Πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα
Γενικά
Στη μεταφυλλοξηρική αμπελουργία ο πολλαπλασιασμός της αμπέλου με μοσχεύματα απέκτησε ιδιαίτερη σημασία γιατί αποτελεί τον μοναδικό τρόπο πολλαπλασιασμού των ανθεκτικών στη ριζόβια μορφή της φυλλοξήρας αμερικάνικων ειδών και ποικιλιών, τα οποία χρησιμοποιούνται ως υποκέιμενα εμβολιασμού των ευρωπαϊκών ποικιλιών αμπέλου.
Μοσχεύματα αμπέλου είναι το τμήμα της κληματίδας που περιέχει τουλάχιστον μια βλαστητική κορυφή και που κάτω υπό κατάλληλες συνθήκες μπορεί να αναπαράγει το μητρικό φυτό. Στα μοσχεύματα αμπέλου το υπέργειο τμήμα του πρέμνου βρίσκεται σε καταβολή στους οφθαλμούς του μοσχεύματος ενώ το ριζικό σύστημα θα αναπτυχθεί μετά τη φύτευση. Η εμφάνιση και ανάπτυξη του ριζικού συστήματος στα μοσχεύματα αποτελεί περιοριστικό παράγοντα επιτυχούς εγκατάστασης αμπελώνα, δεδομένης της δυσχέρειας ριζοβόλησης των αμερικάνικων αμπέλων.
Διαδικασία ριζογένεσης και ανάπτυξης τυχαίων ριζών στα μοσχεύματα αμπέλου.
Στην άμπελο δεν είναι απαραίτητη η προΰπαρξη ριζογόνων κυττάρων ή άλλων μεριστωματικών ιστών για τη διαδικασία ριζογένεσης των μοσχευμάτων. Οι ριζικές καταβολές διαφοροποιούνται μετά τη φύτευση και η εμφάνιση των ριζών οφείλεται σε ομάδα κυττάρων που κάτω από την επίδραση εξωτερικών παραγόντων αποκτούν ικανότητα δημιουργίας νέων αρχεφύτρων. Η ριζογένεση συντελείται σε τρία στάδια. Κατά το πρώτο σχηματίζεται η ομάδα των μεριστωματικών κυττάρων, κατά το δεύτερο συντελείται η διαφοροποίηση των κυττάρων σε ριζικές καταβολές και κατά το τελευταίο στάδιο ολοκληρώνεται η ανάπτυξη και έξοδος των ριζών. Οι τυχαίες ρίζες στην άμπελο αναπτύσσονται κατά κανόνα στις νεότερες στοιβάδες της δευτερογενούς βίβλου, είναι όμως δυνατό να προέλθουν από τις εντεριώνιες ακτίνες, το κάμβιο ή και από την εντεριώνη. Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία ριζογένεσης στα μοσχεύματα αμπέλου παίζουν οι ενδογενείς αυξητικοί ρυθμιστές με κυρίαρχη την παρουσία των αυξινών σε σχέση με τις κυτοκινίνες που δρουν ως υποκινητές στην κυτταροπλασία. Κατά τη ριζογένεση φαίνεται να υπεισέρχονται, πλην των παραπάνω ενδογενών παραγόντων και άλλοι συμπληρωματικοί παράγοντες μη γνωστής σύνθεσης. Η μελέτη του φαινομένου της ριζογένεσης αποκάλυψε την ύπαρξη και αρνητικών συντελεστών, των παρεμποδιστών, οι οποίοι ποιοτικά και ποσοτικά συμβάλλουν στη διαφοροποίηση των ειδών και ποικιλιών ως προς την ευχέρεια ή δυσχέρεια ριζοβόλησης. Στα μοσχεύματα του Vitis Berlendieri εντοπίστηκαν δύο παρεμποδιστές ριζογένεσης. Κατά μια θεωρητική άποψη, πλην της αυξίνης, που οπωσδήποτε παίζει τον κύριο ρόλο, και άλλοι παράγοντες, τροφικής και ορμονικής φύσης, που προέρχονται από τους οφθαλμούς, είναι απολύτως αναγκαίοι για την εξαπόλυση του μηχανισμού ριζογένεσης. Έρευνες έδειξαν ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ της ποσότητας και ομοιομορφίας των ριζών και της εποχής λήψης των μοσχευμάτων Ο μηχανισμός ριζογένεσης ελέγχεται ουσιαστικά από τρείς παράγοντες: από ένα ειδικό που συντίθεται στους οφθαλμούς, από ένα μη ειδικό και τέλος από ένα ενζυμικής φύσης παράγοντα. Οι αυξίνες αντιδρούν παρουσία ενός οξειδωτικού ενζύμου και σχηματίζουν τη ριζοκαλίνη η οποία υποκινεί τη διαφοροποίηση και ανάπτυξη των ριζικών καταβολών. Η γνώση του μηχανισμού ριζογένεσης είναι απαραίτητη στην αμπελοφυτωριακή πράξη πολλαπλασιασμού με μοσχεύματα, ώστε να είναι οικονομικά συμφέρουσα η επέμβαση επιτάχυνσης της διαφοροποίησης των ριζικών μεριστωμάτων και η βελτίωση ποιοτικά και ποσοτικά της ριζόβολησης.
Παράγοντες που επηρεάζουν τη ριζογένεση μοσχευμάτων.
Το σύμπλοκο φαινόμενο της ριζογένεσης των μοσχευμάτων αμπέλου επηρεάζουν παράγοντες ή ομάδες παραγόντων που είναι:
- είδος και ποικιλία
Τα διάφορα είδη του γένους Vitis αλλά και οι ποικιλίες του κάθε είδους παρουσιάζουν διαφορές στην ευχέρεια ριζοβόλησης. Μεταξύ των μοσχευμάτων των αμερικανικών ειδών και ποικιλιών που χρησιμοποιούνται στην αναμπέλωση στη χώρα μας τα 41Β, 110R και 420Α ριζοβολούν δύσκολα σε αντίθεση με τα 99R, 5BB που παρουσιάζουν ευχέρεια.
- κατάσταση θρέψης του μητρικού φυτού
Τα αποτέλεσματα πολλών ερευνητικών εργασιών δείχνουν ότι η μεγάλη περιεκτικότητα των μοσχευμάτων σε υδατάνθρακες, που αποτελούν πηγή ενέργειας για τη διαδικασία της ριζογένεσης, αυξάνει την ικανότητα ριζοβόλησης, όταν μάλιστα συνδυάζεται με χαμηλή περιεκτικότητα αζωτούχων ουσιών. Μετά τη διαφοροποίηση όμως των ριζικών καταβολών η παρουσία αζώτου είναι ενισχυτική για το σχηματισμό των ριζών.
- συνθήκες περιβάλλοντος
Η θερμοκρασία, η υγρασία, η παρουσία οξυγόνου και ο φωτισμός επηρεάζουν τη ριζογένεση και την εν συνεχεία ανάπτυξη και εξάπλωση των ριζών. Η ριζογένεση και εν συνεχεία ανάπτυξη των ριζών είναι δυνατή μεταξύ 11oC και 35oC με άριστη τη θερμοκρασία των 25oC-28oC. Υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες πρέπει να αποφεύγονται διότι προκαλούν έκπτυξη των οφθαλμών νωρίτερα της διαδικασίας ριζογένεσης με αποτέλεσμα την αφυδάτωση των μοσχευμάτων. Η παρουσία οξυγόνου ευνοεί την ανάπτυξη των ριζών, ενώ αντίθετα σε ξυλοποιημένα μοσχεύματα, ο σχηματισμός των ριζών είναι μεγαλύτερος σε συνθήκες σκότους.
- ειδικά χαρακτηριστικά μοσχευμάτων
Συμπληρωματικούς παράγοντες που επιδρούν στη ριζοβόληση των μοσχευμάτων συγκεκριμένης ποικιλίας αμπελιού αποτελούν η ηλικία, το μήκος και η τοπόφυση. Από την άποψη ηλικίας, τα μοσχεύματα ενός έτους ριζοβολούν ευχερέστερα από μοσχεύματα που περιλαμβάνουν στη βάση τους ξύλο ηλικίας δύο ετών. Μεγαλύτερο πσοστό ριζοβόλησης παρουσιάζουν τα μεγαλύτερου μήκους μοσχεύματα. Την ευχέρεια επίσης ριζοβόλησης επηρεάζει το τμήμα της κληματίδας από το οποίο προέρχεται το μόσχευμα. Μοσχεύματα προερχόμενα από το μέσο της κληματίδας έχουν μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας στη ριζοβόληση στο φυτώριο σε σύγκριση με τα μοσχεύματα του βασικού τμήματος και ακόμα μεγαλύτερο από τα μοσχεύματα του ακραίου τμήματος της κληματίδας. Διαφοροποίηση στην ευχέρεια ριζοβόλησης παρουσιάζουν και οι διαφόρου τάξης κόμβοι των μοσχευμάτων αμερικάνικων ειδών και νόθων που χρησιμοποιούνται ως υποκείμενα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για τα υποκείμενα 110R και 41Β, πιο πρώιμη και ευχερέστερη είναι η ριζοβόληση των κόμβων 6, 10, 11, 12.
Διάκριση μοσχευμάτων
Τα χρησιμοποιούμενα, κατά τον αγενή πολλαπλασιασμού, μοσχεύματα των ειδών και ποικιλιών του γένους Vitis, διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με τη μορφή και τον προορισμό χρήσης. Στη συνέχεια παρατίθενται οι κυριότερες ομάδες μοσχευμάτων:
- χλωρά μοσχεύματα: λαμβάνονται από τη βλάστηση τρέχουσας περιόδου και τίθενται προς ριζοβόληση με την τεχνική της υδρονέφωσης.
- μοσχεύματα διαφοροποιημένων βλαστών: προέρχονται από κληματίδες ενός έτους και διαφέρουν ως προς το μήκος και τη διάμετρο ανάλογα με τον προορισμό χρήσης. Τα μοσχεύματα από διαφοροποιημένο βλαστό διακρίνονται σε μοσχεύματα ενός οφθαλμού και σε κανονικά μοσχεύματα των οποίων το μήκος και η διάμετρος ποικίλουν ανάλογα με την ποικιλία και τον προορισμό χρήσης. Στην αμπελοφυτωριακή πράξη χρησιμοποιούνται κατά κανόνα τα κανονικά μοσχεύματα ενώ εκείνα του ενός οφθαλμού σε ειδικές περιπτώσεις και για πειραματικούς σκοπούς.
- μοσχεύματα vinifera: προέρχονται από πρέμνα των ποικιλιών του Vitis vinifera. Πριν από την εισβολή της φυλλοξήρας στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν τα μοσχεύματα vinifera για την εγκατάσταση αμπελώνων ως μοσχεύματα ριζοβόλησης. Σήμερα τα μοσχεύματα vinifera χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη λήψη εμβολίων αφού πρακτικά ολόκληρη η χώρα θεωρείται φυλλοξηριώσα. Στη περίπτωση αυτή και προς διάκριση τα μοσχεύματα ονομάζονται εμβολιοφόρα μοσχεύματα ονομάζονται εμβολιοφόρα μοσχεύματα ή και εμβολιοφόρες κληματίδες.
- μοσχεύματα Βορειο – αμερικανικών ειδών αμπέλου και των νόθων αυτών:
Είναι γνωστά και ως ανθεκτικά στη ριζόβια μορφή της φυλλοξήρας μοσχεύματα ή και απλά υποκείμενα ακριβώς επειδή χρησιμοποιούνται ως υποκείμενα εμβολιασμού των ποικιλιών vinifera. Τα μοσχεύματα διακρίνονται με τον ειδικό προορισμό χρήσης:
- μοσχεύματα ριζοβόλησης: προέρχονται από το ανώτερο τμήμα των κληματίδων των πρέμνων των υποκειμένων και φυτεύονται στο φυτώριο προς ριζοβόληση
- μοσχεύματα εμβολιάσιμα: προκύπτουν από το μεσαίο και βασικό τμήμα των κληματίδων των υποκειμένων κατά τη διαδικασία συλλογής και τεμαχισμό των κληματίδων. Πριν τοποθετηθούν στο φυτώριο προς ριζοβόληση εμβολιάζονται με την επιθυμητή ποικιλία vinifera και υπόκεινται σε ειδική μεταχείριση για την επιτυχή συγκόληση εμβολίου – υποκειμένου.
- έρριζα απλά μοσχεύματα: προέρχονται από το φυτώριο ριζοβόλησης. Περιέχουν 2–3 καλά αναπτυγμένες κύριες ρίζες. Προορίζονται για την εγκατάσταση αμπελώνα, φύτευση στην οριστική θέση μετά την οποία δέχονται τον κατάλληλο εμβολιασμό.
- έρριζα εμβολιασμένα μοσχεύματα: αποτελούν την ολοκληρωμένη μορφή μοσχευμάτων για την εγκατάσταση παραγωγικού αμπελώνα. Είναι άτομα που αποτελούνται από το εμβόλιο, το υποκείμενο και τη ζώνη ένωσης εμβολίου – υποκειμένου. Το υποκείμενο εμφανίζει καλά ανεπτυγμένο ριζικό σύστημα.
Επιλογή πρέμνων – κοπή και τεμαχισμός μοσχευμάτων
Η επιλογή των πρέμνων για τη λήψη κληματίδων διενεργείται με τα γνωστά κριτήρια επιλογής ως η υγεία, η καλή ξυλοποίηση και η κανονική ζωηρότητα. Ως προς την υγεία θεωρείται αυτονόητος ο αποκλεισμός ιωμένων πρέμνων ή προσβεβλημένων από άλλες ασθένειες. Η καλή ξυλοποίηση συσχετίζεται με τον επαρκή εμπλουτισμό των κληματίδων με υδατάνθρακες που συνιστούν ευνοϊκό παράγοντα ριζογένεσης. Για τα εμβολιοφόρα μοσχεύματα, πρόσθετα κριτήρια επιλογής αποτελούν η ηλικία των πρέμνων (άνω των 5 ετών), το φορτίο της προηγούμενης περιόδου (μέτριο) και η εφαρμογή της καλλιεργητικής τεχνικής (λίπανση, χλωρά κλαδέματα) Ο προσδιορισμός του χρόνου κοπής των μοσχευμάτων από τα μητρικά φυτά, παίζει καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα διαδικασία ριζογένεσης και ριζοβολίας δεδομένης και της δυσκολίας ριζοβόλησης που παρουσιάζουν τα υποκείμενα. Αναφέρθηκε ήδη η κρατούσα σήμερα άποψη για τη ριζογένεση κατά την οποία ουσίες (αυξίνες) απαραίτητες για την υποκίνηση της ριζογένεσης παράγονται στα φύλλα και στους οφθαλμούς που βρίσκονται σε δραστήρια φάση. Καταλληλότερος χρόνος κοπής των κληματίδων είναι το τρίμηνο Ιανουρίου–Μαρτίου. Πρακτικά η κοπή των εμβολιοφόρων κληματίδων συμπίπτει με τη χειμερινή κλάδευση καρποφορίας. Επιδιώκεται δε να μη μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ του χρόνου κοπής και εκείνου της χρησιμοποίησης των μοσχευμάτων. Συνιστάται για την αποφυγή απώλειας υγρασίας των μοσχευμάτων η κοπή των κληματίδων να γίνεται με συννεφιασμένο – υγρό καιρό και η μεταγορά των ταχύτατα στο χώρο αποθήκευσης αυτών. Ο τεμαχισμός των κληματίδων των α.ρ.μ.φ – υποκειμένων αποτελεί το επόμενο στάδιο. Οι κληματίδες μήκους έξι και πλέον μέτρων ανάλογα με το υποκείμενο, τεμαχίζονται στα μοσχεύματα ριζοβόλησης και στα εμβολιάσιμα μοσχεύματα. Κατά τον τεμαχισμό των κληματίδων η τομή στο κάτω μέρος του μοσχεύματος γίνεται κάθετα προς τον άξονα και σε απόσταση 2–3 cm από τον τελευταίο κόμβο, η δε τομή στο άνω άκρο γίνεται με κλίση 45ο και σε απόσταση τουλάχιστον 3 cm από τον τελευταίο κόμβο.
Διατήρηση και προστασία μοσχευμάτων
Τα μοσχεύματα οδηγούνται στους χώρους διατήρησης συσκευασμένα. Τα μεν ριζοβόλησης σε δέματα των 200 τεμαχίων, τα δε εμβολιάσιμα σε 100 τεμαχίων. Η δεματοποίηση εκτελείται με χειροκίνητα μηχανήματα τα οποία με δύο ή τρία σύρματα συγκρατούν τα μοσχεύματα. Σε κάθε δέμα αναρτάται πινακίδα που δηλώνει την ποικιλία ή το υποκείμενο, τη χώρα προέλευσης, την πιστοποίηση και άλλα χρήσιμα στοιχεία. Οι διαδικασίες και συνθήκες συντήρησης έχουν σκοπό την προφύλαξη των μοσχευμάτων από την αφυδάτωση, την ασφυξία και την πρώιμη εκβλάστηση καθώς και την προστασία τους από προσβολές παρασίτων. Οι χώροι διατήρησης των μοσχευμάτων ποικίλλουν ανάλογα με την υλικοτεχνική υποδομή και το μέγεθος των αμπελοφυτωριακών μονάδων, από ένα απλό όρυγμα έως τον ψυκτικό θάλαμο μιας σύγχρονης μονάδας. Η αφυδάτωση των μοσχευμάτων αποτελεί το κύριο πρόβλημα κατά τη διατήρησή των. Η περιεκτικότητα των μοσχευμάτων σε νερό μπορεί τάχιστα να μειωθεί. Διαπιστώθηκε ότι η απώλεια νερού ανέρχεται σε 5% της αρχικής περιεκτικότητας ανά εβδομάδα και ότι απώλεια της τάξης του 15% δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην ικανότητα βλάστησης και ριζογένεσης των μοσχευμάτων. Τα μοσχεύματα κατά τη διάρκεια της διατήρησής τους, επιτελούν τη λειτουργία της αναπνοής της οποίας η ένταση είναι μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η θερμοκρασία και όσο μικρότερο το μήκος της κληματίδας. Πέραν τούτων η έκλυση CO2 μπορεί να προκαλέσει ασφυξία των μοσχευμάτων. Με τα παραπάνω δεδομένα είναι απαραίτητη η διατήρηση μοσχευμάτων μεγαλύτερου μήκους σε θερμοκρασία 1οC, σχετική υγρασία 100% και επαρκή αερισμό. Σε περιπτώσεις που η σχετική υγρασία είναι μικρότερη των 90% συνιστάται η τοποθέτηση των μοσχευμάτων σε πλαστικούς σάκκους. Στην αμπελοκομική πραξη όπου δεν είναι δυνατή η ύπαρξη ψυκτικού θαλάμου, χρησιμοποιούνται διάφοροι χώροι και μέθοδοι διατήρησης των μοσχευμάτων. Τα εμβολιάσιμα μοσχεύματα των οποίων ο χρόνος διατήρησης είναι μικρότερος εκείνου της ριζοβόλησης, τοποθετούνται σε ψυχρές συνήθως αποθήκες, οι οποίες επιτρέπουν καλό αερισμό και χαμηλή θερμοκρασία. Τα δεματοποιημένα μοσχεύματα τοποθετούνται σε στίβες και η απαραίτητη υγρασία εξασφαλίζεται με τη χρησιμοποίηση μέσων τα οποία κατά χρονικά διαστήματα διαβρέχονται. Ακόμα καλύτερη είναι η συντήρηση των μοσχευμάτων σε κιβώτια στρωμμάτωσης με υλικά ως ο περλίτης και η τύρφη. Τα μοσχεύματα ριζοβόλησης πριν από την τοποθέτησή τους στους χώρους διατήρησης (τάφροι, ορύγματα, κ.ά), εμβαπτίζονται σε νερό δεξαμενής επί αρκετό χρονικό διάστημα (1–2 εβδομάδες) για την πλήρη ενυδάτωσή τους.
Ιδιαίτερη μεταχείριση απαιτούν οι εμβολιοφόρες κληματίδες. Συνήθως στρωμματώνονται μέσα σε υλικά (τύρφη, περλίτης, πριονίδι ξύλου) σε χώρους με υψηλή σχετικά υγρασία, επαρκή αερισμό και χαμηλή θερμοκρασία. Ακόμη καλύτερη είναι η μέθοδος διατήρησης κατά την οποία οι εμβολιοφόρες κληματίδες εμβαπτίζονται επί 24ώρο σε δεξαμενή με νερό και τοποθετούνται σε πλαστικούς σάκκους με υλικό στρωμάτωσης, πριονίδια, βρύα ή τύρφη. Τα δέματα σημαίνονται κατάλληλα και τοποθετούνται σε ψυκτικούς θαλάμους σε θερμοκρασία 1oC. Κατά μια άλλη τεχνική πριν την τοποθέτησή τους στους πλαστικούς σάκκους, οι εμβολιοφόροι κληματίδες βυθίζονται κατά τα δύο άκρα τους σε λιωμένη παραφίνη για την πληρέστερη προστασία τους από αφυδάτωση.
Για την προστασία των μοσχευμάτων από τις προσβολές του μύκητα Botrytis cinerea συνιστάται πριν τη στρωμάτωση, η εμβάπτιση των σε μυκητοκτόνα διαλύματα για μια περίπου ώρα.