Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Μη μεταδοτικές ασθένειες μηλοειδών"
Γραμμή 19: | Γραμμή 19: | ||
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | ||
+ | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 13:20, 10 Ιουνίου 2015
Πικρή κηλίδωση
Ασθένεια των καρπών της μηλιάς και κυδωνιάς πολύ διαδεδομένη στη χώρα μας που έχει μεγάλη οικονομική σημασία, γιατί προκαλεί σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας της παραγωγής.Η ασθένεια αρχίζει εσωτερικά στη σάρκα κάτω από την επιδερμίδα του καρπού και τελικά προκαλεί επιφανειακές αλλοιώσεις. Τα κύτταρα στις περιοχές αυτές αρχίζουν σταδιακά να νεκρώνονται και η επιδερμίδα στις αντίστοιχες θέσεις εξωτερικά μπορεί να φαίνεται σαν βρεγμένη λίγο πριν ή κατά την συγκομιδή. Αργότερα οι κηλίδες αποκτούν πιο έντονο χρώμα από εκείνο του υπόλοιπου κορμού και τελικά παίρνουν χρώμα καστανό μέχρι μαύρο. Καθώς τα προσβεβλημένα κύτταρα νεκρώνονται, χάνουν υγρασία και συρρικνώνονται, η επιδερμίδα βυθίζεται στις αντίστοιχες θέσεις και έτσι στην επιφάνεια του καρπού σχηματίζονται κυκλικές ή ελαφρά γωνιώδεις κηλίδες που μοιάζουν με «λακκίσκους».
Η πικρή κηλίδωση είναι μια μη παρασιτική ασθένεια που οφείλεται σε φυσιολογικές διαταραχές λόγω μη επαρκούς εφοδιασμού των καρπών με ασβέστιο. Η πικρή κηλίδωση είναι δυνατόν να εκδηλωθεί και πριν τη συγκομιδή, αλλά είναι κατ’ εξοχή μια μετασυλλεκτική ασθένεια που εμφανίζεται κατά την αποθήκευση των μήλων. Η ασθένεια είναι σοβαρότερη σε καρπούς από νεαρά δένδρα, ιδιαίτερα με μικρή καρποφορία, παρά σε καρπούς από ενήλικα δένδρα. Επίσης είναι σοβαρότερη στους μεγάλου μεγέθους καρπούς και όταν οι καρποί συγκομίζονται άωροι. Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην εκδήλωση και την σοβαρότητα της ασθένειας είναι οι ακανόνιστες αρδεύσεις, η υπερβολική αζωτούχος λίπανση, το αυστηρό κλάδεμα. Σήμερα έχει γίνει αποδεκτό ότι η πικρή κηλίδωση προκαλείται στο δενδροκομείο αργά κατά την βλαστική περίοδο από έλλειψη του ασβεστίου στους καρπούς.
Η ασθένεια εκδηλώνεται συντομότερα σε θερμοκρασία 10οC, παρά σε θερμοκρασία 0οC. Τα συμπτώματα της ασθένειας αναπτύσσονται μέσα σε 7-10 μέρες στις ευπαθείς ποικιλίες σε θερμοκρασία 10oC. Γενικά, η κηλίδωση εκδηλώνεται κατά τους δύο ή τρεις πρώτους μήνες της αποθηκεύσεως των καρπών. Αντιμετωπίζεται ικανοποιητικά με ψεκασμό των δένδρων με διάλυμα νιτρικού ασβεστίου ή χλωριούχου ασβεστίου στο οποίο προστίθεται διαβρεκτική ουσία. Τρείς ψεκασμοί είναι αρκετοί. Οι ψεκασμοί πρέπει να γίνονται κατά τη περίοδο των δύο μηνών προ της έναρξης της συγκομιδής. Τα δένδρα πρέπει να ψεκάζονται ανά 15-20 μέρες και ο τελευταίος ψεκασμός να γίνεται τουλάχιστον 1-2 εβδομάδες πριν την έναρξη της συγκομιδής. Για την αποφυγή εγκαυμάτων τα δένδρα δεν πρέπει να ψεκάζονται με δροσερό καιρό ή πολύ αργά το απόγευμα.
- Εκτός από τους ψεκασμούς, είναι σκόπιμο να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για την εφαρμογή και των ακόλουθων μέτρων:
- Αποφυγή συγκομιδής των μήλων σε πολύ πρόωρο στάδιο ωριμότητας
- Εκτέλεση κανονικών αρδεύσεων
- Επιμελής εκτέλεση κλαδέματος για εξασφάλιση καλής σχέσης φυλλώματος προς καρποφορία και κανονικής κατ΄ έτος καρποφορίας των δένδρων
Μετά τη συγκομιδή οι καρποί να αποθηκεύονται αμέσως σε θερμοκρασία 0-1οC και υψηλή υγρασία.
Τροφοπενία ψευδαργύρου
Το χαρακτηριστικό της ασθένειας αυτής είναι η παρουσία κλαδίσκων, κυρίως στην κορυφή της κόμης του δένδρου, οι οποίοι κατά την περίοδο της άνοιξης σχηματίζουν μικρού μήκους κορυφαία βλάστηση που αποτελείται από ρόδακα μικρών, στενών, σχεδόν άμισχων και δυσκάμπτων φύλλων. Οι πλάγιοι οφθαλμοί των κλαδίσκων αυτών δεν εκπτύσσονται ή σχηματίζουν λίγο μικρότερα και στενά φύλλα, έτσι οι κλαδίσκοι εμφανίζονται απογυμνωμένοι. Τα φύλλα παρουσιάζουν περιφερειακή και μεσονεύριο ή γενική χλώρωση ή χλώρωση υπό μορφή μωσαϊκού. Τα συμπτώματα είναι σαφή κατά την άνοιξη. Οι κλάδοι που έχουν προσβληθεί είναι ευπαθείς στις χαμηλές θερμοκρασίες και συνήθως αποξηραίνονται τον χειμώνα. Η παραγωγή των προσβεβλημένων δένδρων είναι μειωμένη. Οι παραγόμενοι καρποί είναι μικρού μεγέθους και ενίοτε παραμορφωμένοι.
Η τροφοπενία ψευδαργύρου χρειάζεται επιβεβαίωση της μακροσκοπικής διάγνωσης. Γίνεται με επάλειψη νεαρών χλωρωτικών φύλλων με διάλυμα θειϊκού ψευδαργύρου 0,1 – 0,5% ή ακόμα καλύτερα, με χημική ανάλυση των φύλλων, προσδιορισμός της περιεκτικότητας των φύλλων σε ψευδάργυρο.
Εμφανίζεται συνήθως σε αμμώδη ή χαλικώδη εδάφη και σε εδάφη μέσης σύστασης με pH άνω του 6. Η διαλυτότητα του ψευδαργύρου ελαττώνεται όταν αυξάνεται το pH. Στα ασβεστούχα εδάφη ο ψευδάργυρος καθίσταται δυσδιάλυτος. Ακόμα η προσθήκη μεγάλης ποσότητας κόπρου και υψηλή περιεκτικότητα του εδάφους σε φώσφορο συντελούν στην εμφάνιση της ασθένειας. Επίσης πλημμύρες, ξηρασία, βαθιές αρόσεις καθώς και το αυστηρό κλάδεμα των δένδρων εντείνει τα συμπτώματα τροφοπενίας ψευδαργύρου.
Καταπολέμηση της ασθένειας γίνεται με χειμερινό ψεκασμό των δένδρων με διάλυμα 5% θειϊκού ψευδαργύρου. Σε σοβαρές περιπτώσεις ο χειμερινός ψεκασμός πρέπει να επαναλαμβάνεται και τον επόμενο χειμώνα. Επίσης συγκαλλιέργεια με μηδική έχει θετικά αποτελέσματα σε δένδρα που πάσχουν.
Τροφοπενία βορίου
Εκδηλώνεται κυρίως στη μηλιά και μάλιστα στους καρπούς.Τα πρώτα συμπτώματα εκδηλώνονται όταν έχουν διάμετρο περίπου 3-4cm, με την εμφάνιση στην επιφάνειά τους μιας ή περισσότερων υδατωδών, κυκλικών ή ακανόνιστων κηλίδων διαμέτρου 2-6mm και χρώματος σκούρου πράσινου. Οι κηλίδες εξελίσσονται σε καστανές, νεκρωτικές, ελαφρά βυθισμένες, φελλώδεις. Λόγω της νέκρωσης των ιστών οι καρποί αναπτυσσόμενοι παρουσιάζουν ελαφρά ή έντονη παραμόρφωση. Οι έντονα προσβεβλημένοι καρποί συνήθως πέφτουν πρόωρα από το δένδρο.
Τα φύλλα των ετήσιων βλαστών γίνονται, αργά το καλοκαίρι, κίτρινα, με ερυθρόχρωμα νεύρα, κυρτούνται και παρουσιάζουν περιφερειακές νεκρώσεις του ελάσματος. Κοντά στην κορυφή ο φλοιός και το κάμβιο εμφανίζουν νεκρωτικές κηλίδες. Οι οφθαλμοί δε εκπτύσσονται ή δίνουν καχεκτική όψιμη βλάστηση. Στην αχλαδιά η πρώιμη έλλειψη βορίου προκαλεί μαρασμό και ξήρανση άνθεων, συμπτώματα που μοιάζουν με τις προσβολές του βακτηρίου Pseudomonas syringae.
Ελαφρά όξινα εδάφη, υγρών περιοχών είναι φτωχά σε βόριο. Η ξηρασία μπορεί να προκαλέσει τροφοπενία βορίου σε περίπτωση που η περιεκτικότητα του εδάφους σε βόριο είναι μικρή.
Συνιστάται προσθήκη βόρακα το χειμώνα, στο έδαφος σε ποσότητες 100-200gr κατά δένδρο. Η προσθήκη βόρακα δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται προ της παρελεύσεως τριετίας γιατί υπάρχει κίνδυνος τοξικότητας λογω συσσωρεύσεως βορίου.
Τροφοπενία σιδήρου
Το έλασμα των νεαρών φύλλων των κορυφών είναι κίτρινο ή υπόλευκο, ενώ το δίκτυο των νεύρων παραμένει πράσινο. Σε προχωρημένο στάδιο προσβολής το έλασμα αποχρωματίζεται τελείως και εμφανίζει περιφερειακή ή τοπική νέκρωση. Παρατηρείται φυλλόπτωση. Οι κλαδίσκοι έχουν μικρή ανάπτυξη και εμφανίζουν νέκρωση κορυφών.
Παρατηρείται τόσο σε όξινα όσο και σε αλκαλικά εδάφη και οφείλεται κατά κανόνα σε δυσμενείς συνθήκες μέσα στο φυτό και στο έδαφος. Υψηλή περιεκτικότητα σε ασβέστιο ή μαγγάνιο, μειώνει την κινητικότητα του σιδήρου σε φυτό. Η χλώρωση σιδήρου είναι συχνότερη σε ασβεστούχα ιδίως υγρά εδάφη. Τα εδάφη αυτά είναι πλούσια σε CaCO3 και έχουν αλκαλική αντίδραση. Συνιστάται η προσθήκη στο έδαφος, κατά την άνοιξη χηλικών ενώσεων (iron chelates).