Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ρίζες"
(Νέα σελίδα με '{{{top_heading|==}}}Εισαγωγή στις ρίζες{{{top_heading|==}}} {{{top_heading|===}}}Αύξηση ριζών{{{top_heading|===}}} {{{top_heading|====}}}...') |
|||
(3 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{{top_heading|==}}}Εισαγωγή στις ρίζες{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Εισαγωγή στις ρίζες{{{top_heading|==}}} | ||
+ | Ο ώριμος σπόρος (έμβρυο) φέρει στην κορυφή του υποκοτύλιου τις ριζικές καταβολές. Όταν φυτρώσει, το πρώτο όργανο που εμφανίζεται είναι το ριζίδιο μια εμβρυακή ή πρωτογενής ρίζα, το οποίο τελικά εξελίσσεται σ' ένα ειδικό στηρικτικό και απορροφητικό όργανο. Η πρωτογενής αυτή ρίζα πολύ σύντομα σχηματίζει πλάγιες ρίζες. Όταν η πρωτογενής και οι πλάγιες ρίζες αυξάνονται κατά το μάλλον ή ήττον εξίσου, το ριζικό σύστημα καλείται θυσσανώδες. Ο τύπος αυτός του ριζικού συστήματος απαντά στα περισσότερα καρποφόρα δένδρα. Σε μερικά όμως καρποφόρα δένδρα, όπου η πρωτογενής ρίζα φέρει ελάχιστες πλάγιες ρίζες, που αυξάνονται με πολύ βραδύτερο ρυθμό απ' εκείνο της πρωτογενούς ή κύριας ρίζας, το ριζικό σύστημα καλείται πασσαλώδες. Αν και οι ρίζες σ' ένα είδος καρποφόρου δένδρου έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ωστόσο, κατά το πλείστον, οι ρίζες όλων των ειδών των καρποφόρων δένδρων είναι απολύτος όμοιες μορφολογικά, ανατομικά και λειτουργικά. Ο τύπος του ριζικού συστήματος βασικά επηρεάζεται από κληρονομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η ρίζα χαρακτηρίζεται από θετικό γεωτροπισμό (στρέφεται δηλαδή προς το [[Εδαφολογία|έδαφος]]), ενώ ο βλαστός από αρνητικό γεωτροπισμό (στρέφεται δηλαδή αντίθετα απ' το έδαφος). Η ρίζα αποτελείται από τη ριζική καλύπτρα, τη μεριστωματική ζώνη, τη ζώνη επιμήκυνσης και τη ζώνη διαφοροποίησης και ωρίμανσης, όπου απαντούν ριζικά τριχίδια.<ref name="Ρίζες"/> | ||
{{{top_heading|===}}}Αύξηση ριζών{{{top_heading|===}}} | {{{top_heading|===}}}Αύξηση ριζών{{{top_heading|===}}} | ||
+ | Η αύξηση της ρίζας επηρεάζεται: | ||
+ | * Απ' τις [[Εδαφολογία|εδαφικές συνθήκες]] όπως είναι η συνεκτικότητα, το βάθος, η γονιμότητα και η [[Θερμοκρασία εδάφους|θερμοκρασία του εδάφους]] και το ύψος του εδαφικού ορίζοντα κατά τους χειμερινούς μήνες. | ||
+ | |||
+ | * Από τις καλλιεργητικές φροντίδες όπως είναι το [[Κλάδεμα|κλάδεμα]] και το αραίωμα των καρπών των καρποφόρων δένδρων. | ||
+ | |||
+ | * Τα κληρονομικά χαρακτηριστικά των ειδών. | ||
+ | |||
+ | Οι [[Εισαγωγή στις ρίζες|ρίζες]] αυξάνουν κατά μήκος και διάμετρο. Κατά μήκος μεν με τη κυτταρική διαίρεση και μεγέθυνση των πρωτογενών ιστών, κατά διάμετρο δε με τη δευτερογενή μεριστωματική δραστηριοτητα στο αγγειώδες κάμβιο και το φελλοκάμβιο. Οι ρίζες διατρυπούν το έδαφος δια της μεγεθύνσεως των κυττάρων της ζώνης επιμηκύνσεως και δια προωθήσεως της αδιαφοροποίητης ακόμα μεριστωματικής κορυφής. Οι ρίζες λυγίζουν, όταν οι κορυφές τους συναντούν εμπόδια. Τα κύτταρα της ριζικής καλύπτρας καταστρέφονται, αλλά γρήγορα ανανεώνονται απ' εκείνα που προέρχονται απ' το επάκριο μερίστωμα. Η ικανότητα των ριζών να μεταφέρουν και ν' αποθηκεύουν τροφή και ανόργανα στοιχεία αυξάνει καθώς οι δευτερογενείς ξυλώδεις και ηθμώδεις ιστοί επεκτείνονται και οι ρίζες αυξάνουν κατά διάμετρο. Η καλή ανάπτυξη των ριζών εξαρτάται κυρίως απ' την υφή, τη θερμοκρασία και τη γονιμότητα του εδάφους. Οι λεπτές ρίζες αυξάνουν και απορροφούν το σύνολο του νερού του εδάφους σε αμμοπηλώδη εδάφη, γιατί το νερό συγκρατείται λιγότερο ισχυρά απ' τους μεγάλους κόκκους της [[Αμμώδη εδάφη|άμμου]] απ' ότι απ' τους λεπτούς κόκκους της αργίλου. Οι ρίζες δεν αυξάνουν πάρα πολύ σε πολύ αμμώδη εδάφη λόγω του μεγάλου όγκου του αέρα και της καλής αποστράγγισης (πορώδες), γιατί τα εδάφη αυτά χαρακτηρίζονται από μικρή προσκολλητική ικανότητα και είναι συνήθως άγονα. Γι' αυτό τα δενδροκομικά αυτά εδάφη χρειάζονται συχνά πότισμα και λίπανση. Η αύξηση | ||
+ | των ριζών αναστέλλεται, καθώς απορροφάται το νερό, και η περιεκτικότητα της εδαφικής υγρασίας μειώνεται. Τελικά, η περιεκτικότητα σε υγρασία θα μειωθεί σε βαθμό που οι ρίζες δε θα μπορούν να απορροφούν νερό επί μακρότερον. Η εδαφική υγρασία τότε βρίσκεται στο μόνιμο σημείο μαράνσεως. Οι ρίζες των καρποφόρων δένδρων δεν εκμεταλλεύονται αποτελεσματικά τα πολύ βαριά [[Αργιλώδη εδάφη|αργιλώδη εδάφη]], γιατί οι εδαφικοί κόκκοι είναι πολύ μικροί και υπερβολικά συμπαγείς. Επειδή στα εδάφη αυτά οι εδαφικοί πόροι είναι μικροί, το οξυγόνο μπορεί να μειωθεί σημαντικά και να επηρεάσει αρνητικά την αύξηση.<ref name="Ρίζες"/> | ||
{{{top_heading|====}}}Περιοδική αύξηση{{{top_heading|====}}} | {{{top_heading|====}}}Περιοδική αύξηση{{{top_heading|====}}} | ||
+ | Η εποχική προσαύξηση της [[Εισαγωγή στις ρίζες|ρίζας]] εξαρτάται απ' την αυστηρότητα του χειμερινού [[Κλάδεμα|κλαδέματος]], το οποίο δε ρυθμίζει μόνο την αύξηση της βλάστησης, αλλά και την επερχόμενη παραγωγή. Η βλαστική αύξηση και η παραγωγή επηρεάζουν την ποσότητα των φωτοσυνθετικών υλικών, τα οποία μεταφέρονται στις ρίζες για ν' αποθηκευτούν υπό μορφή υδατανθράκων και να χρησιμοποιηθούν για την επέκταση των ριζών. Η εναλλαγή της περιοδικής αύξησης των ριζών δεν παρατηρείται σταθερά σε νεαρά, ζωηρά και μη καρποφορήσαντα δένδρα πιθανόν, γιατί τα παρεχόμενα φωτοσυνθετικά υλικά είναι άφθονα. Η αύξηση των ριζών είναι βραδεία κατά τα μέσα του χειμώνα και επιταχύνεται κατά τα τέλη αυτού 2 έως 6 εβδομάδες πριν από την έκπτυξη των οφθαλμών, εφόσον η [[Θερμοκρασία εδάφους|θερμοκρασία του εδάφους]] είναι μεγαλύτερη των 4<sup>0</sup>C. Η αύξηση αυτή συμπίπτει με την περίοδο ενεργοποίησης του ριζικού συστήματος της [[Καρυδιά|καρυδιάς]] και του [[Ακτινίδιο|ακτινιδίου]]. Το κλάδεμα των ειδών αυτών κατά την περίοδο αυτή προκαλεί χυμοροή. | ||
− | <ref name="Ρίζες"/> | + | Μόλις η αύξηση της βλάστησης ξεκινήσει την άνοιξη, η αύξηση των ριζών επιβραδύνεται και ξαναρχίζει, όταν η βλαστική αύξηση επιβραδυνθεί αργά το καλοκαίρι. Η μικρότερη ριζική αύξηση παρατηρήθηκε σε κλαδεμένα δένδρα [[Μηλιά|μηλιάς]], της ποικιλίας Worcester επί υποκειμένου ΜΜ<sub>104</sub> παρά σ' ακλάδευτα δένδρα. Το κλάδεμα δημιουργεί δένδρα με μικρότερη κόμη, αν και οι βλαστοί σ' ένα κλαδεμένο δένδρο αυξάνουν επί μακρότερο, 3-4 εβδομάδες, απ' ότι οι βλαστοί των ακλάδευτων δένδρων. Η περιοδική αύξηση των ριζών και βλαστών συνδέεται με τη συγκέντρωση των φωτοσυνθετικών υλικών. Όταν ο Hansen (1967b) διοχέτευσε ραδιενεργό διοξείδιο του άνθρακα σε φύλλα δένδρων μηλιάς ηλικίας ενός έτους νωρίς το καλοκαίρι, που οι βλαστοί βρίσκονταν σε ταχεία αύξηση, βρήκε ότι η περισσότερη ραδιενέργεια παρέμεινε στο εναέριο τμήμα των δένδρων. Όταν όμως η διοχέτευση ραδιενεργού διοξειδίου του άνθρακα έγινε τον Οκτώβριο, που η βλαστική αύξηση είχε σταματήσει, βρήκε περισσότερη ραδιενέργεια στις ρίζες παρά στους βλαστούς. |
+ | |||
+ | Η αύξηση ριζών σε καρποφόρα δένδρα μηλιάς, ηλικίας τεσσάρων ετών της [[Ποικιλίες Golden Delicious|ποικιλίας Golden delicious]], ήταν αμελητέα. Η φτωχή αυτή αύξηση αποδόθηκε στην παρεμπόδιση των φωτοσυνθετικών υλικών να φθάσουν στις ρίζες από τους καρπούς, λόγω της μεγαλύτερης απορροφητικής δύναμη τους και της πιο ευνοϊκής ανταγωνιστικής θέσης τους. Για τον ίδιο λόγο, οι ρίζες πολυφορτωμένων δένδρων της [[Ποικιλίες Ευρωπαϊκής δαμασκηνιάς|Ευρωπαϊκής δαμασκηνιάς]] συσσώρευσαν άμυλο σε μικρότερη ποσότητα απ' ότι δένδρα με μικρότερο φορτίο. Στις [[Δαμασκηνιά|δαμασκηνιές]] η έλλειψη υδατανθράκων στις ρίζες δεν αναστέλλουν μόνο την αύξηση, αλλά περιορίζουν και τη διαπνευστική ενέργεια, που απαιτείται για την ενεργό άνοδο και διατήρηση των κατιόντων σε συνεχή ροή. Έτσι η μεγάλη παραγωγή, σιγά-σιγά, οδηγεί σε [[Συμπτώματα τροφοπενίας καλίου|τροφοπενία καλίου]] και ιδιαίτερα σ' [[Τύποι εδαφών|εδάφη]] με σχετικά μεγάλη αναλογία [[Μαγνήσιο|μαγνησίου]]-[[Ασβέστιο|ασβεστίου]]. Οι παρατηρήσεις αυτές δείχνουν πως οι καλλιεργητικές φροντίδες, αραίωμα καρπών και κλάδεμα, ίσως έχουν κάποια μεταφερόμενη επίδραση, η οποία ρυθμίζει τη βλάστηση του δένδρου το επόμενο έτος.<ref name="Ρίζες"/> | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 08:15, 2 Ιουνίου 2016
Περιεχόμενα
Εισαγωγή στις ρίζες
Ο ώριμος σπόρος (έμβρυο) φέρει στην κορυφή του υποκοτύλιου τις ριζικές καταβολές. Όταν φυτρώσει, το πρώτο όργανο που εμφανίζεται είναι το ριζίδιο μια εμβρυακή ή πρωτογενής ρίζα, το οποίο τελικά εξελίσσεται σ' ένα ειδικό στηρικτικό και απορροφητικό όργανο. Η πρωτογενής αυτή ρίζα πολύ σύντομα σχηματίζει πλάγιες ρίζες. Όταν η πρωτογενής και οι πλάγιες ρίζες αυξάνονται κατά το μάλλον ή ήττον εξίσου, το ριζικό σύστημα καλείται θυσσανώδες. Ο τύπος αυτός του ριζικού συστήματος απαντά στα περισσότερα καρποφόρα δένδρα. Σε μερικά όμως καρποφόρα δένδρα, όπου η πρωτογενής ρίζα φέρει ελάχιστες πλάγιες ρίζες, που αυξάνονται με πολύ βραδύτερο ρυθμό απ' εκείνο της πρωτογενούς ή κύριας ρίζας, το ριζικό σύστημα καλείται πασσαλώδες. Αν και οι ρίζες σ' ένα είδος καρποφόρου δένδρου έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ωστόσο, κατά το πλείστον, οι ρίζες όλων των ειδών των καρποφόρων δένδρων είναι απολύτος όμοιες μορφολογικά, ανατομικά και λειτουργικά. Ο τύπος του ριζικού συστήματος βασικά επηρεάζεται από κληρονομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η ρίζα χαρακτηρίζεται από θετικό γεωτροπισμό (στρέφεται δηλαδή προς το έδαφος), ενώ ο βλαστός από αρνητικό γεωτροπισμό (στρέφεται δηλαδή αντίθετα απ' το έδαφος). Η ρίζα αποτελείται από τη ριζική καλύπτρα, τη μεριστωματική ζώνη, τη ζώνη επιμήκυνσης και τη ζώνη διαφοροποίησης και ωρίμανσης, όπου απαντούν ριζικά τριχίδια.[1]
Αύξηση ριζών
Η αύξηση της ρίζας επηρεάζεται:
- Απ' τις εδαφικές συνθήκες όπως είναι η συνεκτικότητα, το βάθος, η γονιμότητα και η θερμοκρασία του εδάφους και το ύψος του εδαφικού ορίζοντα κατά τους χειμερινούς μήνες.
- Από τις καλλιεργητικές φροντίδες όπως είναι το κλάδεμα και το αραίωμα των καρπών των καρποφόρων δένδρων.
- Τα κληρονομικά χαρακτηριστικά των ειδών.
Οι ρίζες αυξάνουν κατά μήκος και διάμετρο. Κατά μήκος μεν με τη κυτταρική διαίρεση και μεγέθυνση των πρωτογενών ιστών, κατά διάμετρο δε με τη δευτερογενή μεριστωματική δραστηριοτητα στο αγγειώδες κάμβιο και το φελλοκάμβιο. Οι ρίζες διατρυπούν το έδαφος δια της μεγεθύνσεως των κυττάρων της ζώνης επιμηκύνσεως και δια προωθήσεως της αδιαφοροποίητης ακόμα μεριστωματικής κορυφής. Οι ρίζες λυγίζουν, όταν οι κορυφές τους συναντούν εμπόδια. Τα κύτταρα της ριζικής καλύπτρας καταστρέφονται, αλλά γρήγορα ανανεώνονται απ' εκείνα που προέρχονται απ' το επάκριο μερίστωμα. Η ικανότητα των ριζών να μεταφέρουν και ν' αποθηκεύουν τροφή και ανόργανα στοιχεία αυξάνει καθώς οι δευτερογενείς ξυλώδεις και ηθμώδεις ιστοί επεκτείνονται και οι ρίζες αυξάνουν κατά διάμετρο. Η καλή ανάπτυξη των ριζών εξαρτάται κυρίως απ' την υφή, τη θερμοκρασία και τη γονιμότητα του εδάφους. Οι λεπτές ρίζες αυξάνουν και απορροφούν το σύνολο του νερού του εδάφους σε αμμοπηλώδη εδάφη, γιατί το νερό συγκρατείται λιγότερο ισχυρά απ' τους μεγάλους κόκκους της άμμου απ' ότι απ' τους λεπτούς κόκκους της αργίλου. Οι ρίζες δεν αυξάνουν πάρα πολύ σε πολύ αμμώδη εδάφη λόγω του μεγάλου όγκου του αέρα και της καλής αποστράγγισης (πορώδες), γιατί τα εδάφη αυτά χαρακτηρίζονται από μικρή προσκολλητική ικανότητα και είναι συνήθως άγονα. Γι' αυτό τα δενδροκομικά αυτά εδάφη χρειάζονται συχνά πότισμα και λίπανση. Η αύξηση των ριζών αναστέλλεται, καθώς απορροφάται το νερό, και η περιεκτικότητα της εδαφικής υγρασίας μειώνεται. Τελικά, η περιεκτικότητα σε υγρασία θα μειωθεί σε βαθμό που οι ρίζες δε θα μπορούν να απορροφούν νερό επί μακρότερον. Η εδαφική υγρασία τότε βρίσκεται στο μόνιμο σημείο μαράνσεως. Οι ρίζες των καρποφόρων δένδρων δεν εκμεταλλεύονται αποτελεσματικά τα πολύ βαριά αργιλώδη εδάφη, γιατί οι εδαφικοί κόκκοι είναι πολύ μικροί και υπερβολικά συμπαγείς. Επειδή στα εδάφη αυτά οι εδαφικοί πόροι είναι μικροί, το οξυγόνο μπορεί να μειωθεί σημαντικά και να επηρεάσει αρνητικά την αύξηση.[1]
Περιοδική αύξηση
Η εποχική προσαύξηση της ρίζας εξαρτάται απ' την αυστηρότητα του χειμερινού κλαδέματος, το οποίο δε ρυθμίζει μόνο την αύξηση της βλάστησης, αλλά και την επερχόμενη παραγωγή. Η βλαστική αύξηση και η παραγωγή επηρεάζουν την ποσότητα των φωτοσυνθετικών υλικών, τα οποία μεταφέρονται στις ρίζες για ν' αποθηκευτούν υπό μορφή υδατανθράκων και να χρησιμοποιηθούν για την επέκταση των ριζών. Η εναλλαγή της περιοδικής αύξησης των ριζών δεν παρατηρείται σταθερά σε νεαρά, ζωηρά και μη καρποφορήσαντα δένδρα πιθανόν, γιατί τα παρεχόμενα φωτοσυνθετικά υλικά είναι άφθονα. Η αύξηση των ριζών είναι βραδεία κατά τα μέσα του χειμώνα και επιταχύνεται κατά τα τέλη αυτού 2 έως 6 εβδομάδες πριν από την έκπτυξη των οφθαλμών, εφόσον η θερμοκρασία του εδάφους είναι μεγαλύτερη των 40C. Η αύξηση αυτή συμπίπτει με την περίοδο ενεργοποίησης του ριζικού συστήματος της καρυδιάς και του ακτινιδίου. Το κλάδεμα των ειδών αυτών κατά την περίοδο αυτή προκαλεί χυμοροή.
Μόλις η αύξηση της βλάστησης ξεκινήσει την άνοιξη, η αύξηση των ριζών επιβραδύνεται και ξαναρχίζει, όταν η βλαστική αύξηση επιβραδυνθεί αργά το καλοκαίρι. Η μικρότερη ριζική αύξηση παρατηρήθηκε σε κλαδεμένα δένδρα μηλιάς, της ποικιλίας Worcester επί υποκειμένου ΜΜ104 παρά σ' ακλάδευτα δένδρα. Το κλάδεμα δημιουργεί δένδρα με μικρότερη κόμη, αν και οι βλαστοί σ' ένα κλαδεμένο δένδρο αυξάνουν επί μακρότερο, 3-4 εβδομάδες, απ' ότι οι βλαστοί των ακλάδευτων δένδρων. Η περιοδική αύξηση των ριζών και βλαστών συνδέεται με τη συγκέντρωση των φωτοσυνθετικών υλικών. Όταν ο Hansen (1967b) διοχέτευσε ραδιενεργό διοξείδιο του άνθρακα σε φύλλα δένδρων μηλιάς ηλικίας ενός έτους νωρίς το καλοκαίρι, που οι βλαστοί βρίσκονταν σε ταχεία αύξηση, βρήκε ότι η περισσότερη ραδιενέργεια παρέμεινε στο εναέριο τμήμα των δένδρων. Όταν όμως η διοχέτευση ραδιενεργού διοξειδίου του άνθρακα έγινε τον Οκτώβριο, που η βλαστική αύξηση είχε σταματήσει, βρήκε περισσότερη ραδιενέργεια στις ρίζες παρά στους βλαστούς.
Η αύξηση ριζών σε καρποφόρα δένδρα μηλιάς, ηλικίας τεσσάρων ετών της ποικιλίας Golden delicious, ήταν αμελητέα. Η φτωχή αυτή αύξηση αποδόθηκε στην παρεμπόδιση των φωτοσυνθετικών υλικών να φθάσουν στις ρίζες από τους καρπούς, λόγω της μεγαλύτερης απορροφητικής δύναμη τους και της πιο ευνοϊκής ανταγωνιστικής θέσης τους. Για τον ίδιο λόγο, οι ρίζες πολυφορτωμένων δένδρων της Ευρωπαϊκής δαμασκηνιάς συσσώρευσαν άμυλο σε μικρότερη ποσότητα απ' ότι δένδρα με μικρότερο φορτίο. Στις δαμασκηνιές η έλλειψη υδατανθράκων στις ρίζες δεν αναστέλλουν μόνο την αύξηση, αλλά περιορίζουν και τη διαπνευστική ενέργεια, που απαιτείται για την ενεργό άνοδο και διατήρηση των κατιόντων σε συνεχή ροή. Έτσι η μεγάλη παραγωγή, σιγά-σιγά, οδηγεί σε τροφοπενία καλίου και ιδιαίτερα σ' εδάφη με σχετικά μεγάλη αναλογία μαγνησίου-ασβεστίου. Οι παρατηρήσεις αυτές δείχνουν πως οι καλλιεργητικές φροντίδες, αραίωμα καρπών και κλάδεμα, ίσως έχουν κάποια μεταφερόμενη επίδραση, η οποία ρυθμίζει τη βλάστηση του δένδρου το επόμενο έτος.[1]
Σχετικές σελίδες