Συγκομιδή βύσσινων
Τα βύσσινα, που προορίζονται για νωπή κατανάλωση, συγκομίζονται κατά κανόνα με το χέρι, μαζί με τον ποδίσκο, συνήθως σε 1-2 χέρια. Κατά τη συλλογή οι ποδίσκοι πιάνονται κοντά στη βάση τους με τον αντίχειρα και το δείκτη του χεριού και στρέφονται αντίθετα προς τα λογχοειδή. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο να μη προκληθεί ζημιά στους ποδίσκους και στα καρποφόρα λογχοειδή. Αν οι ποδίσκοι δε ζημιωθούν κατά τη συλλογή ζαρώνουν σε βαθμό που εξαρτάται από τη θερμοκρασία και υγρασία, αλλά δε καφετιάζουν. Αν όμως οι ποδίσκοι ζημιωθούν, καφετιάζουν γρήγορα, λόγω ενζυμικής δράσης. Τα βύσσινα όμως, που προορίζονται για μεταποίηση, συγκομίζονται μηχανικά. Μ' αυτή όμως την τεχνική ο καρπός αποσπάται απ' τον ποδίσκο και υφίσταται μηχανικούς τραυματισμούς, που τον καθιστούν ευάλωτο στη σήψη. Γι’ αυτό τα βύσσινα αυτά πρέπει μέχρι να μεταφερθούν στο εργοστάσιο για μεταποίηση, να προψυχθούν με υδρόψυξη (ρίχνονται σε δεξαμενή με νερό θερμοκρασίας περίπου 10oC). Σε πειραματικό επίπεδο, το alar επισπεύδει την ανάπτυξη του χρώματος, χωρίς η σάρκα να χάνει τη συνεκτικότητα της και συντελεί σε ταυτόχρονη ωρίμανση των καρπών, το δε ethephon προάγει την αποκοπή των καρπών (ο καρπός αποσπάται εύκολα με δόνηση) και συνεπώς μειώνει και το ποσοστό των μωλωπισμένων καρπών, λόγω απαιτούμενης μικρότερης δόνησης. Το ethephon συνήθως χρησιμοποιείται σε συγκέντρωση 500ppm για τη βυσσινιά, 1-2 βδομάδες, πριν από τη συγκομιδή. Η χρησιμοποίηση τους συνιστάται με μεγάλη επιφύλαξη ακόμα και στις ΗΠΑ.
Τα βύσσινα πρέπει να συλλέγονται αν είναι δυνατόν, κατά το πιο δροσερό τμήμα της μέρας. Όταν ο καιρός είναι ζεστός, η διαπνοή των φύλλων των δένδρων είναι έντονη. Κατά τα ζεστά τμήματα της μέρας (συνήθως μετά το μεσημέρι) ο καρπός ενδέχεται να παρουσιάζει έλλειψη νερού, που κατά τη συντήρηση ή τη διάθεση εκδηλώνει έντονα συμπτώματα υποβαθμισμένης ποιότητας. Για να διατηρηθεί η σπαργή των καρπών και να μειωθεί η φθορά τους, το έδαφος του οπωρώνα πρέπει να διατηρείται υγρό κατά την περίοδο της συγκομιδής. Πρέπει να τονιστεί ότι η συρρίκνωση ή ξήρανση του ποδίσκου του καρπού προκαλεί αφυδάτωση στον καρπό, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ποιότητας και γεύσης των καρπών και την αύξηση της φθοράς.
Τα βύσσινα αμέσως μετά τη συλλογή τους πρέπει να διατηρούνται σε σκιερό μέρος και να σκεπάζονται με βρεγμένο καραβόπανο. Η χρησιμοποίηση φύλλου πολυαιθυλενίου από μόνο του δεν ενδείκνυται, αλλά χρειάζεται πρόσθετο κάλυμμα για σκίαση. Η έκθεση στον ήλιο ή στον άνεμο αυξάνει τη διαπνοή των καρπών και σμικρύνει το χρόνο διατηρήσεως τους. Οι καρποί συνιστάται να μεταφέρονται το ταχύτερο δυνατό στους αποθηκευτικούς χώρους διαλογής και συντήρησης σε φορτηγά με σύστημα ψύξης και υγρασίας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι προστατευόμενοι καρποί με κατάλληλα υλικά έχασαν 0.4-1.0% του βάρους τους, λόγω διαπνοής, ενώ οι μη προστατευόμενοι 1.8-2.1% του βάρους τους κατά την ίδια χρονική περίοδο. Τα ποσοστά όμως αυτά πρέπει να ποικίλλουν ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες, τη διάρκεια παραμονής τους στον οπωρώνα, το χρόνο μεταφοράς και τη διάρκεια αποθήκευσης, πριν από τη συσκευασία.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.