Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια γαρυφαλλιάς βακτηριακός νανισμός"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
 
(3 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Πρόκειται για δυο σοβαρές παθήσεις στις οποίες τα παθογόνα εγκαθίστανται στην ηθμαγγειώδη μοίρα του βλαστού και προκαλούν συμπτώματα ελλείψεως νερού, νανισμό, ημιπληγία και αποξήρανση βλαστών και φυτών.
+
Οφείλεται στο Erwinia chrysanthemi. Αρνητικό κατά Gram, περίτριχο. Προσβάλλει επίσης την μπιγκόνια, το χρυσάνθεμο, τη ντάλια, το [[Καρότο φυτό|καρότο]]. Η [[Ασθένειες γαρυφαλλιάς|ασθένεια]] διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα (περιοχή Καλλονής Τροιζηνίας) και μάλιστα σε σοβαρή μορφή το 1976. Η προσβολή διαπιστώθηκε το Σεπτέμβριο του 1976 σε αγρό ο οποίος είχε φυτευθεί τον Αύγόουστο του ίδιου χρόνου με έρριζα μοσχεύματα που είχαν εισαχθεί από την Ολλανδία. Το πλέον χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ένας έντονος νανισμός των νέων βλαστών του φυτού. Τα φύλλα των προσβεβλημένων βλαστών σχηματίζουν ρόδακα λόγω έντονης βραχυγονατώσεως, με αποτέλεσμα τον μαρασμό του φυλλώματος και τη σήψη των ριζών. Σε επιμήκεις τομές βλαστών παρατηρείται καστανός και κατά θέσεις υδατώδης μεταχρωματισμός των  αγγείων του ξύλου. Σε προχωρημένο στάδιο της προσβολής προκαλείται καταστροφή των ιστών και σχηματισμός σωληνοειδών κοιλοτήτων εντός των βλαστών οι οποίοι τελικά ξηραίνονται.  
α) Βακτηριακός νανισμός (αγγλ. Bacterial stunt ή slow wilt).
+
Οφείλεται στο Erwinia chrysanthemi pv. dianthicola (Hellmers) Dickey, συν. Erwinia chrysanthemi pv. dianthi Alivizatos, Erwinia carotovora var. chrysanthemi, Pectobacterium parthenii var. dianthicola Hellmers. Αρνητικό κατά Gram, περίτριχο. Προσβάλλει επίσης τα φυτά, Begonia intermedia, Chrysanthemum maximum, Dahlia pinnata, Daucus carota, Dianthus barbatus, Sedum spectabile. Η ασθένεια διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα (περιοχή Καλλονής Τροιζηνίας) και μάλιστα σε σοβαρή μορφή το 1976. Η προσβολή διαπιστώθηκε το Σεπτέμβριο του 1976 σε αγρό ο οποίος είχε φυτευθεί τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου με έρριζα μοσχεύματα που είχαν εισαχθεί από την Ολλανδία. Το πλέον χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ένας έντονος νανισμός των νέων βλαστών του φυτού. Τα φύλλα των προσβεβλημένων βλαστών σχηματίζουν ρόδακα λόγω έντονης βραχυγονατώσεως. Μαρασμός του φυλλώματος. Σήψη των ριζών. Σε επιμήκεις τομές βλαστών παρατηρείται καστανός και κατά θέσεις υδατώδης μεταχρωματισμός των  αγγείων του ξύλου. Σε προχωρημένο στάδιο της προσβολής προκαλείται καταστροφή των ιστών και σχηματισμός σωληνοειδών κοιλοτήτων εντός των βλαστών οι οποίοι τελικά ξηραίνονται. Σε περίπτωση ελαφράς μολύνσεως τα φυτά επιζούν και παράγουν βλαστούς εμφανίζοντας νανισμό και φέροντας φύλλα στενότερα του κανονικού. Οι βλαστοί αυτοί εμφανίζονται εξωτερικά διογκωμένοι (ιδιαίτερα στη βάση) λόγω πολλαπλασιασμού των κυττάρων γύρω από τα ασθενή αγγεία. Η ασθένεια μεταδίδεται κυρίως με τα μοσχεύματα που λαμβάνονται από προσβεβλημένα μητρικά φυτά. Από τις τομές των μοσχευμάτων αυτών εξέρχονται τα βακτήρια κατά τη διάρκεια της ριζοβολίας των μοσχευμάτων εντός υγρών διαλυμάτων ή στα κιβώτια ριζοβολιάς και στη συνέχεια μεταφέρονται με το νερό στα πλησίον τους υγιή μοσχεύματα τα οποία μολύνουν. Τα εντόνως προσβεβλημένα μοσχεύματα εμφανίζουν υγρή σήψη στη βάση και σύντομα ξηραίνονται χωρίς να ριζοβολήσουν. Όταν όμως η
+
 
+
 
+
 
+
<ref name="Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών"/>
+
  
 +
Σε περίπτωση ελαφράς μολύνσεως τα φυτά επιζούν και παράγουν βλαστούς εμφανίζοντας νανισμό και φέροντας φύλλα στενότερα του κανονικού. Οι βλαστοί αυτοί εμφανίζονται εξωτερικά διογκωμένοι (ιδιαίτερα στη βάση) λόγω πολλαπλασιασμού των κυττάρων γύρω από τα ασθενή αγγεία.
  
 +
Η ασθένεια μεταδίδεται κυρίως με τα μοσχεύματα που λαμβάνονται από προσβεβλημένα μητρικά φυτά. Από τις τομές των μοσχευμάτων αυτών εξέρχονται τα βακτήρια κατά τη διάρκεια της ριζοβολίας των μοσχευμάτων εντός υγρών διαλυμάτων ή στα κιβώτια ριζοβολιάς και στη συνέχεια μεταφέρονται με το νερό στα πλησίον τους υγιή μοσχεύματα τα οποία μολύνουν. Τα εντόνως προσβεβλημένα μοσχεύματα εμφανίζουν υγρή σήψη στη βάση και σύντομα ξηραίνονται χωρίς να ριζοβολήσουν. Όταν όμως η προσβολή είναι ελαφρά, τα μοσχεύματα ριζοβολούν κανονικά, φυτεύονται μαζί με τα υγιή φυτά και εμφανίζουν την ασθένεια αργότερα. Το παθογόνο μεταδίδεται και με τα υπολείμματα της καλλιέργειας. Η είσοδος του παθογόνου στα υγιή φυτά γίνεται από τις πληγές. Η άριστη θερμοκρασία για την ασθένεια είναι μεταξύ 25-27<sup>0</sup>C, το παθογόνο όμως αναπτύσσεται ικανοποιητικά και σε χαμηλότερες θερμοκρασίες (10-15<sup>0</sup>C).<ref name="Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών"/>
  
 
==Βιβλιογραφία==
 
==Βιβλιογραφία==
Γραμμή 18: Γραμμή 14:
 
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]]
 
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]]
 
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]]
 
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]]
[[είναι προσβολή της ασθένειας::Μυκητολογικές ασθένειες φυτών| ]]
+
[[είναι προσβολή της ασθένειας::Προκαρυωτικές ασθένειες φυτών| ]]

Τελευταία αναθεώρηση της 11:42, 25 Ιανουαρίου 2016

Οφείλεται στο Erwinia chrysanthemi. Αρνητικό κατά Gram, περίτριχο. Προσβάλλει επίσης την μπιγκόνια, το χρυσάνθεμο, τη ντάλια, το καρότο. Η ασθένεια διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα (περιοχή Καλλονής Τροιζηνίας) και μάλιστα σε σοβαρή μορφή το 1976. Η προσβολή διαπιστώθηκε το Σεπτέμβριο του 1976 σε αγρό ο οποίος είχε φυτευθεί τον Αύγόουστο του ίδιου χρόνου με έρριζα μοσχεύματα που είχαν εισαχθεί από την Ολλανδία. Το πλέον χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ένας έντονος νανισμός των νέων βλαστών του φυτού. Τα φύλλα των προσβεβλημένων βλαστών σχηματίζουν ρόδακα λόγω έντονης βραχυγονατώσεως, με αποτέλεσμα τον μαρασμό του φυλλώματος και τη σήψη των ριζών. Σε επιμήκεις τομές βλαστών παρατηρείται καστανός και κατά θέσεις υδατώδης μεταχρωματισμός των αγγείων του ξύλου. Σε προχωρημένο στάδιο της προσβολής προκαλείται καταστροφή των ιστών και σχηματισμός σωληνοειδών κοιλοτήτων εντός των βλαστών οι οποίοι τελικά ξηραίνονται.

Σε περίπτωση ελαφράς μολύνσεως τα φυτά επιζούν και παράγουν βλαστούς εμφανίζοντας νανισμό και φέροντας φύλλα στενότερα του κανονικού. Οι βλαστοί αυτοί εμφανίζονται εξωτερικά διογκωμένοι (ιδιαίτερα στη βάση) λόγω πολλαπλασιασμού των κυττάρων γύρω από τα ασθενή αγγεία.

Η ασθένεια μεταδίδεται κυρίως με τα μοσχεύματα που λαμβάνονται από προσβεβλημένα μητρικά φυτά. Από τις τομές των μοσχευμάτων αυτών εξέρχονται τα βακτήρια κατά τη διάρκεια της ριζοβολίας των μοσχευμάτων εντός υγρών διαλυμάτων ή στα κιβώτια ριζοβολιάς και στη συνέχεια μεταφέρονται με το νερό στα πλησίον τους υγιή μοσχεύματα τα οποία μολύνουν. Τα εντόνως προσβεβλημένα μοσχεύματα εμφανίζουν υγρή σήψη στη βάση και σύντομα ξηραίνονται χωρίς να ριζοβολήσουν. Όταν όμως η προσβολή είναι ελαφρά, τα μοσχεύματα ριζοβολούν κανονικά, φυτεύονται μαζί με τα υγιή φυτά και εμφανίζουν την ασθένεια αργότερα. Το παθογόνο μεταδίδεται και με τα υπολείμματα της καλλιέργειας. Η είσοδος του παθογόνου στα υγιή φυτά γίνεται από τις πληγές. Η άριστη θερμοκρασία για την ασθένεια είναι μεταξύ 25-270C, το παθογόνο όμως αναπτύσσεται ικανοποιητικά και σε χαμηλότερες θερμοκρασίες (10-150C).[1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.