T. polonicum L. (Πολωνικό σιτάρι)
Αυτή η ποικιλία [1] διακρίνεται εύκολα από τα άλλα είδη σιταριού λόγω των επιμήκων (φυλλοειδών) λεπύρων του που ξεπερνούν το μήκος του σταχυδίου. Ο στάχυς έχει μεγάλο μέγεθος και φέρει κατά κανόνα άγανα. Ο καρπός του είναι επιμήκης και ο μεγαλύτερος όλων των σιταριών. Το ενδοσπέρμιο του καρπού είναι υαλώδες. Τα φυτά είναι υψηλόσωμα, ευθυτενή και αδελφώνουν μέτρια. Όλες σχεδόν οι ποικιλίες του είναι ανοιξιάτικες. Συνήθως απαιτεί υψηλές θερμοκρασίες, όχι υπερβολική υγρασία και γόνιμο έδαφος για να αποδώσει ικανοποιητικά. Ο Percival αναφέρει 23 βοτανικές ποικιλίες. Στην ποικιλία nigrobarbatum ανήκει ο τύπος Λεβέντης που καλλιεργούνταν στην Α. Πελοπόννησο (Ηλεία), τη Ζάκυνθο και την Κρήτη (με την επωνυμία "Ρωσικός"). Είναι το πιο πρόσφατο είδος του σιταριού και παρά την ονομασία του, η καταγωγή του δε φαίνεται να έχει σχέση με την Πολωνία. Καλλιεργείται σποραδικά σε Μεσογειακές χώρες (Αλγερία, Ισπανία, κ.α. και την Αιθιοπία) για παραγωγή σιμιγδαλιού, αλλά οι αποδόσεις του είναι χαμηλότερες από του σκληρού σιταριού.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Τα σιτηρά των εύκρατων κλιμάτων", Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Καθηγητής της Γεωργίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.