Προκαρυωτικές ασθένειες μηλοειδών

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Καρκίνος

Η περισσότερο συνηθισμένη περίπτωση όγκων στα φυτά είναι η ασθένεια που είναι γνωστή με το όνομα «όγκος του λαιμού» ή καρκίνος των φυτών και οφείλεται σε στελέχη του βακτηρίου Agrobacterium tumefaciens. Οι προσβολές είναι ιδιαίτερα σοβαρές στα φυτώρια και στις νέες φυτείες. Τα προσβεβλημένα φυτά γίνονται έντονα καχεκτικά και συνήθως αποξηραίνονται.

Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ο σχηματισμός, σε διάφορα μέρη του φυτού, σχεδόν σφαιρικών όγκων διαμέτρου 0,5-25 cm. Το βάρος τέτοιων όγκων μπορεί να φτάσει τα 25 Kg. Κατά τα αρχικά στάδια οι καρκινικοί όγκοι μπορεί να συγχέονται με τον συνήθη επουλωτικό ιστό, που σχηματίζεται κατά την επούλωση των διαφόρων πληγών. Σύντομα όμως αναπτύσσονται σε μεγάλους σφαιρικούς ή ημισφαιρικούς σχηματισμούς. Η σύσταση των όγκων ποικίλει ανάλογα με την ηλικία τους και το είδος του φυτού. Γενικά οι όγκοι αποτελούνται από ανοργάνωτες μάζες παρεγχυματικού και αγγειώδους ιστού, που περιέχουν αδιαφοροποίητα κύτταρα και είναι πολυπύρηνα και διαιρούνται αμιτωτικά με μεγάλη ταχύτητα.

Οι καρκινικοί ιστοί νεκρώνονται και αποδιοργανώνονται το φθινόπωρο ή το χειμώνα. Οι αποργανούμενοι όγκοι περιέχουν συχνά διάφορους μικροοργανισμούς μέσα στους σάπιους ιστούς ή διάφορα έντομα. Στη θέση όμως των όγκων που νεκρώθηκαν σχηματίζονται νέοι όγκοι την επόμενη περίοδο κι αυτό είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των καρκινικών όγκων. Στα δέντρα και τ’ άλλα πολυετή φυτά οι όγκοι σχηματίζονται, τις περισσότερες φορές στο λαιμό και στο ριζικό σύστημα. Αντίθετα στο αμπέλι οι όγκοι σχηματίζονται συχνότερα στον κορμό, στους βραχίονες, στις κεφαλές και στις κληματίδες. Συχνά οι όγκοι σχηματίζονται στο σημείο εμβολιασμού.

Το βακτήριο επιβιώνει κυρίως στους όγκους και το έδαφος. Ακόμη μπορεί να ζήσει σαπροφυτικά μέσα στα αγγεία του ξύλου του αμπελιού και ίσως άλλων φυτών. Μεταφορά των μολυσμάτων σε μεγάλες αποστάσεις και σε αμόλυντες περιοχές γίνεται συνήθως με προσβεβλημένο πολλαπλασιαστικό υλικό. Τοπική διασπορά των βακτηρίων και μόλυνση υγιών φυτών γίνεται συνήθως με τη βροχή, το νερό ποτίσματος ή το έδαφος. Επίσης το βακτήριο διασπείρεται με τα έντομα εδάφους, τα ζώα, τον άνθρωπο καθώς και με τα εργαλεία κλαδέματος ή κατεργασίας του εδάφους. Τα κυριότερα μέτρα που λαμβάνονται εναντίον της ασθένειας είναι:

  • Η βιολογική μέθοδος αντιμετώπισης του καρκίνου των φυτών βασίζεται στη χρησιμοποίηση ενός μη παθογόνου Agrobacterium του στελέχους Κ 84. Το στέλεχος Κ 84 έχει την ιδιότητα να παράγει μια μη πρωτεϊνική βακτηριοσίνη που είναι γνωστή σαν αγροσίνη 84 και η οποία από πλευράς χημικής δομής ανήκει σε ένα νέο άθροισμα αντιβιοτικών υψηλής εξειδικεύσεως που ονομάζονται νουκλεοτιδικές βακτηριοσίνες. Η μέθοδος είναι προληπτική και για να είναι αποτελεσματική πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε δενδρύλλια ή άλλο πολ/κό υλικό που δεν είναι μολυσμένο. Εμβαπτίζουμε με επιμέλεια το φυτικό υλικό (ολόκληρο το ριζικό σύστημα των δενδρυλλίων, τα μοσχεύματα, τους σπόρους) και αμέσως μετά το φυτεύουμε, το στρωματώνουμε ή το σπέρνουμε αναλόγως. Για την αποτελεσματική εφαρμογή της μεθόδου πρέπει η εμβάπτιση των δενδρυλλίων στο βακτηριακό αιώρημα να γίνεται μέσα σε 2 ώρες από την εκρίζωσή τους από το φυτώριο αλλιώς οι πληγωμένες ρίζες πρέπει να κλαδεύονται αμέσως προ της εμβαπτίσεως.
  • Εγκατάσταση των σπορείων και φυτωρίων σε έδαφος που είναι απαλλαγμένο απ’ την ασθένεια.
  • Αποφυγή τραυματισμού των φυτών και ιδίως του ριζικού συστήματος και του λαιμού με τα εργαλεία καλλιέργειας και καταπολέμηση των εντόμων εδάφους και των νηματωδών.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς φυτικού υλικού στις νέες φυτείες
  • Τα εργαλεία εμβολιασμού και κλαδέματος να απολυμαίνονται καλά με φορμόλη ή οινόπνευμα.
  • Ικανοποιητικά αποτελέσματα στη θεραπεία των όγκων θεωρείται ότι δίνει η επάλειψή τους με το σκεύασμα Bacticin.








Βακτηριακό κάψιμο

Βακτηρικό κάψιμο της μηλιάς

Η ασθένεια των μηλοειδών, που είναι γνωστή σαν «βακτηριακό κάψιμο» αποτελεί ένα σημαντικό και με μεγάλη οικονομική σημασία πρόβλημα για τις καλλιέργειες της μηλιάς και αχλαδιάς. Η ασθένεια προσβάλλει και την κυδωνιά καθώς και πολλά είδη καλλωπιστικών και αυτοφυών δένδρων και θάμνων της υποοικογένειας Pomoidae των Rosaceae.

Το βακτηριακό κάψιμο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας το 1984 σε λίγα δένδρα αχλαδιάς ποικιλίας Passe Crassane στην περιοχή Αρκαδίας. Την άνοιξη του επομένου χρόνου η ασθένεια εμφανίσθηκε σε λίγα δέντρα απιδιάς ποικιλίας Κοντούλας στο χωριό Καραβάδος Κεφαλληνίας και σε μεγαλύτερη έκταση επίσης σε αχλαδιές τον ίδιο χρόνο, στην περιοχή Ρεθύμνου στην Κρήτη και σε μία περιοχή του νομού Καβάλας. Το 1986 η ασθένεια εμφανίστηκε και στη Μυτιλήνη (απιδιά ποικιλιών Κοντούλα, Κρυστάλλι και Αχτσές)

Μια πολύ σοβαρή και αιφνίδια επιδημία της ασθένειας παρουσιάσθηκε την άνοιξη του 1987 σε πολλά δενδροκομεία απιδιάς αλλά και μηλιάς και κυδωνιάς σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας. Η επιδημία εμφανίσθηκε αρχικά σε περιοχές του νομού Λαρίσης και στη συνέχεια στο νομό Μαγνησίας και σε αρκετούς άλλους νομούς της Ελλάδας. Πολλά δενδροκομεία αχλαδιάς που αποτελούνταν από τις ευαίσθητες ποικιλίες Passe Crassane, Κοντούλα και Santa Maria καταστράφηκαν ολοσχερώς μέσα σε μία ή δύο καλλιεργητικές περιόδους.

Προσβεβλεμένος καρπός και φύλλου από βακτηριακό κάψιμο

Τα πλέον χαρακτηριστικά συμπτώματα της αρρώστιας είναι το μαύρισμα των ταξιανθιών, των φύλλων και των βλαστών που μοιάζουν σα να έχουν ζημιωθεί με φωτιά και δικαιολογούν την κοινή ονομασία της ασθένειας κάψιμο.

Οι μολύνσεις αρχίζουν συνήθως από τα άνθη την άνοιξη. Παρουσιάζουν μια υδατώδη εμφάνιση, βαθύ πράσινο χρώμα και σύντομα γίνονται καστανά μέχρι μαύρα, μαραίνονται, συρρικνώνονται και ξεραίνονται. Πολλές φορές οι μολύνσεις αρχίζουν και από τους τρυφερούς βλαστούς. Οι προσβεβλημένοι βλαστοί μαραίνονται στην κορυφή, κάμπτονται, αρχικά είναι υδατώδεις και πράσινοι σκούροι ενώ αργότερα γίνονται καστανοί μέχρι μαύροι και ξεραίνονται. Ο φλοιός στις προσβεβλημένες περιοχές παίρνει χρώμα βαθύ πράσινο ή καστανό συχνά υδατώδους εμφανίσεως.

Με υγρό και ζεστό καιρό από τους προσβεβλημένους ιστούς βγαίνει κολλώδης βακτηριακή εξίδρωση με μορφή υπόλευκων ή κεχριμπαρένιων σταγόνων, που τρέχουν στην επιφάνεια των ανθέων, βλαστών ή κλάδων. Όταν η προσβολή εξαπλωθεί στον κορμό και τους μεγάλους βραχίονες μπορεί να προκαλέσει την ξήρανση του δένδρου ακόμη και μέσα σε μία βλαστική περίοδο. Οι προσβεβλημένοι καρποί παρουσιάζουν μια καστανή μέχρι μαύρη ξηρή σήψη, που συχνά καλύπτεται από κολλώδεις σταγόνες βακτηριακής εξίδρωσης, συρρικνώνονται, παραμένουν στο δέντρο και μουμιοποιούνται.

Η ασθένεια προκαλείται από το βακτήριο Erwinia amylovora. Έχει άριστη θερμοκρασία αναπτύξεως 25-27oC. Το παθογόνο διαχειμάζει μέσα στα έλκη των κλάδων των προσβεβλημένων καλλιεργούμενων και αυτοφυών ή καλλωπιστικών φυτών. Την άνοιξη και με υγρό καιρό, από τα έλκη βγαίνει βακτηριακό έκκριμα με μορφή παχύρρευστων σταγόνων το οποίο αποτελεί τα μολύσματα για τις πρωτογενείς προσβολές των ανθέων και των τρυφερών βλαστών κατά τη νέα βλαστική περίοδο. Η μεταφορά των μολυσμάτων στους ευπαθείς ιστούς γίνεται με τη βροχή, τον άνεμο, τα έντομα και τον άνθρωπο (τα εργαλεία καλλιέργειας). Η είσοδος των βακτηρίων στα άνθη γίνεται από τα νεκτάρια ή τα στόματα, ενώ στους τρυφερούς βλαστούς τα βακτήρια μπαίνουν από τα στόματα ή τα υδατώδη των φύλλων και από πληγές που δημιουργούνται από τον δυνατό άνεμο ή από χαλάζι ή τα έντομα.

Η μετάδοση της ασθένειας σε αμόλυντες περιοχές και χώρες γίνεται κυρίως με μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό. Η διαπίστωση της παρουσίας του παθογόνου σε φυτικό υλικό χωρίς εμφανή συμπτώματα είναι αρκετά δύσκολη και γίνεται μόνο από ειδικά εργαστήρια (μέθοδος PCR).








Βακτήριωση λόγω Pseudomonas Syringae

Η ασθένεια προκαλεί σημαντικές ζημιές στην αχλαδιά, τα εσπεριδοειδή και τα πυρηνόκαρπα. Στην αχλαδιά προκαλεί αποξηράνσεις ανθέων, ταξιανθιών, οφθαλμών και κλαδίσκων αλλά και κηλιδώσεις φύλλων και καρπών. Η ασθένεια είναι γνωστή σαν μελάνωση των ανθέων. Στα άνθη διακρίνονται δύο μορφές συμπτωμάτων:

  • Μολύνσεις από τη βάση του κάλυκα.
  • Μολύνσεις που αρχίζουν από τις εξωτερικές επιφάνειες του άνθους. Η μορφή αυτή της προσβολής είναι η πιο σοβαρή και σε αυτή ανταποκρίνεται κυρίως το όνομα «Μελάνωση».

Η ξήρανση των ανθέων και τα έλκη στους κλάδους μοιάζουν πολύ με τα αρχικά συμπτώματα που εμφανίζονται στην ασθένεια βακτηριακό κάψιμο. Η διάκριση των ασθενειών απαιτεί μεγάλη εμπειρία και γίνεται ασφαλής μόνο με εργαστηριακή εξέταση.

Στα τρυφερά φύλλα και νεαρούς καρπούς σχηματίζονται μικρές νεκρωτικές, κυκλικές κηλίδες διαμέτρου 4-5 cm και χρώματος καστανού μέχρι μαύρου. Στους καρπούς οι κηλίδες είναι ελαφρά βυθισμένες. Οι μολύνσεις των βλαστών αρχίζουν κατά το τέλος του χειμώνα με αρχές άνοιξης, συνήθως από μικρές σχισμές ή πληγές στα πτερύγια των φύλλων και από εκεί εξαπλώνονται γρήγορα δια του μίσχου, τόσο στο έλασμα του φύλλου όσο και στον κλαδίσκο. Οι προσβεβλημένοι ιστοί παίρνουν ένα χρώμα βαθύ πράσινο ελαιώδες και αργότερα ξηραινόμενοι γίνονται καστανοί μέχρι καστανόμαυροι. Στις περιπτώσεις αυτές είναι χαρακτηριστικό ότι τα προσβεβλημένα φύλλα παραμένουν ξηρά πάνω στο δέντρο για μεγάλο διάστημα. Στη βάση των μίσχων των προσβεβλημένων φύλλων συχνά παρατηρείται έκκριση κόμμεος. Στους καρπούς η ασθένεια προκαλεί το σχηματισμό κυκλικών, νεκρωτικών, βυθισμένων κηλίδων, που έχουν διάμετρο 2-12 mm, χρώμα καστανό μέχρι μαύρο και δερματώδη υφή.

Το αίτιο της ασθένειας αυτής είναι το Pseudomonas syringae pv. Έχει άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης 25-26oC, μέγιστη 35oC και ελάχιστη 10oC. Το παθογόνο δεν επιβιώνει στους προσβεβλημένους ιστούς (έλκη, άνθη, κηλίδες) κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Τα έλκη παύουν να είναι ενεργά αργά την άνοιξη με την άνοδο της θερμοκρασίας και τα βακτήρια νεκρώνονται. Έχει διαπιστωθεί πως το παθογόνο επιβιώνει σαν επίφυτο, σαπροφυτικά, στα φύλλα και τις άλλες πράσινες επιφάνειες των δέντρων χωρίς να προκαλεί αρρώστια. Στην απιδιά το παθογόνο βακτήριο διαχειμάζει ανάμεσα στα λέπια των οφθαλμών. Καθοριστικό ρόλο στην επιδημιολογία των ασθενειών παίζουν οι καιρικές συνθήκες και ιδίως η υγρασία και θερμοκρασία.

Οι πιο ευνοϊκές θερμοκρασίες για τις μολύνσεις είναι μεταξύ 12-20oC. Έχει διαπιστωθεί πως η συνεχής διαβροχή με νερό των φύλλων συντελεί κατ’ εξοχήν στην εκδήλωση επιδημιών. Ισχυροί άνεμοι με βροχή συντελούν στην εξάπλωση της ασθένειας επειδή δημιουργούνται πληγές στα πτερύγια των φύλλων και στους καρπούς από την αμοιβαία προστριβή τους και διευκολύνεται η διασπορά και είσοδος, μέσα στους ιστούς των μολυσμάτων. Επίσης η χαλαζόπτωση και οι ζημιές από παγετό συντελούν στην εκδήλωση σοβαρών επιδημιών.

Για την καταπολέμηση της βακτηρίωσης χρειάζεται:

  1. Κλάδεμα και καταστροφή με φωτιά των έντονα προσβεβλημένων βλαστών.
  2. Για τα εσπεριδοειδή συνιστώνται προληπτικοί ψεκασμοί των δένδρων με βορδιγάλιο πολτό ή με χαλκούχα με προσθήκη προσκολλητικής εξαπλωματικής ουσίας. Να γίνονται δύο ψεκασμοί, ο ένας το φθινόπωρο πριν από την έναρξη των βροχών και ο δεύτερος περί το τέλος του χειμώνα. Ψεκασμός πρέπει να γίνεται ακόμα αμέσως μετά από παγοπληξία ή χαλαζόπτωση.
  3. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας στην αχλαδιά συνιστώνται 1-2 ψεκασμοί με βορδιγάλιο πολτό ή χαλκούχα κατά την περίοδο της άνθησης.






Σκούπα της μάγισσας

Η ασθένεια είναι γνωστή και με το όνομα βλαστομανία. Προσβάλλει τη μηλιά και προκαλεί πολύ σοβαρές ζημιές γιατί μπορεί να μειώσει το μέγεθος των καρπών μέχρι περίπου 50%, το βάρος τους μέχρι 63-74% και την ποιότητα των καρπών μέχρι 100%. Ακόμα μειώνει την ευρωστία των δένδρων και τα καθιστά πολύ ευαίσθητα στο ωΐδιο.

Δέντρο προσβεβλημένο από τη Σκούπα της μάγισσας

Το περισσότερο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ο σχηματισμός, σε διάφορα μέρη της κόμης των δένδρων, «σκουποειδούς» βλαστήσεως. Αυτή προκαλείται από την πρόωρη έκπτυξη των πλαγίων οφθαλμών του ετήσιου βλαστού. Οι δευτερεύοντες λεπτοί βλαστοί που αναπτύσσονται πρόωρα σχηματίζουν με τον κύριο βλαστό γωνία μικρότερη της κανονικής. Πολλές φορές παρατηρείται έκπτυξη των κορυφαίων οφθαλμών μερικών βλαστών το φθινόπωρο και σχηματισμός ρόδακος φύλλων. Άλλα συμπτώματα της ασθένειας , είναι ότι τα φύλλα εκπτύσσονται νωρίτερα του κανονικού και είναι μικρότερα των κανονικών, ακανόνιστα οδοντωτά, έχουν κοντό μίσχο και ιδιαίτερα μεγάλα παράφυλλα. Η άνθηση καθυστερεί μερικές φορές μέχρι το καλοκαίρι. Σε μερικούς βλαστούς παρατηρείται φυλλωδία. Οι καρποί στα προσβεβλημένα δέντρα εκτός από το μικρό τους μέγεθος έχουν πτωχά γευστικά χαρακτηριστικά και λιγότερο σάκχαρο και οργανικα οξέα.

Τα παραπάνω συμπτώματα εμφανίζονται κατά τα πρώτα 2-3 χρόνια μετά τη μόλυνση των δέντρων ενώ κατά τα επόμενα έτη τα προσβεβλημένα δέντρα μπορούν να δώσουν πάλι κανονική παραγωγή και να αναλάβουν ιδιαίτερα μετά από επαρκή λίπανση.

Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τη χρησιμοποίηση προσβεβλημένου πολλαπλασιαστικού υλικού (δενδρύλλια, εμβόλια, υποκείμενα), καθώς και με διάφορα έντομα που είναι φυσικοί φορείς του παθογόνου. Αναφέρονται διάφοροι μικροτέτιγες (τζιτζικάκια) που μεταδίδουν το παθογόνο. Το παθογόνο επιβιώνει το χειμώνα στις ρίζες των ασθενών δένδρων, όπου υπάρχουν ενεργά ηθμώδη αγγεία όλο το έτος. Ο αποικισμός των εναερίων οργάνων του δέντρου γίνεται εκ νέου την άνοιξη με το σχηματισμό νέου φλοιού.

Ασφαλής διάγνωση της ασθένειας γίνεται με τη χρησιμοποίηση ανιχνευτών DNA και με την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης.Για την καταπολέμηση της ασθένειας γίνεται χρησιμοποίηση πολλαπλασιαστικού υλικού που να προέρχεται από αμόλυντες περιοχές. Καταπολέμηση των φορέων με εντομοκτόνα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.





Καχεξία της αχλαδιάς

Είναι βασικά ασθένεια της αχλαδιάς αλλά προβάλλει και την κυδωνιά. Στη χώρα μας αναφέρθηκε πρώτη φορά στην Ικαρία το 1954. Κατά τα τελευταία έτη συμπτώματα της ασθένειας έχουν παρατηρηθεί στη Βοιωτία, Θεσσαλία, Μαγνησία και στη Βόρεια Ελλάδα.

Καχεξία αχλαδιάς

Διακρίνονται δύο τύποι συμπτωμάτων που μπορούν να εμφανίσουν τα ευαίσθητα δέντρα

  • Το σύνδρομο της βαθμιαίας ή προϊούσης παρακμής.Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρατηρείται καχεκτική και βραχεία βλάστηση, παράγονται λίγα δερματώδη φύλλα που είναι μικρά, ωχροπράσινα και συχνά καρουλιάζουν προς τα πάνω. Στα αρχικά στάδια της ασθένειας παράγεται πλούσια ανθοφορία αλλά καθώς η ασθένεια εξελίσσεται τα δέντρα παράγουν λιγότερα άνθη, λιγότερους και μικρότερους καρπούς. Παρατηρείται άφθονη συσσώρευση αμύλου πάνω από το σημείο εμβολιασμού, ενώ κάτω στο αντίστοιχο μέρος του υποκειμένου λόγω νεκρώσεως υπάρχει πλήρης σχεδόν έλλειψη αμύλου και το μεγαλύτερο μέρος των απορροφητικών ριζιδίων νεκρώνεται. Τελικά τα προσβεβλημένα δέντρα ξεραίνονται.
  • Αποπληξία. Το σύνδρομο της αποπληξίας χαρακτηρίζεται από ένα απότομο μαρασμό των δέντρων και αποξήρανση μέσα σε λίγες εβδομάδες. Τα δέντρα ξεραίνονται κατά την καλοκαιρινή περίοδο, το φύλλωμα παραμένει επί των δένδρων και παίρνει καστανό χρώμα. Επίσης νέκρωση των απορροφητικών ριζιδίων. Συμπτώματα παρόμοια με αυτά που προκαλεί η ασθένεια μπορεί να οφείλονται και σε διάφορες άλλες αιτίες (π.χ. ασυμφωνία εμβολίου-υποκειμένου, κακή αποστράγγιση αγρού, τροφοπενίες, χειμωνιάτικος παγετός, ξηρασία, χαράκωμα κορμού ή ριζών από τρωκτικά κ.λπ.)

Η ασθένεια οφείλεται σε μυκόπλασμα. Το παθογόνο εγκαθίσταται στο φλοιό (ηθμοσωλήνες) του δέντρου. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται κυρίως με το έντομο Psylla pyricola και λιγότερο αποτελεσματικά με εμβολιασμό, δεν μεταδίδεται με το σπόρο. Η σοβαρότητα της προσβολής σε ένα δενδροκομείο συνδέεται με την πυκνότητα του πληθυσμού του εντόμου φορέα. Η ασθένεια προσβάλλει όλες τις ποικιλίες απιδιάς.

  1. Στην καταπολέμηση της ασθένειας συμβάλλουν τα εξής:
  2. Χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού και ανεκτικών υποκειμένων.
  3. Καταστροφή με κάψιμο των σοβαρά ασθενών δένδρων.
  4. Καταπολέμηση του φορέα Psylla pyricola με αποτελεσματικά διασυστηματικά εντομοκτόνα.
  5. Εγχύσεις διαλύματος υδροχλωρικής οξυτετρακυκλίνης (Terramycin) στον κορμό των ασθενών δένδρων, αμέσως μετά τη συγκομιδή το φθινόπωρο.
  6. Παροχή αυξημένων περιποιήσεων στα δέντρα (αυξημένη παροχή αζωτούχων λιπασμάτων, συχνότερες αρδεύσεις, αυστηρό κλάδεμα, κ.λπ.).