Ωρίμανση βύσσινων
Για τον καθορισμό του κατάλληλου βαθμού ωριμότητας των καρπών κατά τη συγκομιδή, χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα κριτήρια ωριμότητας:
Χρώμα καρπών: Οι αλλαγές του χρώματος των καρπών συνδέονται στενά με την ωριμότητα. Στις βαθύχρωμες ποικιλίες το χρώμα από ανοικτοκόκκινο γίνεται καφεκόκκινο και τελικά βαθυκόκκινο (έντονα ερυθρομέλανο) κατά την ωρίμαση. Το χρώμα, που αναπτύσσεται δε σχετίζεται με το ηλιακό φως. Οι καρποί του εσωτερικού μέρους της κόμης λαμβάνουν το ίδιο χρώμα μ' εκείνους του εξωτερικού μέρους της, που είναι εκτεθειμένοι στον ήλιο. Συνιστάται οι καρποί, που προορίζονται να μεταφερθούν σε μάκρυνες αποστάσεις να συγκομίζονται κατά το στάδιο του καφεκόκκινου χρωματισμού. Στις ανοικτόχρωμες ποικιλίες, όπως είναι τμήμα μόνον της επιφανείας τους αποκτά κόκκινο επίχρωμα και το βασικό χρώμα παραμένει εμφανές στο υπόλοιπο μέρος της επιφανείας τους. Κατά την ωρίμαση, το βασικό χρώμα μεταβάλλεται προοδευτικά από πράσινο σε ανοιχτό κίτρινο και τελικά σε χρυσοκίτρινο. Η ένταση του επιχρώματος των ποικιλιών αυτών φαίνεται να επηρεάζεται απ' το ηλιακό φως.
Διαλυτά στερεά: Η περιεκτικότητα των διαλυτών στερεών του χυμού των καρπών θεωρείται σαν ένας μέτριος δείκτης ωριμότητας. Στις ΗΠΑ το χρώμα αποτελεί τον πιο αξιόπιστο δείκτη ωριμότητας, γιατί η περιεκτικότητα των διαλυτών στερεών ποικίλλει από χρόνο σε χρόνο, από περιοχή σε περιοχή και ανάλογα με το φορτίο παραγωγής. Τα διαλυτά στερεά προσδιορίζονται εύκολα μ' ένα διαθλασίμετρο χειρός. Η ποιότητα των κερασιών δε βελτιώνεται μετά τη συγκομιδή, ούτε η περιεκτικότητα των σακχάρων αυξάνει. Η περιεκτικότητα % των διαλυτών στερεών, για να θεωρηθεί ο καρπός καλής ποιότητας, δεν είναι η ίδια για όλες τις ποικιλίες.
Συνεκτικότητα σάρκας: Η μέτρηση του βαθμού μαλακώματος της σάρκας των καρπών καθώς πλησιάζει η ωρίμαση, με ειδικό πιεσίμετρο, έδειξε ότι είναι τόσο βραδύς, που τελικά δεν αποτελεί πρακτικό τρόπο μέτρησης της ωριμότητας.
Αριθμός ημερών από την πλήρη άνθηση (καρπική περίοδος): Ο αριθμός ημερών απ' την πλήρη άνθηση μέχρι την κανονική (optimum) ωρίμαση ποικίλλει πάρα πολύ από χρόνο σε χρόνο και γι’ αυτό δεν αποτελεί αξιόπιστο κριτήριο ωριμότητας των καρπών. Το μήκος της καρπικής περιόδου επηρεάζεται βασικά απ' τη θερμοκρασία, τον όγκο της παραγωγής και την αζωτούχο λίπανση. Η ωρίμαση των καρπών της κερασιάς μπορεί να επισπεφθεί κατά 4-5 μέρες με ψεκασμό με Alar 85, σε συγκέντρωση 500-2000 ppm, δυο βδομάδες μετά την πλήρη άνθηση ή να καθυστερήσει αρκετές μέρες με ψεκασμό με γιββερελλικό οξύ, σε συγκέντρωση 10ppm τρεις βδομάδες, πριν από τη συγκομιδή. Το Alar όμως είχε και δυσμενή επίδραση στην κερασιά, όπως ελαφρά πρωίμιση της άνθησης, μείωση της ανθεκτικότητας των οφθαλμών στο ψύχος, αυξημένη καρπόπτωση και μείωση της ποιότητας των καρπών, γι’ αυτό δε συνιστάται η χρησιμοποίηση του. Επιφυλακτικοί θα πρέπει να είμαστε και στη χρησιμοποίηση του γιββερελλικού οξέως, γιατί φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των καρπών.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.