Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Αυτόχθονες φυλές προβάτων στην Ελλάδα"
(8 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Άργους]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Άργους]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Άργους|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Άργους|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Ζακύνθου]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Ζακύνθου]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Ζακύνθου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Ζακύνθου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Θράκης]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Θράκης]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Θράκης|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Θράκης|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Καλαρρύτικο]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Καλαρρύτικο]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Καλαρρύτικο|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Καλαρρύτικο|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Καραγκούνικο]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Καραγκούνικο]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Καραγκούνικο|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Καραγκούνικο|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
+ | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Κοκοβίτικη]]{{{top_heading|==}}} | ||
+ | {{:Φυλή Κοκοβίτικη|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Καρύστου]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Καρύστου]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Καρύστου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Καρύστου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Κατσικά (Ηπείρου)]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Κατσικά (Ηπείρου)]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Κατσικά (Ηπείρου)|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Κατσικά (Ηπείρου)|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Κεφαλληνίας]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Κεφαλληνίας]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Κεφαλληνίας|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Κεφαλληνίας|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Κύμης]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Κύμης]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Κύμης|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Κύμης|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
+ | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Ευδήλου Ικαρίας]]{{{top_heading|==}}} | ||
+ | {{:Φυλή Ευδήλου Ικαρίας|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
+ | |||
+ | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Αστερουσίων]]{{{top_heading|==}}} | ||
+ | {{:Φυλή Αστερουσίων|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
+ | |||
+ | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Ανωγείων (Ψηλορείτικη, Μεταξόμαλλη)]]{{{top_heading|==}}} | ||
+ | {{:Φυλή Ανωγείων (Ψηλορείτικη, Μεταξόμαλλη)|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
+ | |||
+ | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Κοζάνης]]{{{top_heading|==}}} | ||
+ | {{:Φυλή Κοζάνης|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Λέσβου]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Λέσβου]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Λέσβου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Λέσβου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Ορεινό Ηπείρου (Μπούτσικο)]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Ορεινό Ηπείρου (Μπούτσικο)]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Ορεινό Ηπείρου (Μπούτσικο)|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Ορεινό Ηπείρου (Μπούτσικο)|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Πηλίου]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Πηλίου]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Πηλίου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Πηλίου|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Σαρακατσάνικο]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Σαρακατσάνικο]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Σαρακατσάνικο|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Σαρακατσάνικο|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Σερρών]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Σερρών]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Σερρών|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Σερρών|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Σκοπέλου (Γλώσσας)]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Σκοπέλου (Γλώσσας)]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Σκοπέλου (Γλώσσας)|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Σκοπέλου (Γλώσσας)|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Σφακίων]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Σφακίων]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Σφακίων|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Σφακίων|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Φλώρινας (Πελαγονίας)]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Φλώρινας (Πελαγονίας)]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Φλώρινας (Πελαγονίας)|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Φλώρινας (Πελαγονίας)|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Φριζάρτα (Άρτας)]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Φριζάρτα (Άρτας)]]{{{top_heading|==}}} | ||
{{:Φυλή Φριζάρτα (Άρτας)|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Φυλή Φριζάρτα (Άρτας)|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Φυλή Χίου]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Φυλή Χίου]]{{{top_heading|==}}} | ||
Γραμμή 79: | Γραμμή 76: | ||
[[Category:Κατάλογος]] | [[Category:Κατάλογος]] | ||
+ | ==references== | ||
+ | {{reflist}} | ||
__NOTOC__ | __NOTOC__ |
Τελευταία αναθεώρηση της 09:51, 6 Απριλίου 2015
Φυλή Αγρινίου
Εκτρέφεται στο πεδινό τμήμα που βρίσκεται γύρω από το Αγρίνιο σε πεδινές και υγρές περιοχές όμοιες με εκείνες στις οποίες διαβιεί το πρόβατο Φριζάρτα. Σήμερα τείνει να εξαφανισθεί εξαιτίας της εισβολής άλλων φυλών προβάτων, κυρίως του Φριζάρτα Άρτας και του Καραγκούνικου, που προτιμάται από αρκετούς προβατοτρόφους της περιοχής δεδομένου ότι οι εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της περιοχής ευνοούν τις δύο αυτές φυλές.
Στην περιοχή εντοπίσθηκαν τρία ποίμνια της φυλής Αγρινίου των οποίων ο συνολικός αριθμός των προβάτων είναι περίπου 650. Σήμερα σε πολλά ποίμνια της περιοχής συναντώνται άτομα καθαρόαιμα της φυλής Αγρινίου.
Ο χρωματισμός του είναι λευκό σώμα με μελανές κηλίδες γύρω από τα μάτια οι οποίες επεκτείνονται κατά μήκος των παρεών του προσώπου. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές δεν φτάνουν στο άκρο του στόματος, το οποίο είναι λευκό όπως λευκό είναι το μέτωπο και η μύτη του ζώου. Μελανές κηλίδες υπάρχουν στα αυτιά, τα πόδια και ενίοτε στο σώμα, ολόμαυρα άτομα σπανίως συναντώνται.
Το κεφάλι του είναι τριγωνική και η μύτη του ελαφρώς κυρτή. Τα αυτιά του είναι μετρίως μεγάλα και ημικρεμάμενα. Τα πόδια είναι ψηλά (38 εκ) και ισχυρά. Το μήκος του σώματος φθάνει κατά μ.ό. τα 69 εκ. Το στήθος του δείχνει εικόνα σφριγηλού ζώου και οι διαστάσεις του είναι 29 εκ. βάθος και 18,7 εκ. πλάτος.
Η ουρά του είναι μακριά (30,8 εκ) και στενή (4,8εκ) στη βάση της. Το πλάτος της ουράς αυτού του προβάτου η οποία είναι στενότερη εκείνης του Καραγκούνικου και Κατσικά, αποτελεί την πλέον ουσιαστική διαφορά αυτών των προβάτων.
Ο μαστός είναι καλά δεμένος με τους κοιλιακούς μύες. Οι θηλές του μαστού έχουν κάθετη διαγώνιο. Τα περισσότερα αρσενικά φέρουν μεγάλα και ισχυρά κέρατα τα οποία περιλύγουν τα αυτιά τους. Τα θηλυκά δεν φέρουν κέρατα.
Η γονιμοποίηση των προβάτων γίνεται κατά τους μήνες Μάιο έως Αύγουστο, ενώ οι τοκετοί πραγματοποιούνται κατά το διάστημα Οκτωβρίου–Ιανουαρίου. Η πολυδυμία κυμαίνεται από 1,3-1,5 αρνιά σε κάθε τοκετό. Ο απογαλακτισμός των αρνιών γίνεται στην ηλικία των 40-50 ημερών με βάρος 9-11 κιλά κρέας. Η γαλακτοπαραγωγή κυμαίνεται στα 150-160Kgr σε διάστημα αρμέγματος 180-200 ημέρες.
Η συγκεκριμένη φυλή [1] θεωρείται πρόβατο μεγαλόσωμο. Έχει σωματικό βάρος 55-80 Kg για τα αρσενικά και 35-45 Kg τα θηλυκά. Ο δείκτης πολυδυμίας του κυμαίνεται στα 1,3-1,5, το σωματικό βάρος των αρνιών στη γέννηση ανέρχεται στα 4kg ενώ το σωματικό βάρος των αρνιών στον απογαλακτισμό ανέρχεται στα 9-11kg. Η συχνότητα των γεννήσεων είναι 12 μήνες. Όσο αφορά στα παραγωγικά του χαρακτηριστικά η εμπορεύσιμη γαλακτοπαραγωγή του φτάνει τα 150-160Kg, η ηλικία των αρνιών κατά τη σφαγή είναι 40-50 μέρες ενώ η εριοπαραγωγή είναι 1,1-1,6 Kg αναμικτόμαλλου μαλλιού.
Βιβλιογραφία
Φυλή Άργους
Το πρόβατο Άργους πήρε το όνομά του από την περιοχή στην οποία αρχικά εκτρεφόταν. Δηλαδή το πλούσιο σε βοσκές πεδινό τμήμα που περιβάλλει την πόλη του Άργους. Σήμερα εκτρέφεται σε περιορισμένο αριθμό. Στη περιοχή αυτή εκτρέφονται δύο κοπάδια με 100 περίπου καθαρόαιμα πρόβατα της φυλής. Αρκετά όμως πρόβατα με λίγο ή πολύ αίμα της φυλής συναντώνται και μέσα σε μερικά άλλα ανάμικτα ποίμνια. Η όλη προβατοτροφική εικόνα της περιοχής δείχνει ότι το πρόβατο της φυλής Άργους δέσποζε κάποτε εκεί. Πρίν όμως από την σχεδόν εξαφάνιση της φυλής στην περιοχή Αργολίδος αρκετά πρόβατα της φυλής μεταφέρθηκαν σε ίδια εδαφοκλιματολογική περιοχή του Νομού Μεσσηνίας, τη Μεσσήνη.
Εκεί εκτρέφονται σήμερα 5 ποίμνια με 550 περίπου πρόβατα. Το πρόβατο της φυλής Άργους δημιουργήθηκε στην περιοχή της Αργολίδος ύστερα από διασταυρώσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ ενός ντόπιου προβάτου, ενός πλατύουρου της Ανατολής και πολύ πιθανό του Χιακού πρόβατου και συνεχούς φυσικής και τεχνητής επιλογής στις συνθήκες της περιοχής.
Το πρόβατο της φυλής Άργους [1] είναι αναμικτόμαλλο με λίγες σχετικά αγανώδεις τρίχες. Μερικά άτομα ελάχιστα διαφέρουν ως προς την ποιότητα του μαλλιού τους, από τα πρόβατα των ομοιόμαλλων φυλών, γεγονός που δείχνει ότι στη δημιουργία της φυλής πιθανόν μετείχε κατά κάποιο ποσοστό και το χιώτικο πρόβατο. Η ουρά του διαφέρει όλων των άλλων Ελληνικών προβάτων. Έχει σχήμα στρογγυλό. Το μήκος της είναι 21 εκ. και το πλάτος 17εκ. Σε μερικά άτομα παρουσιάζει μικρή εκλέπτυνση στο κάτω άκρο της ενώ σε άλλα η ουρά έχει σχήμα σιγμοειδές ή και χοανοειδές.
Ο χρωματισμός του προβάτου παρουσιάζει μεγάλη ομοιομορφία με πολύ μικρές αποκλίσεις. Το σώμα του είναι λευκό με μαύρο πρόσωπο και άσπρη την κορυφή της κεφαλής. Μάλιστα ορισμένα ζώα φέρουν άσπρες κηλίδες στα αυτιά και στην κάτω γνάθο, ενώ ελάχιστα φέρουν άσπρη ρίγα κατά μήκος της μύτης. Τα πόδια είναι τελείως λευκά.
Το κεφάλι είναι μικρού μεγέθους σε σχέση με το σώμα και μάλλον τριγωνικό. Έχει ελαφρώς κυρτό επιρρίνιο και μεγάλα ημικρεμάμενα αυτιά. Οι κριοί φέρουν μεγάλα και ισχυρά κέρατα που ελίσσονται γύρω από τα αυτιά τους ενώ τα θηλυκά, σε ένα ποσοστό 60%, φέρουν ισχυρά κέρατα μικρότερα των αρσενικών σε μορφή ημικυκλίου με κλίση προς τη ράχη.
Το σώμα του Αργίτικου προβάτου έχει μήκος 65-75 εκ. και η περίμετρος του θώρακα είναι κ.μ.ο 96,8 εκ. Τα πόδια είναι αρκετά ψηλά και όχι ισχυρά. Το στήθος του είναι αρκετά βαθύ αλλά όχι ευρύ.
Ο μαστός εμφανίζεται καλά δεμένος με τους κοιλιακούς μυς, ενώ οι θηλές του με μέγεθος κ.μ.ο. 2,8 εκ. είναι οι μικρότερες όλων των ελληνικών προβάτων.
Η γονιμοποίηση των προβατίνων γίνεται κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο ενώ οι τοκετοί πραγματοποιούνται κατά το διάστημα Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου. Οι αμνάδες αρχίζουν να γονιμοποιούνται συνήθως από το πρώτο έτος της ηλικίας τους ενώ από την ηλικία των 8 μηνών εμφανίζουν κανονικούς οργασμούς. Η πολυδυμία κυμαίνεται από 1,5 έως 1,8 αρνιά σε κάθε τοκετό. Ο απογαλακτισμός των αρνιών γίνεται στην ηλικία των 30 περίπου ημερών με βάρος απογαλακτισμού 12-13 χλγ. Το πρόβατο Άργους έχει καλή παραγωγικότητα με μέση ετήσια γαλακτοπαραγωγή η οποία υπερβαίνει τα 150 λίτρα/προβατίνα σε διάστημα άμελξης 150-180 ημερών. Θεωρείται πρόβατο μεγαλόσωμο. Έχει σωματικό βάρος 70 Kg για τα αρσενικά και 59 Kg τα θηλυκά. Ο δείκτης πολυδυμίας του κυμαίνεται στα 1,5-1,8, το σωματικό βάρος των αρνιών στον απογαλακτισμό ανέρχεται στα 12-13kg. Η συχνότητα των γεννήσεων είναι 12 μήνες. Η ηλικία των αρνιών κατά τη σφαγή είναι 30-40 μέρες.
Βιβλιογραφία
Φυλή Ζακύνθου
Το πρόβατο της φυλής Ζακύνθου [1] διαφέρει σημαντικά των άλλων ελληνικών φυλών προβάτων στη σωματική διάπλαση, στο μαλλί του και στις αποδόσεις. Μοιάζει πολύ με την ιταλική φυλή Bergamasca και είναι πολύ πιθανόν οι δύο αυτές φυλές να έχουν κοινή προέλευση. Πιθανόν να εισήχθησαν πρόβατα στη Ζάκυνθο από τους Ενετούς όταν το νησί βρισκόταν υπό κατοχή τους.
Εκτρέφεται στο νησί σε 9 καθαρόαιμα ποίμνια με συνολικό αριθμό προβάτων 830 περίπου. Διάσπαρτα πρόβατα της φυλής εντελώς καθαρά ή με υψηλό ποσοστό αίματος συναντώνται σε πολλά ποίμνια του νησιού.
Το πρόβατο διαβιώνει στις ορεινές και πεδινές περιοχές του νησιού με εξαιρετικές αποδόσεις κυρίως στα πεδινά όπου οι βοσκές είναι καλύτερες των ορεινών. Θεωρείται δε ιδανικό για πεδινές περιοχές της δυτικής Ελλάδος και Πελοποννήσου.
Λόγω της υψηλής γαλακτοπαραγωγής χρειάζεται σιτηρέσιο πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία ώστε να εκδηλώσει το γενετικό δυναμικό του.
Ο χρωματισμός είναι εντελώς λευκός σε όλα τα μέρη του σώματος. Πολύ λίγα ζώα φέρουν σκοτεινόχρωμα στίγματα στο πρόσωπο και τα αυτιά. Το κεφάλι του είναι μεγάλο και ισχυρό και η μύτη πολύ κυρτή (γαμψή), ιδιαίτερα στα αρσενικά. Τα περισσότερα αρσενικά φέρουν μεγάλα και πολύ ισχυρά ελικοειδή κέρατα, ενώ οι προβατίνες είναι κατά κανόνα ακέρατες. Τα αυτιά είναι μεγάλα και κρεμάμενα. Τα πόδια είναι πολύ υψηλά, μετρίου πάχους και ισχυρά. Ο τράχηλος είναι μακρύς και λεπτός.
Ο κορμός είναι μακρύς, κυλινδρικός, καλής διάπλασης (74,7 εκ). Η ράχη του είναι ευθυτενής. Ο θώρακας είναι μέσου βάθους και εύρους με περίμετρο (100,8εκ). Η λεκάνη μάλλον επικλινής. Η ουρά του είναι πολύ μακριά στενή και σχεδόν ισοπαχύς καθ’ όλο το μήκος της. Ο Μαστός του είναι καλοφτιαγμένος και γερά δεμένος στους κοιλιακούς μυς. Οι θηλές του μαστού έχουν πλαϊνή κατεύθυνση μετρίου μεγέθους (4,0 εκ). Το άρμεγμα γίνεται εύκολο και πιθανόν να μη αντιμετωπίζονται προβλήματα όταν αυτό γίνει με μηχανή. Το μαλλί του είναι ανάμικτο και έχει τις περισσότερες τρίχες αγανώδεις, χονδρές και μακριές. Η κοιλιά, το κεφάλι, το κάτω μέρος του λαιμού και τα πόδι είναι γυμνά μαλλιού.
Είναι από τα πλέον μεγαλόσωμα πρόβατα της Χώρας μας
Η γονιμοποίηση των προβατίνων αρχίζει το τελευταίο δεκαήμερο του Μαϊου και διαρκεί εώς τις αρχές Ιουλίου. Οι τοκετοί πραγματοποιούνται συνήθως τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Το πρόβατο Ζακύνθου διακρίνεται για την πρώϊμη γενετήσια ωριμότητα. Πολλές αμνάδες μπαίνουν στη αναπαραγωγή νωρίς.
Εμφανίζουν οργασμούς στη ηλικία των οκτώ μηνών και με την συμπλήρωση 13 μηνών ζωής, τους πρώτους τοκετούς.
Ο δείκτης πολυδυμίας είναι 1,80-1,90. Τα μονόδυμα αρνιά έχουν σωματικό βάρος στη γέννησή τους 4-4,6 χλγ και σε ηλικία 60 ημερών γύρω στα 22-25 χλγ. Τα δίδυμα έχουν σωματικό βάρος 4 και 16χλγ αντίστοιχα. Γενικά το σφάγιο σε σχέση με τα άλλα Ελληνικά πρόβατα υστερεί ποιοτικά. Μυικές μάζες συγκεκριμένων κατηγοριών είναι ανεπαρκής ανεπτυγμένες και τα σφάγια μοιάζουν με εκείνα των εριφίων και των αιγών.
Η εριοπαραγωγή κυμαίνεται από 0,8-1,2 Κgr πολύ αδρού μαλλιού «σιδηρομάλλι». Αυτό αποτελείται από 60-70% από σκληρές αγανότριχες μεγάλης διαμέτρου, λείες, αλλά αλαμπούς στιλπνότητας, οι οποίες δεν βάφονται.
Η κρεατοπαραγωγή ποσοτικά δεν υστερεί από τα άλλα ελληνικά πρόβατα. Η γαλακτοπαραγωγή είναι υψηλή κ.μ.ο 225Kg. Υπάρχει όμως ανομοιομορφία στην παραγωγή μεταξύ των προβατίνων οι αποδόσεις των οποίων κυμαίνονται από 150 έως 300Kg. Οι ημέρες αρμέγματος είναι κ.μ.ο. 175 ανά γαλακτικό έτος.
Παρά τις υψηλές του αποδόσεις σε γάλα και κρέας και την αντοχή του σε αντιξοότητες δεν κατάφερε να πολλαπλασιαστεί και κινδυνεύει τώρα να εξαφανισθεί. Αυτό οφείλεται ότι τα παράγωγα που προέρχονται από διασταύρωση με άλλες φυλές και κυρίως Φριζάρτα Άρτας δίνουν μεγάλες αποδόσεις. Τα προϊόντα αυτής της διασταύρωσης δίνουν καλά αποτελέσματα στις πρώτες γαλακτικές περιόδους και ξεγελούν τους εκτροφείς όσον αφορά την συνολική παραγωγικότητα των ζώων. Συνήθως τα προϊόντα της πρώτης γενεάς μορφολογικά μοιάζουν πολύ με καθαρόαιμα ζώα φυλής Ζακύνθου και αυτό συγχέει τον εκτροφέα στην επιλογή των ζώων αναπαραγωγής με συνέπεια να μην μπορεί αυτός να εφαρμόσει κάποιο πρόγραμμα διατήρησης καθαρόαιμου ποιμνίου της φυλής εφόσον το θέλει. Το σωματικό τους βάρος ανέρχεται στα 82 Kg για τα αρσενικά και στα 75 Kg για τα θηλυκά.
Ο δείκτης πολυδυμίας του κυμαίνεται στα 1,8 με 1,9, το σωματικό βάρος των αρνιών στη γέννηση ανέρχεται στα 4-4,6 Kg, το σωματικό βάρος των αρνιών στον απογαλακτισμό ανέρχεται στα 16-25 Kg, η ηλικία των προβατίνων στον πρώτο τοκετό είναι 13 μήνες και η συχνότητα γεννήσεων είναι ανά 12μηνο. Όσο αφορά στα παραγωγικά του χαρακτηριστικά η εμπορεύσιμη γαλακτοπαραγωγή του φτάνει τα 200-230 Kg, η ηλικία των αρνιών κατά τη σφαγή είναι 40-60 μέρες, το σωματικό βάρος κατά τη σφαγή είναι 16-25 Kg ενώ η εριοπαραγωγή είναι 0,8-1,2 Kg.
Βιβλιογραφία
Φυλή Θράκης
Υπάρχει ένα ποίμνιο με 200 ζώα στο νομό Ροδόπης (στοιχεία 2009).
Τα πρόβατα της φυλής αυτής [1] είναι ομοιόμαλλα και λεπτόουρα. Πρόκειται για ζώα σχετικά μικρόσωμα. Ο δείκτης πολυδυμίας τους ανέρχεται στο 1. Tα αρνιά θηλάζουν για 3 μήνες. Όσο αφορά στη γαλακτοπαραγωγή τους αυτή ανέρχεται στα 50 kg ανά προβατίνα. Το βάρος τους κυμαίνεται στα 47 kg για το αρσενικό και στα 33 kg για το θηλυκό. Το ύψος του ακρωμίου ανέρχεται στα 63 cm για το αρσενικό και στα 56 cm για το θηλυκό.
Το κεφάλι του προβάτου της φυλής είναι επίμηκες, κωνικό με επιρρίνιο μακρύ και ευθύγραμμο. Τα αυτιά του είναι μικρά και ημιόρθια. Τα αρσενικά φέρουν ελικοειδή κέρατα, ενώ τα θηλυκά είναι ακέρατα. Τα άκρα του έχουν μικρό μήκος, αλλά είναι λεπτά και ισχυρά. Η όλη σωματική διάπλαση των ζώων της φυλής είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη για τις δύσκολες αναρριχήσεις στις βουνοπλαγιές των οροσειρών της Θράκης όπου βόσκει. Ο χρωματισμός του είναι συνήθως λευκός. Πολλά λευκά άτομα έχουν καστανές ή μαύρες κηλίδες γύρω από τους οφθαλμούς, στα αυτιά, στα άκρα και συχνά στον κορμό. Σε πολύ μικρό ποσοστό απαντώνται και άτομα εντελώς μαύρα.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Εγχώριες Φυλές Προβάτων", Εμμ. Ρογδάκης, Καθηγητής Γενικής και Ειδικής Ζωοτεχνίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Φυλή Καλαρρύτικο
Η Καλαρρύτικη φυλή προβάτου[1] εκτρέφεται στους Καλλαρύτες και το Συρράκο σε 18 ποίμνια με 6413 ζώα (στοιχεία του 2009).
Τα ποίμνια είναι μετακινούμενα (το καλοκαίρι στην οροσειρά των Τζουμέρκων και το χειμώνα σε πεδινές περιοχές της Θεσσαλίας, Τύρναβος, Βλωχός, Αμφιθέα ή του Ακτίου).
Πρόκειται για αναμικτόμαλλο και λεπτόουρα πρόβατα. Τα ζώα αυτής της φυλής έιναι μικρόσωμα, ο χρωματισμός τους είναι ομοιόμορφος (πρόκειται για λευκά ζώα με κοκκινόφαιες κηλίδες στις παρειές του προσώπου τους, γύρω από το στόμα και τα αυτιά τους). Έχουν ιδιαίτερα ευρύ στήθος.
Οι τοκετοί τους είναι πρώιμοι (συνήθως τον Οκτώβριο με Νοέμβριο). Ο δείκτης πολυδυμίας του είναι 1,3–1,4. Η γαλακτοπαραγωγή τους κυμαίνεται στα 80‐100 kg ανά προβατίνα. Το ύψος του ακρωμίου τους κυμαίνεται στα 67 cm για τα αρσενικά και στα 60 cm για τα θηλυκά. Το σωματικό τους βάρος είναι 64 kg για τα κριάρια και 45 kg για τις προβατίνες.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Αυτόχθονες φυλές αιγοπροβάτων στην Ελλάδα, Παρούσα κατάσταση, προβλήματα και προοπτικές", Ιωσήφ Μπιζέλης, Αν. Καθηγητής Γ.Π.Α.
Φυλή Καραγκούνικο
Η Καραγκούνικη φυλή [1] προβάτων εκπροσωπεί τον πεδινό τύπο της Εγχώριας φυλής. Εκτρέφεται κυρίως στο δυτικό τμήμα της Θεσσαλίας.
Ο χρωματισμός ποικίλλει σε ευρέα όρια, αφού υπάρχουν ζώα με μαύρο χρώμα, λευκά με μελανές κηλίδες στο σώμα, το πρόσωπο, τα αυτιά και τα άκρα και άλλα εντελώς λευκά.
Υπάρχουν 200.000 καθαρόαιμα ζώα της φυλής αυτής. Πρόκειται για λεπτόουρα και αναμικτόμαλλα πρόβατα. Είναι μεγαλόσωμη φυλή με ισχυρά άκρα. Έχουν κυρτό επιρρίνιο και ημικρεμάμενα αυτιά. Η ουρά τους είναι πολύ μακριά και στρογγυλή που σε μερικά ζώα αγγίζει σχεδόν το έδαφος και γενικά είναι κάπως πλατιά στη βάση τους. Τα κριάρια σε ποσοστό 50% περίπου είναι κερασφόρα. Τα κέρατά τους είναι μεγάλα, ισχυρά, ελικοειδή και συνήθως περιτυλίγουν τα αυτιά. Μικρό ποσοστό κριαριών φέρει μικρά και λεπτά μάλλον κέρατα, ενώ τα υπόλοιπα είναι ακέρατα. Οι προβατίνες κατά κανόνα είναι ακέρατες, υπάρχουν όμως και λίγες προβατίνες με μικρά κέρατα, ενώ εκείνες που φέρουν μικρά και προς τα πλάγια κατευθυνόμενα κέρατα είναι ελάχιστες. Ο μαστός τους είναι καλής διαπλάσεως και προσφύσεως. Είναι ανθεκτικό σε ακραίες θερμοκρασίες, μαστίτιδες και πυροπλασμώσεις. Είναι πρόβατο ακατάλληλο για πετρώδεις ορεινούς βοσκοτόπους. Ο συντελεστής πολυδυμίας είναι 1,36.
Η γαλακτοπαραγωγή ανέρχεται στα 190 kg περιεκτικότητας 7,4% σε λίπος. Η διάρκεια γαλακτικής περιόδου είναι 165 ημέρες. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι 220 g ανά ημέρα (115 μέρες). Πρόκειται για σφάγια καλής ποιότητας. Το βάρος των ενηλίκων είναι 80 kg για τα αρσενικά και 60 kg για τα θηλυκά. Ενώ το ύψος του ακρωμίου είναι 78 cm για τα αρσενικά και 68 cm για τα θηλυκά.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Αυτόχθονες φυλές αιγοπροβάτων στην Ελλάδα, Παρούσα κατάσταση, προβλήματα και προοπτικές", Ιωσήφ Μπιζέλης, Αν. Καθηγητής Γ.Π.Α.
Φυλή Κοκοβίτικη
Η Κοκοβίτικη φυλή εκτρέφεται στην κεντρική, ορεινή περιοχή της Πελοποννήσου στα όρια των νομών Αρκαδίας, Αχαΐας, Ηλίας και Μεσσηνίας. Η περιοχή αυτή είναι ορεινή, δύσβατη και απομακρυσμένη από τα αστικά κέντρα και τις κεντρικές οδικές αρτηρίες. ΈΛαβε το όνομά της από το χωριό Κόκοβα (Σκοτάνη) του νομού Αχαΐας. Λέγεται επίσης Ακοβίτικη από το χωριό Άκοβα (Τρόπαια) του νομού Αρκαδίας. Πολλά ποίμνια εκτρέφονται σήμερα στο χωριό Κοντοβάζαινα του νομού Αρκαδίας.
Το Κοκοβίτικο πρόβατο [1] σύμφωνα με τις πληροφορίες των προβατοτρόφων της περιοχής και των παλαιότερων ειδικών στην προβατοτροφία γεωπόνων, πρέπει να είναι παράγωγο του ορεινού προβάτου της Πελοποννήσου. Διαφοροποιήθηκε εξαιτίας των ειδικών συνθηκών εκτροφής του στις συγκεκριμένες περιοχές και διαμορφώθηκε σε έναν ιδιαίτερο τύπο προβάτου, μικρού σωματικού μεγέθους και πολύ μικρής παραγωγικότητας, αλλά με μεγάλη αντοχή σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, οι οποίες ακόμη έως σήμερα παραμένουν το ίδιο αντίξοες στην περιοχή όπου εκτρέφεται.
Η φυλή εκτρέφεται σε μικρά ποίμνια των 30 έως 70 προβατινών από εκτροφείς των οποίων η οικονομική κατάσταση και γενικά το βιοτικό επίπεδο δεν είναι πολύ υψηλό. Πρόβατα της φυλής συναντώνται και σε ποίμνια της ορεινής, κεντρικής Πελοποννήσου με ετερογενές γενετικό υλικό. Το Κοκοβίτικο πρόβατο είναι μικρόσωμο. Από τις σωματομετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε τέσσερα ποίμνια προέκυψε ότι το μέσο ύψος ακρωμίου των κριών ανέρχεται σε 63cm και των προβατινών σε 55cm, με αντίστοιχα μέσα σωματικά βάρη 56kg και 41kg. Το κεφάλι της Κοκοβίτικης φυλής είναι μικρό και κωνοειδές με πρόσωπο τριγωνικό, το οποίο λεπταίνει προς την περιοχή του στόματος. Το επιρρίνιο είναι ευθύ και τα αυτιά είναι μικρά, μάλλομ όρθια, σε μερικά άτομα είναι πολύ μικρά, ενώ σε άλλα ελλείπουν εντελώς. Τα αρσενικά φέρουν μεγάλα και ισχυρά κέρατα τα οποία περιελίσσονται γύρω από τα αυτιά, ενώ όλα τα θηλυκά είναι ακέρατα. Τα άκρα είναι πολύ μικρά 30cm περίπου και ισχυρά. Το μήκος του σώματος φθάνει κατά μέσο όρο τα 60cm, το εύρος του στήθος τα 14cm και το βάθος του τα 25cm, ενώ η περίμετρος του θώρακα είναι κατά μέσο όρο 77cm. Η ουρά είναι αρκετά μακριά, 31cm περίπου και στενή 4cm περίπου. Ο μαστός του έχει καλή διάπλαση με πολύ ισχυρή πρόσφυση. Οι θηλές έχουν διαγώνια διεύθυνση και μέσο μήκος γύρω στα 4cm.
Ο χρωματισμός της φυλής είναι λευκός στο σώμα αλλά ποικίλει στο κεφάλι. Διακρίνονται πρόβατα με εντελώς λευκό πρόσωπο, αλλά με μαύρους ή κοκκινόμαυρους δακτυλίους γύρω από τους οφθαλμούς, τα αυτιά και το στόμα, άλλα με κοκκινόμαυρα στίγματα σε όλο το πρόσωπο και τα άκρα και άλλα με κοκκινόμαυρο όλο το πρόσωπο. Σε μικρό ποσοστό συναντώνται και εντελώς κοκκινόμαυρα πρόβατα. Το μαλλί της είναι δασί, ικανό να προφυλάσσει το ζώο από το δριμύ ψύχος του χειμώνα. Μαλλί φέρει σε όλα τα μέρη του σώματος ακόμη και στην κοιλιά, τα άνω άκρα, μέρος των άκρων και την κορυφή του κεφαλιού, όπου σχηματίζει θύσανο που επεκτείνεται στο μέτωπο έως στους οφθαλμούς.
Το μέσο μέγεθος των εκτρεφόμενων ποιμνίων είναι περίπου 50 πρόβατα. Η διατροφή του στηρίζεται κταά την περίοδο που δεν υπάρχει χιόνι στις βοσκές, οι οποίες άλλοτε είναι άφθονες και άλλοτε φτωχές, καθώς και στις μικρές συνήθως ποσότητες δημητριακών και μηδικής που προσφέρονται στα ζώα κατά την εποχή των τοκετών, η οποία συμπίπτει κατά κανόνα με την περίοδο των χιονοπτώσεων. Ο σταβλισμός γίνεται σε παραδοσιακές εγκαταστάσεις, πρόχειρα κατασκευασμένες, χωρίς να πληρούν τις απαιτήσεις υγείας των ζώων. Οι τοκετοί κατά κανόνα μονόδυμοι, πραγματοποιούνται κατά την περίοδο του χειμώνα από Δεκέμβριο έως Φεβρουάριο. Τα αρνιά εκποιούνται το Πάσχα σε σωματικό βάρος γύρω στα 15kg. Οι προβατίνες αμέλγονται 2 φορές την ημέρα έως το τέλος του καλοκαιριού και παράγουν 50-60kg γάλακτος. Το γάλα χρησιμοποιείται από τους εκτροφείς για την παραγωγή τυριού φέτας.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Εγχώριες Φυλές Προβάτων", Εμμ. Ρογδάκης, Καθηγητής Γενικής και Ειδικής Ζωοτεχνίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Φυλή Καρύστου
Στην επαρχία Καρύστου εκτρέφονται περίπου 55.000 πρόβατα, από τα οποία ένα ποσοστό γύρω στο 90% ανήκει στην ομώνυμη φυλή. Τα πρόβατα Καρύστου είναι καλά προσαρμοσμένα στις δύσκολες συνθήκες της περιοχής. Οι παραγωγοί είναι ικανοποιημένοι από τις αποδόσεις τους και δεν προτίθενται, όπως δηλώνουν, να τα αντικαταστήσουν με ζώα άλλων φυλών.
Πρόκειται για πρόβατο μικρού σχετικά σωματικού μεγέθους. Tο ύψος ακρωμίου των κριών κυμαίνεται γύρω στα 64 εκ. και των προβατινών γύρω στα 59 εκ. , τα μέσα σωματικά βάρη είναι 60 κιλά για τους κριούς και 40 κιλά για τις προβατίνες.
Η κεφαλή του προβάτου Καρύστου [1] είναι μετρίου μεγέθους με κωνικό σχήμα. Το επιρρίνιο είναι ελαφρώς κυρτό στους κριούς και ευθύγραμμο στις προβατίνες. Τα αυτιά είναι πολύ ισχυρά και ημιόρθια. Τα άκρα είναι πολύ ισχυρά και έχουν μήκος γύρω στα 31 εκ. Το σώμα με ευθύγραμμα ράχη έχει μήκος γύρω στα 57 εκ. ενώ το στήθος είναι βαθύ (28 εκ.) και όχι ιδιαίτερα ευρύ (16 εκ.). Η περίμετρος του θώρακα είναι περίπου 81 εκ. Η ουρά του είναι μακριά και μάλλον πλατιά με μήκος 31 εκ. και πάχος 6 εκ. στη βάση της. Ο μαστός έχει κανονική διάπλαση, οι θηλές έχουν μάλλον οριζόντια διεύθυνση και το μήκους τους ανέρχεται λίγο πάνω από 3 εκ. Οι κριοί φέρουν μεγάλα και ισχυρά κέρατα, ελικοειδή, με διεύθυνση λίγο ή πολύ οριζόντια. Ένα μικρό ποσοστό των προβατινών φέρει επίσης κέρατα, τα οποία είναι μικρότερα και λιγότερο ισχυρά από τα κέρατα των κριών.
Οι κτηνοτρόφοι ονομάζουν «κοκκίνικα» όσα από τα πρόβατα έχουν ερυθρό χρώμα στα μη καλυπτόμενα από μαλλί μέρη του σώματος, (κεφαλή, αυτιά, κάτω κοιλιακή χώρα, τράχηλος και άκρα), και «βακρίνικα», όσα έχουν στα αντίστοιχα μέρη του σώματος μαύρο χρώμα. Περίπου το 70% των προβάτων της φυλής είναι κοκκίνικα και το 30% βακρίνικα, ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό φέρει άλλους χρωματισμούς.
Ο χρωματισμός του τριχώματος στο υπόλοιπο σώμα είναι σχεδόν σε όλα τα πρόβατα της φυλής λευκός. Η φυλή ανήκει στα αναμικτόμαλλα πρόβατα με μικρή σχετικά αναλογία αγανωδών τριχών.
Το μέσο μέγεθος των ποιμνίων ανέρχεται σε περίπου 150 πρόβατα, τα οποία σταβλίζονται σε παραδοσιακές, πρόχειρες εγκαταστάσεις.
Η διατροφή τους στηρίζεται στις βοσκές. Βόσκουν σε ενοικιαζόμενους και ιδιόκτητους ορεινούς βοσκότοπους με πτωχή βλάστηση κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους. Κατά την περίοδο του θηλασμού και το αρχικό διάστημα της άμελξης χορηγούνται συμπυκνωμένες ζωοτροφές και μηδική.
Οι προβατίνες της φυλής πραγματοποιούν στην πλειονότητά τους τον πρώτο τοκετό στην ηλικία των 18 μηνών περίπου. Οι τοκετοί των ώριμων προβατίνων αρχίζουν από το Σεπτέμβριο και τελειώνουν το Μάρτιο, με αιχμή τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Το μέσο μέγεθος των τοκετοομάδων είναι 1,1 έως 1,2 αρνιά, τα οποία απογαλακτίζονται κατά μέσο όρο στην ηλικία των 60 ημερών με σωματικά βάρη από 14 έως 16 κιλά . Οι προβατίνες αμέλγονται δύο φορές ημερησίως έως τα τέλη Ιουνίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία των παραγωγών, η μέση αμελγόμενη ποσότητα γάλακτος ανέρχεται σε 80 έως 100 κιλά. Το παραγόμενο γάλα διατίθεται στα τυροκομεία της περιοχής για την παραγωγή διαφόρων τύπων τυριών.
Βιβλιογραφία
Φυλή Κατσικά (Ηπείρου)
Η φυλή προβάτου Κατσικά [1] δημιουργήθηκε προπολεμικά στην περιοχή του Κατσικά, ενός παραλίμνιου χωριού στο Ν. Ιωαννίνων από διασταυρώσεις του ορεινού προβάτου Ηπείρου με το καραμάνικο πεδινό πρόβατο που είχε προέλευση την Κεντρική Τουρκία.
Εκτρέφεται σήμερα σε έναν αριθμό 1633 προβάτων από 5 εκτροφείς στην περιοχή του Κατσικά του Ν.Ιωαννίνων και στη μικρή Γότιστα παραποτάμια υγρή περιοχή του ορεινού τμήματος της Ηπείρου.
Η φυλή Κατσικά [2] παρουσιάζει ομοιομορφία στο χρωματισμό. Τα ζώα είναι λευκά, με μελανές κηλίδες στα αυτιά, στο στόμα, γύρω από τους οφθαλμούς και τις παρειές του προσώπου. Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται στο μέγεθος των κηλίδων και στην ύπαρξη ή όχι μελανών κηλίδων γύρω από το στόμα. Το κεφάλι του προβάτου είναι κωνοειδές, το επιρρίνιο κυρτό και τα αυτιά μάλλον μεγάλα και ημικρεμάμενα. Τα αρσενικά στο μεγαλύτερο ποσοστό φέρουν μεγάλα και ισχυρά κέρατα. Η ουρά του δεν είναι πολύ μακριά (μήκος 24 εκατοστά περίπου). Θεωρείται πρόβατο μέσης σωματικής διάπλασης. Το σωματικό βάρος των κριών είναι 69 κιλά και των προβατίνων 49 κιλά. Ο μαστός παρουσιάζει καλή πρόσφυση και οι θηλές έχουν μάλλον κάθετη προς το έδαφος κατεύθυνση με μήκος 3,5 εκ. Το ύψος του ακρωμίου στα αρσενικά είναι 68-72cm ενώ στα θηλυκά 58-62 [3].
Το μαλλί του είναι πυκνό, χωρίς σημαντική αξία με απόδοση 1,5 έως 2 κιλά ανά ζώο.
Η γονιμοποίηση των προβατίνων συνήθως αρχίζει από τα μέσα Μαΐου και διαρκεί έως το τέλος Ιουνίου και οι τοκετοί πραγματοποιούνται από τα μέσα Οκτωβρίου έως το τέλος Νοεμβρίου. Ένα ποσοστό περίπου 25-30% των προβατίνων έχουν τοκετό από Ιανουάριο έως το Μάρτιο. Η πολυδυμία κυμαίνεται από 1,0-1,6 αρνιά ανά τοκετό.
Το βάρος των αρνιών κατά τον απογαλακτισμό σε ηλικία 6 εβδομάδων είναι 12-13 κιλά. Οι αποδόσεις των προβάτων της φυλής είναι σχετικά υψηλές. Ο μέσος όρος γαλακτοπαραγωγής κυμαίνεται από 90-170 κιλά γάλακτος και η μέση διάρκεια γαλακτοπαραγωγής κυμαίνεται από 140-180 ημέρες.
Βιβλιογραφία
- ↑ Φυλή προβάτου Κατσικά
- ↑ Ιστοσελίδα Farma Deals - Αυτόχθονες φυλές αιγοπροβάτων
- ↑ ΕΘΙΑΓΕ Αυτόχθονες Φυλές Αγροτικών Ζώων
Φυλή Κεφαλληνίας
Τα πρόβατα της φυλής Κεφαλληνίας [1] εκτρέφονται στο ομώνυμο νησί σε αριθμό 35000 καθαρόαιμα ζώα. Το πρόβατο της Κεφαλληνίας λέγεται ότι προέρχεται από την Ιθάκη όπου συναντώνται λίγα πρόβατα της φυλής ακόμα και σήμερα. Παρουσιάζει πολύ μεγάλες ομοιότητες με το πρόβατο της Καρύστου και φέρει ορισμένα κοινά γνωρίσματα και με το πρόβατο Πηλίου.
Το τρίχωμα όλων σχεδόν των προβάτων της φυλής [2] έχει λευκό χρωματισμό. Είναι πρόβατο με καλή για την κατηγορία του ποιότητα μαλλιού. Όλα τα ακάλυπτα από μαλλί μέρη του σώματος όπως η κεφαλή, η κοιλιά, τα άκρα και το κάτω μέρος του τραχήλου έχουν κιτρινόφαιο χρώμα.
Η κεφαλή του είναι μετρίου μεγέθους και έχει σχήμα κωνικό. Η μύτη είναι ευθυτενής στα θηλυκά και ελαφρώς κυρτή στα αρσενικά. Και στα δύο φύλα φαίνεται η χαρακτηριστική αυλάκωση κάτω από το μέτωπο με την περιοχή του στόματος να είναι λίγο εξογκωμένη.
Τα αυτιά είναι μικρά και ημιόρθια. Τα πόδια του είναι ισχυρά και μετρίου ύψους κατάλληλα για αναρριχήσεις στις δύσκολες βουνοπλαγιές του νησιού. Τα αρσενικά έχουν μεγάλα και ισχυρά κέρατα, ελικοειδή με φόρα προς τα πλάγια. Σε ένα ποσοστό περίπου 20% φέρουν κέρατα και τα θηλυκά ζώα.
Ο μαστός είναι κανονικός και με καλή πρόσφυση στους κοιλιακούς μύες. Οι θηλές του μαστού είναι μικρές (3,1εκ.) με πλαϊνή κατεύθυνση. Οι εκτροφείς του προβάτου αυτού υποστηρίζουν πως αρμέγονται εύκολα.
Ο κύριος όγκος των τοκετών πραγματοποιείται κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Κάθε προβατίνα γεννάει κατά μέσο όρο 1,3 αρνιά ανά τοκετό και το βάρος των αρνιών μετά το θηλασμό που διαρκεί 30-40 ημέρες ανέρχεται σε 9-10 κιλά.
Το μέσο μέγεθος των εκτρεφόμενων ποιμνίων της φυλής είναι 150 περίπου πρόβατα ανά εκμετάλλευση. Οι προβατίνες παράγουν κατά μέσο όρο 140-170 κιλά γάλακτος σε κάθε γαλακτική περίοδο, με το οποίο παρασκευάζονται διάφοροι τύποι τυριών.
Η διατροφή των προβάτων όλο το χρόνο στηρίζεται στις βοσκές των ορεινών βοσκοτόπων οι οποίοι είναι μάλλον κακής ποιότητας. Κατά την περίοδο του θηλασμού και το πρώτο διάστημα του αρμέγματος χορηγούνται συμπληρωματικές ζωοτροφές.
Πρόκειται για πρόβατα [3] μετρίου μεγέθους (ζυγίζουν 58Kg τα αρσενικά και 44Kg τα θηλυκά ενώ το ύψος του ακρωμίου φτάνει τα 65cm στα αρσενικά και τα 60cm για τα θηλυκά), η μέση γαλακτοπαραγωγή ανέρχεται στα 150-180kg κι ο δείκτης πολυδυμίας τους στο 1,3.
Βιβλιογραφία
- ↑ Φυλή προβάτου Κεφαλληνίας
- ↑ Ιστοσελίδα Farma Deals - Αυτόχθονες φυλές αιγοπροβάτων
- ↑ ΕΘΙΑΓΕ Αυτόχθονες Φυλές Αγροτικών Ζώων
Φυλή Κύμης
Κοιτίδα της φυλής [1] αυτής είναι η περιοχή Κύμης στην Εύβοια όπου εκτρέφεται κατά το οικόσιτο σύστημα.
Σήμερα ο εκτρεφόμενος πληθυσμός του προβάτου είναι περίπου 882 ζώα σε 10 ποίμνια.
Η φυλή αυτή [2] λόγω του αριθμού των εκτρεφόμενων ατόμων έχει καταταχθεί στην κατηγορία "ευαίσθητη" στις προστατευόμενες από εξαφάνιση αυτόχθονες φυλές. Περιοχές που ενδείκνυται ως κατάλληλες για εκτροφή είναι όλες οι πεδινές και ημιορεινές περιοχές των χωριών της περιοχής της Κύμης.
Η πλειονότητα των προβάτων έχουν λευκό χρωματισμό σε όλο το σώμα εκτός από τα αυτιά, το στόμα και γύρω από τα μάτια που επεκτείνεται σε πολλές περιπτώσεις προς τις παρειές του προσώπου όπου είναι μεύρος ή φαιόμαυρος.
Η κεφαλή του είναι μετρίου μεγέθους και τριγωνική ενώ η μύτη του είναι ελαφρώς κυρτή και τα αυτιά του είναι μετρίου μεγέθους. Τα αρσενικά φέρουν μεγάλα και ισχυρά κέρατα ενώ τα θηλυκά σπανίως φέρουν κέρατα. Το βάρος των αρσενικών είνια κατά μέσο όρο 75 κιλά και των θηλυκών 66 κιλά. Το ύψος του ακρωμίου τους είναι 62-72cm στα αρσενικά ενώ για τα θηλυκά είναι 65-68cm. [3] Ο μαστός τους είναι μάλλον χαλαρός και με όχι ιδιαίτερα καλή πρόσφυση με τους κοιλιακούς μύες ενώ οι θηλές είναι πλαϊνές αφήνοντας ένα μικρό σακούλιασμα προς το κάτω μέρος.
Οι τοκετοί είναι διασπαρμένοι από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάρτιο με μεγαλύτερη συγκέντρωση τους μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο Ο δείκτης πολυδυμίας είναι 1,7 αρνιά ανά τοκετό/ Οι αμνάδες με καλές συνθήκες εκτροφής μπαίνουν στην αναπαραγωγή σε ηλικία 8 μηνών αλλά συνήθως μπαίνουν στην ηλικία των 12-13 μηνών.
Τα αρνιά σφάζονατι αμέσως μετά τον απογαλακτισμό συνήθως σε ηλικία 60 ημερών με σωματικό βάρος 15-18 κιλά. Παράγεται περίπου 150-170 λίτρα γάλακτος.
Η εριοπαραγωγή είναι γύρω στο 2-2,5 κιλά. Το μαλλί του είναι λεπτό, πυκνό και καλύπτει όλο το σώμα εκτός από την κεφαλή, το κάτω μέρος του λαιμού, τα πόδια και μεγάλο μέρος της κοιλιάς.
Όσον αφορά στη διατροφή του, συμπληρωματικές ζωοτροφές δίνονται κατά τον τελευταίο μήνα της κύησης και τους πρώτους μήνες της γαλουχίας.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ιστοσελίδα Farma Deals - Αυτόχθονες φυλές αιγοπροβάτων
- ↑ Φυλή προβάτου Κύμης
- ↑ ΕΘΙΑΓΕ Αυτόχθονες Φυλές Αγροτικών Ζώων
Φυλή Ευδήλου Ικαρίας
Το πρόβατο Ευδήλου Ικαρίας [1] πρόκειται για ένα ζώο μεσαίου έως μεγάλου σωματικού μεγέθους. Το ύψος του ακρωμίου του (δηλαδή του υψηλότερου σημείου στην πλάτη) φτάνει στα 74cm για τα αρσενικά πρόβατα, τα 66cm για τα θηλυκά ζώα. Το σωματικό βάρος τους κυμαίνεται γύρω στα 60kg για τους κριούς και 47kg για τις προβατίνες της φυλής.
Ο χρωματισμός των ζώων αυτών είναι λευκός. Έχουν μικρό και στενό κεφάλι. Το επιρρίνιο είναι μακρύ και ελάχιστα κυρτό. Τα αυτιά τους είναι σχετικά μεγάλα, πλάγιας διεύθυνσης, ελαφρώς ημικρεμάμενα. Οι κριοί εμφανίζονται με ισχυρά ελικοειδή κέρατα, ενώ τα θηλυκά είναι ακέρατα ή με κέρατα ατελώς ανεπτυγμένα. Τα άτομα της φυλής είναι ομοιόμαλλα και αναμικτόμαλλα. Η ουρά είναι τριγωνικού μήκους 30cm και μετρίου πλάτους 9cm.
Ο αριθμός πολυδυμίας ανέρχεται στο 1,5. Η εποχή των τοκετών είναι τον Ιανουάριο. Όσον αφορά στα παραγωγικά τους χαρακτηριστικά, η γαλακτοπαραγωγή ανέρχεται στα 150kg γάλακτος.
Η διατροφή γίνεται σε βοσκές οπωρώνων κατά κανόνα φτωχές κατά τη θερινή περίοδο. Γίνεται επίσης χορήγηση σανού χόρτου και συμπυκνώματος αραβοσίτου και βαμβακόπιτας.
Βιβλιογραφία
Φυλή Αστερουσίων
Η φυλή εκτρέφεται στον ορεινό όγκο των Αστερουσίων, νοτίως της πεδιάδας της Μεσσαράς. Ο συνολικός αριθμός των αμιγών Αστερουσιανών προβάτων εκτιμάται σε περίπου 2.500 άτομα.
Το πρόβατο της φυλής [1] αυτής ανήκει στα μικρόσωμα πρόβατα. Από σωματομετρήσεις σε 27 ώριμες προβατίνες δύο ποιμνίων, προέκυψε ότι το ύψος ακρωμίου και το σωματικό βάρος των ζώων ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 56cm και 34kg, αντίστοιχα. Το κεφάλι του Αστερουσιανού προβάτου είναι μεσαίου μεγέθους με ευρύ μέτωπο, ευθύγραμμο επιρρίνιο και τριγωνικό πρόσωπο. Τα αυτιά είναι σχετικά μικρού μεγέθους, με πλάγια διεύθυνση. Το ποσοστό των κερασφόρων προβατινών είναι σχετικά χαμηλό, έως 10%. Χαρακτηριστικό των κεράτων είναι η πολύ λεπτή κατάληξή τους (μαχαιρωτά κέρατα). Το μήκος του σώματος ανέρχεται σε 62cm περίπου ενώ το βάθος και το εύρος του στήθους σε 27 και 20cm, αντίστοιχα, και η περίμετρος του θώρακα σε 72cm περίπου. Η ουρά του είναι λεπτή και μακριά, καλυπτόμενη από μαλλί. Στα θηλυκά που προορίζονται για αναπαραγωγή αποκόπτεται στην ηλικία των 2 μηνών. Ο μαστός κατά κανόνα έχει κανονική διάπλαση με μήκος θηλών γύρω στα 2,2cm.
Ο χρωματισμός του τριχώματος στο Αστερουσιανό πρόβατο είναι λευκός. Στα ακάλυπτα από μαλλί μέρη του σώματος επικρατεί σε ποσοστό από 60-70% ο κοκκινωπός χρωματισμός, ενιαίος ή με τη μορφή κηλίδων γύρω από τους οφθαλμούς. Το υπόλοιπο τμήμα του κεφαλιού, δηλαδή το μέτωπο, το επιρρίνιο και τα χείλη, είναι λευκό. Ο μαύρος χρωματισμός στα αντίστοιχα μέρη της κεφαλής απαντάται σε ποσοστό 30% των ζώων. Το ποσοστό των ζώων με λευκό κεφάλι (λιβανό) είναι πολύ μικρό. Τα πρόβατα αυτά έχουν μόνο ένα λεπτό δακτύλιο ανοικτού μαύρου ή καφέ χρώματος γύρω από τους οφθαλμούς. Τα λοιπά ακάλυπτα από μαλλί μέρη του σώματος είναι λευκά με κοκκινωπές ή μαύρες κηλίδες.
Η φυλή ανήκει στα αναμικτόμαλλα πρόβατα με μικρό ποσοστό μακριών και ίσων τριχών. Το μαλλί είναι ποιοτικά κατώτερο από το μαλλί του προβάτου Ανωγείων αλλά ανώτερο από το μαλλί του προβάτου Σφακίων.
Οι αποδόσεις της φυλής είναι σχετικά χαμηλές, αλλά με μεγάλη παραλλακτικότητα από ποίμνιο σε ποίμνιο. Οι βοσκότοποι είναι σε μεγάλο βαθμό υποβαθμισμένοι, γεγονός που οφείλεται στις χαμηλές βροχοπτώσεις και στο γεγονός ότι πολλοί κτηνοτρόφοι διατηρούν και μεγάλα ποίμνια αιγών που βόσκουν στους ίδιους βοσκοτόπους. Πολλοί παραγωγοί χορηγούν στα ζώα τους μίγματα ζωοτροφών και σανό μηδικής σχεδόν καθόλη τη διάρκεια του έτους.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Εγχώριες Φυλές Προβάτων", Εμμ. Ρογδάκης, Καθηγητής Γενικής και Ειδικής Ζωοτεχνίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Φυλή Ανωγείων (Ψηλορείτικη, Μεταξόμαλλη)
Η φυλή Ανωγείων [1] εκτρέφεται σε υψόμετρο άνω των 600 μέτρων στις πλαγιές του Ψηλορείτη. Εκτός απ' την ευρύτερη περιοχή των Ανωγείων στη βορειοδυτική πλευρά του όρους, εκτρέφεται και στη νοτιοδυτική του πλευρά στις κοινότητες Λοχριά, Φουρφουρά και Πλατάνια της επαρχίας Αμαρίου. Εκτιμάται ότι ο αριθμός των αμιγώς εκτρεφόμενων ζώων κυμαίνεται από 4.500 έως 5.000 ζώα σε 19 ποίμνια.
Η φυλή ανήκει στα πλέον μικρόσωμα Ελληνικά πρόβατα. Από σωματομετρήσεις προέκυψε ότι το μήκος ακρωμίου ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 57cm και το σωματικό βάρος σε 27kg. Το κεφάλι του προβάτου της φυλής είναι μετρίου μεγέθους με ελαφρώς κυρτό επιρρίνιο. Τα αυτιά είναι σχετικά μικρά με πλάγια διεύθυνση και καλύπτονται από βραχύ τρίχωμα. Το βάθος και το εύρος του στήθους ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 28 και 18cm, αντίστοιχα, ενώ η περίμετρος του θώρακα κυμαίνεται γύρω στα 74cm και το μήκος του σώματος γύρω στα 64cm. Οι προβατίνες φέρουν κέρατα σε ποσοστό γύρω στο 10%. Μικρό είναι επίσης το ποσοστό των κερασφόρων κριών. Ιδιαίτερο γνώρισμα της φυλής είναι η ομοιογένεια, η λεπτότητα και η στιλπνότητα του μαλλιού, γεγονός το οποίο κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται σε μεταλλαγή. Ο χρωματισμός του τριχώματος είναι λευκός. Στα ακάλυπτα από μαλλί μέρη του σώματος, όπως στο κεφάλι, το κάτω μέρος του τραχήλου, στην κοιλιακή χώρα και τα άκρα, επικρατεί το κοκκινωπό χρώμα σε ποσοστό 80-85%.
Πρόκειται για ζώο εξαιρετικά λιτοδίαιτο και ανθεκτικό, με λεπτά και ισχυρά άκρα. Κατά τη θερινή περίοδο, από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο, βόσκει στα αλπικά λιβάδια του ορεινού όγκου του Ψηλορείτη. Συχνά παρατηρείται απώλεια των κοπτήρων από το τρίτο έτος της ηλικίας των ζώων. Αυτό οφείλεται στην αναζήτηση τροφής ανάμεσα στις πέτρες και τις σχισμές των βράχων και στην προσπάθεια εκρίζωσης αποφαγωμένων θάμνων και ετήσιων φυτών από το ελάχιστο χώμα που υπάρχει ανάμεσα στις πέτρες. Γενικά η διατροφική κατάσταση των ζώων είναι μέτρια έως κακή. Τα ποίμνια όπου πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις δεν αμέλγονται. Το γαλακτοπαραγωγικό δυναμικό και η πολυδυμία της φυλής είναι δύσκολο να εκτιμηθούν, αφού τα ζώα κατά κανόνα υποσιτίζονται. Τελευταία, ορισμένοι παραγωγοί άρχισαν να χορηγούν συμπληρωματική τροφή στα ζώα τους. Σε πολλές περιπτώσεις έχουν εισαχθεί στα ποίμνια κριοί της φυλής Σφακίων με σκοπό την αναβάθμιση της γαλακτοπαραγωγικής τους ικανότητας, χωρίς όμως σημαντική επιτυχία.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Εγχώριες Φυλές Προβάτων", Εμμ. Ρογδάκης, Καθηγητής Γενικής και Ειδικής Ζωοτεχνίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Φυλή Κοζάνης
Πρόβατο Κοζάνης [1] ονομάζεται σε μερικές περιοχές της βόρειας Ελλάδας το ορεινό πρόβατο της χώρας που δεν ανήκει σε μία συγκεκριμένη φυλή. Είναι πρόβατο με υψηλό ποσοστό γονιδίων ορεινών φυλών που έχουν εξαφανιστεί ή τείνουν να εξαφανιστούν, όπως το Σαρακατσάνικο, το Αρβανιτοβλάχικο, το Γραμμουστιανό κ.ά. και με πολύ μικρό ποσοστό γονιδίων πεδινών φυλών, όπως της Καραγκούνικης, Χίου κ.ά.
Μερικές εκατοντάδες χιλιάδες πρόβατα με αυτό το γενετικό υλικό εκτρέφονται σήμερα στα ορεινά και ημιορεινά διαμερίσματα του μεγαλύτερου ηπειρωτικού τμήμταος της χώρας. Πολλά απ' τα εκτρεφόμενα ποίμνια μετακινούνται κατά τους χειμερινούς μήνες σε πεδινές περιοχές, κυρίως της Θεσσαλίας. Εξαιτίας της μεγάλης παραλλακτικότητας που παρουσιάζει στην εμφάνιση και τις αποδόσεις του, δεν είναι δυνατή η λεπτομερής περιγραφή του. Σε γενικές γραμμές το ύψος ακρωμίου και το σωματικό βάρος των θηλυκών είναι 60-62cm και 42-45kg αντίστοιχα. Σταβλίζεται στην πλειονότητά του σε παραδοσιακά ποιμνιοστάσια και η διατροφή του στηρίζεται στις βοσκές και συμπληρώνεται με συμπυκνώματα και μηδική κατά την περίοδο της γαλουχίας. Έχει πολυδυμία 110 έως 120% και μέση γαλακτοπαραγωγή 80-100kg.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Εγχώριες Φυλές Προβάτων", Εμμ. Ρογδάκης, Καθηγητής Γενικής και Ειδικής Ζωοτεχνίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Φυλή Λέσβου
Η φυλή προβάτου Λέσβου [1] ανήκει στα ημιπαχύουρα, αναμικτόμαλλα πρόβατα. Εκτρέφεται κυρίως στα νησιά της Λέσβου και της Λήμνου σε ένα πληθυσμό 260.000 ζώων, σε 1650 κοπάδια. Η φυλή αυτή πιθανόν να δημιουργήθηκε επιτόπια από διασταύρωση ή να εισήχθη κατά το παρελθόν από τη Μικρά Ασία. Εδώ και πολλά χρόνια όμως έχει διαδοθεί και εκτρέφεται και σε άλλα νησιά του Αιγαίου καθώς και σε περιοχές της Μακεδονίας, της Θράκης, της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.
Το πρόβατο της φυλής Λέσβου φημίζεται για την γαλακτοπαραγωγική του ικανότητα και την ανθεκτικότητά του ακόμα και σε πολύ δύσκολες συνθήκες περιβάλλοντος. Είναι ιδανικό για την αξιοποίηση φτωχών σε βλάστηση ημιορεινών και ορεινών βοσκών.
Στη φυλή αυτή κυριαρχεί ο λευκός χρωματισμός με μελανές και καστανές κηλίδες γύρω από τη μύτη, τα αυτιά και τα άκρα. Συναντώνται ενίοτε πρόβατα τελείως μελανά, καστανά ή ποικιλόχρωμα καστανά.
Η κεφαλή είναι κωνοειδής, μικρή και λεπτή με μύτη ελαφρώς κυρτή. Τα αυτιά είναι μικρά και πέφτουν προς τα κάτω. Τα κριάρια και ένα μικρό ποσοστό των προβατινών φέρουν κέρατα. Ο μαστός είναι καλά αναπτυγμένος και η ουρά είναι πολύ μακριά και σχεδόν εφάπτεται με το έδαφος. Η φυλή κατατάσσεται στις μεσαίου μεγέθους φυλές. Το σωματικό βάρος κυμαίνεται για τους κριούς γύρω στα 67kg και για τις προβατίνες γύρω στα 50kg.
Όσον αφορά στις αναπαραγωγικές τους ιδιότητες η φυλή [2] θεωρείται σχετικά πρώιμη. Ένα ποσοστό 40% περίπου των αμνάδων γονιμοποιείται πρώτη φορά στην ηλικία των 9 μηνών, ενώ οι υπόλοιπες οχεύονται κατά το επόμενο έτος. Το μεγαλύτερο ποσσοστό τοκετών πραγματοποιείται τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Η πολυδυμία κυμαίνεται από 1,1 - 1,2 αρνιά ανά τοκετό. Το βάρος των αρνιών μετά τον απογαλακτισμό που γίνεται στις 45-50 ημέρες είναι 8-12 κιλά ενώ ένα ποσοστό 20-25% παχύνονται για να σφαγούν σε ηλικία 4-5 μηνών και ζυγίζουν 17-20 κιλά.
Η γαλακτοπαραγωγή διαφέρει από ποίμνιο σε ποίμνιο και επηρεάζεται από την διατροφή, την ηλικία των προβατίνων, την εποχή των τοκετών και τη διάρκεια αρμέγματος. Η γαλακτοπαραγωγή κυμαίνεται κατά μέσο όρο στα 140-160 κιλά και η διάρκεια αρμέγματος κυμαίνεται από 90-250 ημέρες. Το 78% περίπου του παραγόμενου γάλακτος μετατρέπεται σε τυριά (φέτα, λαδοτύρι, κασέρι, γραβιέρα) και το υπόλοιπο καταναλώνεται νωπό ή χρησιμοποιείται για την παρασκευή γιαουρτιού.
Τα πρόβατα διατηρούνται καθ' όλη τη διάρκεια του έτους σε βοσκοτόπους ή ελαιώνες και σε στάβλους. Σχεδόν όλο το χρόνο τους χορηγούνται συμπληρωματικές τροφές.
Βιβλιογραφία
Φυλή Ορεινό Ηπείρου (Μπούτσικο)
Είναι ο κύριος εκπρόσωπος της εγχώριας λεπτόουρης και αναμικτόμαλλης φυλής [1]. Θεωρείται βελτίωση του γνήσιου Βλάχικου προβάτου. Ανήκει στα μικρόσωμα, ανθεκτικά και λιτοδίαιτα πρόβατα. Έχει λεπτά, κοντά και πολύ ισχυρά άκρα. Είναι μεγάλη η παραλλακτικότητα των χρωματισμών του. Ο συντελεστής πολυδυμίας είναι 1,1.
Η γαλακτοπαραγωγή φτάνει τα 80 kg με περιεκτικότητα λίπους 7,6%. Η γαλακτοπαραγωγή των ελεγχόμενων Μπούτσικων προβάτων στο Κέντρο Γενετικής Βελτίωσης Ζώων (ΚΓΒΖ) Ιωαννίνων ανέρχεται στα 114 kg. Ο ρυθμός ανάπτυξης ανέρχεται στα 160 g ανά ημέρα (105 μέρες). Το βάρος των ενηλίκων προβάτων είναι 55 kg για τα αρσενικά και 45 kg για τα θηλυκά.
Βιβλιογραφία
Φυλή Πηλίου
Το πρόβατο αυτής της φυλής [1] εκτρέφεται στο νομό Μαγνησίας. Υπάρχουν 28 εκτροφείς με 10-200 πρόβατα ο καθένας (στοιχεία 2009).
Πρόκειται για αναμικτόμαλλο, δασύ με πλούσια προκόμη πρόβατο. Ανήκει στα λεπτόουρα και μικρόσωμα. Ο χρωματισμός είναι ομοιόμορφος (κιτρινόφαιο χρώμα κυρίως, υπάρχουν όμως λίγα ζώα με κοκκινόμαυρο χρώμα στο κεφάλι ή σε όλο το σώμα).
Τα αυτιά είναι μικρά (στο 70% των ζώων), ελλείπουν (15%) ή είναι μετρίου μεγέθους (15%). Οι τοκετοί είναι δίδυμοι σε ποσοστό 10-15% και η εποχή των τοκατών είναι απ' το Δεκέμβριο έως τον Ιανουάριο. Η γαλακτοπαραγωγή ανέρχεται στα 80-120Kg ανά προβατίνα σε περίοδο 120 ημερών. Το βάρος του κυμαίνεται στα 59Kg για τα αρσενικά και τα 43Kg για τα θηλυκά. Το ύψος του ακρωμίου είναι 63cm για τα αρσενικά και 58cm για τα θηλυκά.
Βιβλιογραφία
Φυλή Σαρακατσάνικο
Στο νομό Ροδόπης το 2001 υπήρχε ένα ποίμνιο με μόλις 8 αρσενικά πρόβατα και 200 θηλυκά. Το 2009 υπήρχαν 1128 ζώα σε 4 ποίμνια.
Ανήκει στα αναμικτόμαλλα και λεπτόουρα πρόβατα. Το πρόβατο της φυλής Σαρακατσάνικο [1] είναι μικρόσωμο.
Η περίοδος των τοκετών είναι τον Ιανουάριο με δέικτη πολυδυμίας 1. Τα αρνιά θηλάζουν για τρεις μήνες. Η γαλακτοπαραγωγή ανέρχεται στα 50 kg ανά προβατίνα. Ενώ το βάρος τους είναι στα 69kg για τα αρσενικά και 41kg για τα θηλυκά. Το ύψος του ακρωμίου είναι 65cm για τα αρσενικά και 56cm για τα θηλυκά.
Βιβλιογραφία
Φυλή Σερρών
Εκτρέφεται στην πεδιάδα του νομού Σερρών. Το 70% περίπου των προβάτων είναι λευκά με μαύρο χρώμα στην κεφαλή, την κάτω τραχηλική χώρα, τα άκρα και την κάτω κοιλιακή χώρα. Υπάρχουν 5.585 ζώα σε 31 εκτροφές (στοιχεία του 2009). Είναι ομοιόμαλλο και λεπτόουρο. Ανήκει στα μεγαλόσωμα πρόβατα.
Ο χρωματισμός αυτής της φυλής [1] είναι λευκός ή υποκίτρινος με μαύρο κεφάλι και άκρα, τα οποία είναι ψηλά, λεπτά και ισχυρά. Είναι ανθεκτικό πρόβατο και έχει καλή διάπλαση αποδιδόμενων σφαγίων. Ο συντελεστής πολυδυμίας είναι 1,35. Η γαλακτοπαραγωγή ανέρχεται στα 110kg σε 165 μέρες με λιποπεριεκτικότητα 7,5%.
Ο ρυθμός ανάπτυξης των προβάτων είναι 220 g την ημέρα κατά το θηλαμσό (διαρκεί 60 μέρες). Το βάρος των ενήλικων είναι 85kg για τα αρσενικά και 60kg για τα θηλυκά. Το ύψος του ακρωμίου είναι 75cm για τα αρσενικά και 67cm για τα ηθλυκά.
Βιβλιογραφία
Φυλή Σκοπέλου (Γλώσσας)
Υπάρχουν 2850 ζώα σε 20 ποίμνια (στοιχεία του 2009). Το πρόβατο της φυλής Σκοπέλου [1] είναι συνήθως οικόσιτο. Είναι ομοιόμαλλο, λεπτόουρο και μέσου μεγέθους πρόβατο. Ο χρωματισμός του είναι λευκός με μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο. Τα άκρα του είναι κοντά αλλά όχι ισχυρά. Ανήκει στα ευαίσθητα πρόβατα.
Ο μαστός της φυλής αυτής είναι καλά αναπτυγμένος, αλλά χωρίς ικανοποιητική πρόσφυση. Είναι ιδιαίτερα γόνιμο πρόβατο και συχνά δίφορο. Η εριοκάλυψη είναι περιορισμένη. Ο συντελεστής πολυδυμίας είναι 1,84. Η γαλακτοπαραγωγή του ανέρχεται στα 180kg σε 200 μέρες με λιποπεριεκτικότητα 6,7%.
Ο ρυθμός ανάπτυξης των προβάτων της φυλής είναι 300g την ημέρα κατά το θηλασμό (ο οποίος διαρκεί 50 μέρες). Το σφάγιο είναι μέτριας ποιότητας. Το βάρος των ενηλίκων ανέρχεται στα 65Kg για τα αρσενικά και στα 50kg για τα θηλυκά.
Βιβλιογραφία
Φυλή Σφακίων
Η φυλή Σφακίων [1] εκτρέφεται στο δυτικό τμήμα της Κρήτης, κυρίως στο νομό Χανίων. Υπάρχουν περισσότερα από 60.000 καθαρόαιμα ζώα. Είναι λεπτόουρα, αναμικτόμαλλα πρόβατα και μικρόσωμα.
Ο χρωματισμός τους είναι λευκός με μαύρες κηλίδες στα μάτια και τα άκρα, τα οποία είναι σχετικά ψηλά, λεπτά και ιδιαίτερα ισχυρά. Το ζώο της φυλής αυτής εμφανίζει οίστρους όλο το έτος. Ο συντελεστής πολυδυμίας του είναι 1,36.
Η γαλακτοπαραγωγή του ανέρχεται στα 130 Kg με λιποπεριεκτικότητα 5,2%. Η διάρκεια της γαλακτικής περιόδου είναι 145 ημέρες. Ο ρυθμός ανάπτυξης των προβάτων είναι 155g ανά ημέρα (για 65 μέρες). Το βάρος των ενήλικων ζώων είναι 60 Kg για τα αρσενικά και 40 Kg για τα θηλυκά. Το ύψος του ακρωμίου είναι 65 cm για τα αρσενικά και 58 cm για τα θηλυκά.
Βιβλιογραφία
Φυλή Φλώρινας (Πελαγονίας)
Η φυλή [1] αυτή έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις φυλές Κύμης και Γλώσσας Σκοπέλου και υπάρχει η άποψη ότι όλα σχεδόν τα ζώα της φυλής Φλώρινας-Πελαγονίας προέρχονται από τη φυλή Χαλκιδικής η οποία έχει εξαφανιστεί.
Ο χρωματισμός της φυλής παρουσιάζει ομοιομορφία. Το σώμα είναι λευκό ενώ τα περισσότερα πρόβατα φέρουν μελανό δακτύλιο γύρω από τους οφθαλμούς. Πολλά από αυτά φέρουν μαύρες κηλίδες στα αυτιά και μερικά και στην άκρη του στόματος και στα άκρα. Μικρό ποσοστό δε φέρει καθόλου μαύρες κηλίδες και ένα άλλο επίσης μικρό ποσοστό φέρει μαύρες κηλίδες στο σώμα.
Το κεφάλι του προβάτου είναι μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους
Βιβλιογραφία
Φυλή Φριζάρτα (Άρτας)
Το πρόβατο φυλής Φριζάρτα [1] δημιουργήθηκε κατά την περίοδο 1960-1980. Προήλθε από τη διασταύρωση του εγχώριου πεδινού προβάτου Άρτας με κριούς της φυλής Ανατολικής Φρισλανδίας, κυρίως όμως μετά το 1968 με τη χρήση της τεχνητής σπερματέγχυσης και τη συνεχή εφαρμογή της επιλογής των ομοιόμορφων και καλύτερων σε αποδόσεις προβατίνων και κριών, προσαρμοσμένων καλά στις τοπικές εδαφοκλιματικές συνθήκες. Tο πρόβατο της φυλής Άρτας προήλθε από το ορεινό ηπειρώτικο πρόβατο με την επίδραση άλλων ελληνικών πεδινών φυλών όπως Καραμάνικου, Κατσικά και Αγρινίου κατά κύριο λόγο αλλά και των Χίου, Ζακύνθου, Καραγκούνικης. Αρχικά ο πληθυσμός ενδημούσε στην περιοχή της Ηπείρου αλλά με τον καιρό εξαιτίας των πολύ καλών του αποδόσεων εξαπλώθηκε και στην δυτική Πελοπόννησο και στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Είναι πολύ καλά προσαρμοσμένο σε πεδινές περιοχές με υγρό κλίμα αλλά απαιτεί κυρίως λόγω των υψηλών του αποδόσεων και της ευαισθησίας του σε μεγάλες θερμοκρασίες καλές συνθήκες σταβλισμού διατροφής και περιποίησης.
Έχει μεγάλη μορφολογική ομοιότητα με το Φρισλανδόμορφο πρόβατο. Ο χρωματισμός του προβάτου αυτού είναι κατά κανόνα λευκός. Ελάχιστα άτομα, φέρουν ερυθροκαστανούς δακτύλιους γύρω από τα μάτια ή κηλίδες στο επιρρίνιο και στα άκρα των αυτιών. Η διαφορά αυτή σε σχέση με το Φρισλανδόμορφο πρόβατο οφείλεται στις αρχικές διασταυρώσεις με το εγχώριο πρόβατο. Το κεφάλι του είναι γυμνό ακέρατο ευρυμέτωπο με επιρρίνιο ελαφρώς κυρτό ή και ευθύ. Τα αυτιά είναι λεπτά σχεδόν διαφανή μετρίου με οριζόντια κατεύθυνση. Συμπαγές ακρορρίνιο με χοντρά χείλη. Τα μάτια είναι μελανού ή καστανού χρωματισμού και σε μερικά άτομα έως γαλανού, ζωηρά και καλής έκφρασης. Τα αυτιά είναι λεπτά, σχεδόν ρόδινου χρωματισμού με ελάχιστες καλυπτήριες τρίχες. Είναι γενικά μεγάλου μεγέθους με εξαίρεση ορισμένα άτομα, στα οποία είναι μέτρια. Είναι ευκίνητα και η στάση τους σχεδόν οριζόντια. Ο τράχηλος είναι μέσου μήκους έως και μακρύς κοντύτερος και ευρύτερος όμως στα αρσενικά σε σχέση με τα θηλυκά. Ο κορμός είναι μακρύς με ευρύ και εύσαρκο ακρώμιο και πλατιά μακριά ράχη. Το στήθος του έχει βάθος 32 εκ. και εύρος 20 εκ. περίπου. Η περίμετρος του θώρακα είναι 103 εκ. περίπου με υψηλά άκρα και σχετικά χοντρά. Η ουρά δεν καλύπτεται από μαλλί έχει μήκος περίπου 20 εκ. και είναι στρογγυλή και λεπτή. Ο μαστός είναι πολύ ανεπτυγμένος έχει αρμονική διάπλαση και επικρατεί στο οπίσθιο μεσόσκελο. Είναι ομοιόμαλο πρόβατο και η κεφαλή η κάτω τραχηλική χώρα, η κάτω κοιλιακή χώρα, τα κάτω άκρα και η ουρά δεν καλύπτονται από μαλλί. Το σωματικό του βάρος είναι 80-120 Kg για τα αρσενικά και 65-80 Kg για τα θηλυκά.
Το πρόβατο Φριζάρτα σε σχέση με άλλα βελτιωμένα πρόβατα που εκτρέφονται στην Ελλάδα έχει μία από τις καλύτερες αναπαραγωγικές και παραγωγικές ιδιότητες. Ειδικότερα έχει πρώιμη ανάπτυξη μεγάλο συντελεστή πολυδυμίας, καλής ποιότητας σφάγιο και υψηλή γαλακτοπαραγωγή. Το πρόβατο φυλής Φριζάρτα έχει γενικά πρώιμη γενετήσια ωριμότητα. Οι αρνάδες εισέρχονται στην αναπαραγωγή, κατά κανόνα, σε ηλικία 8-10 μηνών και σε ποσοστό 85-90%, έχουν τον πρώτο τους τοκετό σε ηλικία 13-15 μηνών. Οι νεαροί κριοί αρχίζουν την αναπαραγωγική τους δραστηριότητα μετά την συμπλήρωση της ηλικίας του πρώτου έτους ή σε σωματικό βάρος άνω των 35 Kg. Η πολυδυμία κυμαίνεται από 1,7-1,8 περίπου με τον τύπο του τοκετού που επικρατεί των διδύμων με την προϋπόθεση η διατροφή να είναι η ενδεδειγμένη.
Το σωματικό βάρος των αρνιών στη γέννηση είναι 3-5 Kg, ενώ στον απογαλακτισμό 15-17 Kg. Η συχνότητα γεννήσεων είναι ανά 12μηνο. Η εμπορεύσιμη γαλακτοπαραγωγή ανέρχεται στα 200-350 Kg γάλακτος με λιποπεριεκτικότητα 5,5-6,8%. Η απόδοση των αρνιών σε σφάγιο είναι 60-65% και η εριοπαραγωγή τους είναι 1,5-2,5 Kg.
Βιβλιογραφία
Φυλή Χίου
Το πρόβατο της φυλής Χίου [1] κατάγεται από το νότιο πεδινό τμήμα της νήσου Χίου. Προήλθε πιθανόν από διασταυρώσεις ομοιόμαλλων λεπτόουρων προβάτων της Χίου με αναμικτόμαλλα παχύουρα πρόβατα της Μικράς Ασίας.
Σήμερα θεωρείται μία από τις πιο περιζήτητες φυλές για την αναβάθμιση των ποιμνίων και τα ζώα αναπαραγωγής πωλούνται σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές. Εκτρέφεται κυρίως στους νομούς Κιλκίς, Μαγνησίας, Πέλλας, Θεσ/νίκης, Χαλκιδικής, Σερρών. Ημαθίας, Έβρου, Γρεβενών, Βοιωτίας, Πιερίας, Καρδίτσας και Τρικάλων.
Είναι η πιο γνωστή ελληνική φυλή προβάτων στο εξωτερικό και ιδιαίτερα δημοφιλής σε όλη την επικράτεια λόγω των υψηλών του αποδόσεων σε γάλα, της υψηλής πολυδυμίας της και προσαρμοστικότητάς της στις διάφορες κλιματολογικές συνθήκες.
Ο χρωματισμός της φυλής είναι λευκός με μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο, τα αυτιά, τα άκρα και την κοιλιακή χώρα. Δεν υπάρχει πρόβατο της φυλής χωρίς μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο και τα άκρα. Η κεφαλή του χιώτικου προβάτου είναι κωνική με σχετικά μακρύ πρόσωπο. Τα αυτιά είναι μεγάλου μεγέθους, ημικρεμάμενα. Τα άκρα του είναι ιδιαίτερα υψηλά, λεπτά και ευθύγραμμα, αλλά ευαίσθητα σε ανώμαλες επιφάνειες. Οι προβατίνες είναι ακέρατες, μόνο σε ένα ποσοστό 30% των θηλυκών παρατηρούνται υποτυπώδη κέρατα. Τα αρσενικά φέρουν ισχυρά, αναπτυγμένα, μαύρα ελικοειδή κέρατα.
Η ουρά των προβάτων αυτών είναι κωνοειδής και φθάνει μέχρι το ακροτάρσιο. Η διάπλαση της ουράς αποτελεί μειονέκτημα της φυλής επειδή δυσκολεύει τη φυσική οχεία και το άρμεγμα των προβατίνων. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών πολλοί εκτροφείς κόβουν την ουρά των θηλυκών αμνών λίγες ημέρες μετά τη γέννησή τους. Το χιώτικο πρόβατο ανήκει στα ομοιόμαλλα πρόβατα. Η ποιότητα του μαλλιού δεν είναι ιδιαίτερα καλή, αλλά και η παραγόμενη ποσότητα μαλλιού είναι χαμηλή.. Συνήθως η κεφαλή, τα άκρα, το κάτω τμήμα του τραχήλου και του κορμού δεν καλύπτονται από μαλλί. Η πρόσφυση του μαστού συχνά δεν είναι καλή, με αποτέλεσμα ο μαστός να είναι κρεμάμενος και κατά το τελυεταίο στάδιο της κυήσεως και το πρώτο διάστημα της γαλουχίας να αγγίζει το έδαφος. Το πρόβατο Χίου είναι από τα πιο μεγαλόσωμα ελληνικά πρόβατα. Το μέσο σωματικό βάρος των αρσενικών είναι 87 κιλά και των θηλυκών 66 κιλά.
Η φυλή είναι σχετικά πρώιμη και συγκαταλέγεται στις πολύδυμες φυλές. Τα καλά διατρεφόμενα θηλυκά εισέρχονται στην αναπαραγωγή στην ηλικία τω 8-9 μηνών. Οι νεαροί κριοί θεωρούνται κατάλληλοι για είσοδο στην αναπαραγωγική διαδικασία στην ηλικία των 8 μηνών.
Το ποσοστό σύλληψης μετά από συγχρονισμό του οίστρου και διενέργεια τεχνητής σπερματέγχυσης μπορεί να ανέλθει στο 45%. Η πολυδυμία κυμαίνεται από 1,6-2,0 αρνιά ανά τοκετό, ανάλογα με το σύστημα εκτροφής και την ηλικία της προβατίνας και το μέσο βάρος γέννησης των αρνιών κυμαίνεται από 3,2 έως 4,5 κιλά.
Είναι ζώο υψηλών αποδόσεων με μέση γαλακτοπαραγωγή 260 έως 380 κιλά αμελγόμενου γάλακτος για μέση περίοδο αρμέγματος 174-230 ημέρες. Για να επιτευχθούν οι υψηλές αποδόσεις απαιτείται να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη διατροφή των ζώων και στις συνθήκες σταβλισμού. Η φυλή είναι κατάλληλη για εκτατικά και ημιεκτατικά συστήματα εκτροφής. Το σωματικό βάρος των αρνιών κατά τον απογαλακτισμό, που γίνεται 42 ημέρες μετά τη γέννηση κυμαίνεται από 12 έως 14 κιλά. Το πρόβατο Χίου αντιμετωπίζει κατά κανόνα προβλήματα υγείας σε περιοχές όπου επικρατεί υψηλή υγρασία.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η φυλή [2] παρουσιάζει αυξημένη ευαισθησία στην προσβολή από τη νόσο της προϊούσας πνευμονίας και ότι προσβάλλονται τα ζώα υψηλής γαλακτοπαραγωγής. Είναι επίσης ευάλωτο και στις μαστίτιδες.
Λόγω των υψηλών αποδόσεων τα ζώα έχουν αυξημένες διατροφικές ανάγκες οι οποίες καλύπτονται εκτός από τη βόσκησή τους σε βοσκοτόπους και με τη χορήγηση συμπληρωματικών ζωοτροφών κατά το τέλος της περιόδου εγκυμοσύνης και της πρώτης περιόδου της γαλουχίας.