη σύντμηση γίνεται σε υψηλότερο επίπεδο από την πρώτη, για τη διατήρηση της προκαλούμενης διακλάδωσης από την πρώτη σύντμηση. Τυπικά, οι θάμνοι δέχονται τις συντμήσεις σε ύψος 20 cm και 40 cm πάνω από το έδαφος. Γι' αυτό υπάρχει καθυστέρηση περίπου 3 χρόνων μεταξύ φυτεύσεως και της πρώτης συλλογής. Μια εναλλακτική με το κλάδεμα μέθοδος είναι η κάμψη του φυτού σε οριζόντια θέση και η στερέωση αυτού με πασσάλους, που μπαίνουν στο έδαφος. Από την πάνω επιφάνεια του κυρίου βλαστού εκπτύσσονται κάθετοι βλαστοί. Οι νέοι βλαστοί αυξάνονται κατακόρυφα και θα δώσουν την πρώτη παραγωγή, όταν αποκτήσουν το κατάλληλο ύψος. Δια της μεθόδου αυτής αποφεύγεται η καθυστέρηση εισόδου σε παραγωγή, που προκαλείται από το κλάδεμα και την αναβλάστηση.
Η μείωση της εισόδου παραγωγής από τα 3 έτη στα 2 μπορεί να επιτευχθεί κατ' αυτόν τον τρόπο. Τα νεαρά φυτά πρέπει να έχουν τουλάχιστον 4 βλαστούς πριν καμφθούν. Πρέπει δε αυτοί να σχηματίζονται στο φυτώριο με αποκοπή του επάκριου οφθαλμού. Όταν ένα μονοστέλεχο φυτό καμφθεί, νέοι βλαστοί θα εκπτυχθούν καθ' όλο το μήκος αυτού, αλλά αυτοί δεν θα κατανεμηθούν συμμετρικά γύρω από το κέντρο του φυτού. Η είσοδος των φυτών σε παραγωγή μπορεί να επιτευχθεί και με κορυφολόγημα των βλαστών. Είναι δυνατόν να φέρουμε τα φυτά σε παραγωγή δια κορυφολογήσεως σε αρκετά επίπεδα αντί του κλαδέματος σε 20 cm, 30 cm και 40 cm πάνω από το επίπεδο του εδάφους, κατά διαδοχικά στάδια. Οι νέοι βλαστοί που σχηματίζονται κάτω από το κορυφολόγημα συνήθως δεν κατευθύνονται πλάγια όπως εκείνοι από μια χαμηλή κλαδευτική σύντμηση. Πολύ συχνά απομακρύνοντας τους βλαστούς με όρθια κατεύθυνση αποδυναμώνουμε τους θάμνους. Πάρα ταύτα, οι θάμνοι θα σχηματίσουν το επίπεδο συλλογής φύλλων πιο γρήγορα από οποιαδήποτε άλλη μέθοδο και κάποια παραγωγή δίνεται επί της πορείας, καθώς η απομάκρυνση του φύλλου κατά το κορυφολόγημα μπορεί να επεξεργαστεί.
Οι θάμνοι που έχουν κλαδευτεί ή καμφθεί κορυφολογούνται, όταν οι νέοι βλαστοί βρίσκονται λίγο υψηλότερα από το αρχικό επίπεδο συγκομιδής. Σκοπός είναι να σχηματιστεί το επίπεδο συλλογής φύλλων, που αποτελεί τη βάση της συγκομιδής. Κατά το κορυφολόγημα, ο σχηματισμός του επιπέδου συλλογής φύλλων είναι πιο σημαντικός από το υλικό που απομακρύνεται, το οποίο θα φέρει ποικίλο αριθμό φύλλων με τον οφθαλμό. Το υλικό αυτό μπορεί να επεξεργαστεί, αλλά αποτελεί πολύ μικρό ποσοστό της παραγωγής, που μπαίνει για επεξεργασία στο εργοστάσιο.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001.