Προκαρυωτική ασθένεια πυρηνόκαρπων Βακτηριακό έλκος
Από τις σοβαρότερες βακτηριώσεις των πυρηνόκαρπων και προκαλεί αποξηράνσεις κλάδων και ολόκληρων δέντρων. Οι ζημιές είναι πολύ μεγαλύτερες στα νεαρά δέντρα, η αποξήρανση των οποίων μπορεί να φθάσει το 75-80% των δέντρων. Η μείωση της παραγωγής των δέντρων λόγω προσβολής καντρίων και οφθαλμών ανέρχεται στο 80%. Η ασθένεια προκαλεί αφενός μεν το σχηματισμό ελκών στους κλάδους με αποτέλεσμα ξηράνσεις οφθαλμών, κεντρίων, κλαδίσκων, κλάδων και αφ’ ετέρου κηλιδώσεις φύλλων και σπανιότερα καρπών. Ο σχηματισμός του έλκους αρχίζει σαν μία μικρή υδατώδης κηλίδα, ακανόνιστου σχήματος, γύρω από έναν οφθαλμό ή κεντρί ή μικρή πληγή, η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα παίρνει χρώμα καστανό ή καστανόμαυρο. Η προσβεβλημένη περιοχή μεγαλώνει κυρίως σε μήκος και εξελίσσεται σε εκτεταμένο έλκος με ασαφή περιφέρεια στα αρχικά στάδια. Η επιφάνεια του έλκους βυθίζεται και συχνά σχίζεται κατά μήκος στην περιφέρεια του έλκους. Από τις σχισμές βγαίνει άφθονο κόμμι το οποίο στερεοποιείται και σχηματίζει αρκετά μεγάλους όγκους γύρω από το έλκος. Εσωτερικά οι προσβεβλημένοι ιστοί στην αρχή έχουν χρώμα ανοιχτό καστανό με υδατώδη εμφάνιση. Στα φύλλα η ασθένεια προκαλεί μικρές, κυκλικές, στην αρχή υδατώδεις και αργότερα καστανές κηλίδες που περιβάλλονται συνήθως από κίτρινη ζώνη. Οι προσβεβλημένοι ιστοί νεκρώνονται και συνήθως αποχωρίζονται από τους υγιείς ιστούς και πέφτουν οπότε σχηματίζονται μικρές οπές.
Η ασθένεια οφείλεται στο βακτήριο Pseudomonas syringae pv. Morsprunorum. Στη βιολογία και οικολογία του βακτηρίου διακρίνονται δύο φάσεις. Η παρασιτική φάση, που το βακτήριο εγκαθίσταται και πολλαπλασιάζεται στους φυτικούς ιστούς όπου προκαλεί την ασθένεια και η σαπροφυτική φάση που το βακτήριο ζει επιφυτικά στο φύλλωμα των δέντρων καθ’ όλη τη βλαστική περίοδο χωρίς να προκαλεί συμπτώματα. Με υγρό και βροχερό καιρό την άνοιξη το βακτήριο εξέρχεται από τα έλκη των βλαστών ή τους προσβεβλημένους οφθαλμούς και κεντριά, παρασύρεται από το νερό της βροχής και διασπείρεται στην επιφάνεια των φύλλων. Μπαίνει από τα στομάτια μολύνει τα φύλλα και προκαλεί κηλίδωση του ελάσματος. Το φθινόπωρο με την έναρξη της βροχερής περιόδου ο επιφυτικός πληθυσμός του βακτηρίου φθάνει σε υψηλά επίπεδα και αρχίζει να προκαλεί τις μολύνσεις των κλάδων, οφθαλμών και κεντρίων. Περίοδοι συχνών βροχοπτώσεων, σχετικά χαμηλών θερμοκρασιών και ισχυροί άνεμοι είναι πολύ ευνοϊκοί παράγοντες για την ανάπτυξη και επέκταση της ασθένειας.
Τα μολύσματα διασπείρονται στα ευπαθή όργανα με τη βροχή, ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται από ισχυρό άνεμο. Η βροχή και η διατήρηση των δέντρων υγρών μερικές ώρες είναι απαραίτητοι παράγοντες για την πραγματοποίηση των μολύνσεων. Η μεγαλύτερη ευπάθεια των ιστών στις μολύνσεις παρατηρείται τον Οκτώβριο-Δεκέμβριο, αργότερα οι ιστοί γίνονται σταδιακά ανθεκτικότεροι.
Για την καταπολέμηση της ασθένειας συνιστώνται δύο ψεκασμοί το φθινόπωρο με βορδιγάλιο πολτό 1% ή οξυχλωριούχο χαλκό 0,5%. Εφόσον υπάρχει πρόβλημα κηλιδώσεως των φύλλων συνιστώνται 1-2 ψεκασμοί την άνοιξη με χαλκούχα. Αφαίρεση και καταστοφή με φωτιά των προσβεβλημένων κλάδων και κλαδίσκων. Το κλάδεμα των ΄δεντρων να γίνεται νωρίς το φθινόπωρο πριν αρχίσουν οι βροχοπτώσεις. Επίσης να αποφεύγεται η δημιουργία πληγών στα δέντρα ιδίως κατά την περίοδο που είναι ευπαθή. Χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλιών ή υποκειμένων είναι μια πολύ καλή λύση αντιμετώπισης.
Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.