Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια ηλίανθου Σκληρωτίνια"
(Νέα σελίδα με 'Image:Προσβολή φυτού ηλίανθου από Σκληρωτίνια.jpg|thumb|px100|Προσβολή φυτού ηλίανθου από Σκληρωτί...') |
|||
Γραμμή 14: | Γραμμή 14: | ||
[[είναι ασθένεια της::Ηλίανθος φυτό| ]] | [[είναι ασθένεια της::Ηλίανθος φυτό| ]] | ||
[[είναι ασθένεια του φυτού::Ηλίανθος φυτό| ]] | [[είναι ασθένεια του φυτού::Ηλίανθος φυτό| ]] | ||
+ | [[είναι προσβολή της ασθένειας::Σκληρωτίνια| ]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 12:14, 7 Αυγούστου 2013
Η ασθένεια αυτή οφείλεται στον μύκητα Sclerotinia sclerotiorum. Tο μυκήλιο συντίθεται από πολυκυτταρικά διαφανή hyphae, με διάμετρο 6,5-7mm. Τα σκληρώτια είναι μικρά, ακανόνιστου σχήματος, διαμέτρου 3-6mm και βρίσκονται μέσα στο μίσχο, κοντά στη γραμμή του εδάφους. Ο Sclerotinia sclerotiorum παράγει αποθέσια σε σχήμα κούπας, σε ανοιχτό καφέ χρώμα, με διάμετρο 4-10mm, που συστοιχούνται σε λεπτές ρίγες. Ο ασκός είναι κυλινδρικός, με μέγεθος που κυμαίνεται από 130-463mm σε μήκος και 8-10 σε πλάτος. Υπό συνθήκες σχετικά υψηλής υγρασίας, ένα ώριμο αποθέσιο μπορεί να απελευθερώσει μέχρι 2x108 σπόρους. Ο Sclerotinia sclerotiorum παράγει εκατομμύρια ασκούς στο πάνω μέρος κάθε αποθεσίου. Κάθε ασκός περιέχει συνήθως οκτώ σπόρους. Οι σπόροι είναι διαφανείς, μπορεί όμως να φαίνονται ανοιχτοπράσινοι όταν παρατηρούνται με μικροσκόπιο αντίθετων φάσεων. Υπό συνθήκες ξηρές τα αποθέσια ενδέχεται να αποβιώσουν χωρίς να παραγάγουν σπόρους.
Από γεωγραφική άποψη, ο S. sclerotiorum είναι πολύ διαδεδομένος και έχει ευρεία οικολογική κατανομή. Στην αρχή πίστευαν ότι εμφανιζόταν μόνο σε κάπως κρύες και υγρές περιοχές αλλά σήμερα πλέον την έχουμε δει και σε ζεστές και ξηρές περιοχές. Ο S. sclerotiorum είναι σε θέση να παραγάγει 3 διακριτά διαφορετικές παθήσεις του ηλιάνθου. Μπορεί να αρχίσει με μαρασμό και σήψη του βασικού μίσχου, που εμφανίζεται σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάπτυξης του φυτού, σήψη του μεσαίου μίσχου σε μεγαλύτερης ηλικίας φυτά, και σήψη κεφαλής σε ώριμα φυτά. Ο μαρασμός και η σήψη του βασικού μίσχου συμβαίνει όταν ο ηλίανθος καλλιεργείται σε έδαφος μολυσμένο από Sclerotinia και μπορεί να προκαλέσει σοβαρή απώλεια στην παραγωγή. Τα προσβεβλημένα φυτά συνήθως μαραίνονται ταχύτατα και μπορεί να παραγάγουν ή να μην παραγάγουν σπόρο, κάτι που θα εξαρτηθεί από το πότε συμβαίνει η επιμόλυνση. Οι κεφαλές των μαραμένων φυτών είναι γενικά μικρότερες από ότι των υγιών φυτών και το βάρος του σπόρου είναι μικρότερο. Η λευκή σήψη είναι παγκόσμια διαδεδομένη αλλά στις κεφαλές του ηλίανθου παρουσιάζεται κυρίως στην Ευρώπη. Αυτό οφείλεται στην πρώιμη καρπογενική βλάστηση (μόλις πριν ή κατά τη διάρκεια της άνθισης). Η σήψη της κεφαλής και η σήψη του μέσου μίσχου συμβαίνουν σποραδικά και μόνο ύστερα από μακρές περιόδους υγρού καιρού. Η σήψη κεφαλής προκαλεί ακόμα μείωση του ελαιώδους συστατικού και αύξηση της περιεκτικότητας σε ελεύθερα λιπαρά οξέα. Τα σκληρώτια που σχηματίζονται σε ασθενείς μίσχους και κεφαλές, επιστρέφουν στο έδαφος με τη συγκομιδή, και μπορούν να προκαλέσουν ασθένειες Sclerotinia στον ηλίανθο και σε άλλες καλλιέργειες τα επόμενα χρόνια, μεγιστοποιώντας έτσι τη ζημιά.
Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα περιλαμβάνουν αιφνίδιο μαρασμό των φύλλων, σάπισμα της ρίζας και νέκρωση του βασικού μίσχου. Ο μαρασμός των φυτών επισημαίνεται μόλις πριν την άνθιση, αλλά γύρω στο 60-70% του μαρασμού παρουσιάζεται μετά την άνθηση. Η νέκρωση εμφανίζεται με χρώμα ανοιχτό καφέ, γκρι ή πρασινο-καφέ στη βάση του φυτού και στο τέλος κυκλώνει το μίσχο. Καθώς προχωρεί η παρακμή, ο μίσχος αποχρωματίζεται. Τα φυτά γίνονται εύκαμπτα όταν σηκωθεί δυνατός άνεμος. Μέσα και συχνά και έξω στη βάση του μίσχου παρουσιάζονται σκληρά, μαύρα, λανθάνοντα σώματα μυκήτων, που λέγονται σκληρώτια. Η παρουσία σκληρωτίων παρέχει βεβαιότητα για την ασθένεια. Όταν ο καιρός είναι υγρός, ο λευκός μύκητας (μούχλα) συχνά αναπτύσσεται στη βάση του μίσχου. Η σήψη του μέσου μίσχου συνήθως παρατηρείται για πρώτη φορά στο μέσο ή πάνω από το μέσο του μίσχου κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας και συνεχίζεται μέχρι την ωρίμανση. Αρχίζει ως αλλοίωση με χρώμα ανοιχτό καφέ έως γκρι και στο τέλος κυκλώνει και καταστρέφει το μίσχο. Ο μίσχος συνήθως λυγίζει στο σημείο που έχει πληγεί, και οι ιστοί πάνω από το νεκρωμένο σημείο, νεκρώνονται. Όταν έχει υγρασία συχνά παράγονται πυκνά λευκά μυκέλια και κάποια σκληρώτια, τόσο μέσα όσο και έξω από το μίσχο. Οι επηρεασθέντες ιστοί αποχρωματίζονται και εμφανίζονται κατακερματισμένοι. Η σήψη της κεφαλής προκαλείται από σπόρους του ίδιου μύκητα, που μεταφέρονται από τον άνεμο. Συνήθως παρουσιάζεται μετά την αρχική άνθηση, στο τέλος της περιόδου. Τα πρώτα συμπτώματα της σήψης κεφαλής συνήθως είναι η εμφάνιση κηλίδων ή λευκασμένων περιοχών στο σαρκώδες πίσω μέρος της κεφαλής. Ο μύκητας μπορεί να καταστρέψει όλο το μέρος αυτό της κεφαλής και το στρώμα των σπόρων πέφτει αφήνοντας μόνο ένα λευκασμένο σκελετό διεσπαρμένο με μεγάλα σκληρώτια. Αυτές οι λευκασμένες, σκελετωμένες κεφαλές είναι εμφανέστατες στον αγρό, ακόμα και από απόσταση. Στη διάρκεια της συγκομιδής οι μολυσμένες κεφαλές συχνά διαλύονται και οι όποιοι εναπομείναντες σπόροι χάνονται. Οι σπόροι συνήθως δεν αποσυντίθενται, είναι όμως κενοί. Τα μεγάλα σκληρώτια στις κεφαλές μπορεί να ξεπερνούν σε διάμετρο τα 12 εκ. και πολλά απ’ αυτά συλλέγονται μαζί με τους σπόρους. Τα μεγάλα σκληρώτια ανάμικτα με σπόρους, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη σήψης κεφαλής σ’ έναν αγρό.
Τα Sclerotinia sclerotiorum διαχειμάζουν ως σκληρώτια και ελεύθερο μυκήλιο στο έδαφος ή στα υπολείμματα των φυτών. Όταν οι ρίζες του ηλίανθου έρθουν σε επαφή με τα σκληρώτια, τα σκληρώτια βλασταίνουν, μολύνουν και εξασθενίζουν τις ρίζες, ο μύκητας μεγαλώνει στο μίσχο και το φυτό μαραίνεται και καταστρέφεται. Η επαφή μεταξύ ριζών και παρακείμενων φυτών επιτρέπει τη διασπορά του μύκητα από το ένα φυτό στο άλλο. Ο μύκητας γενικά δεν μετακινείται ανάμεσα στις σειρές. Τα σκληρώτια σχηματίζονται στο κατεστραμμένο εσωτερικό του μίσχου και στις ρίζες, καθώς το φυτό ξεραίνεται. Τα σκληρώτια μπορούν να διασπαρούν από αγρό σε αγρό με το χώμα που παρασύρει ο άνεμος, τη μετακίνηση των επιφανειακών υδάτων, με το χώμα που μένει στα γεωργικά μηχανήματα και σπανιότερα ως μολυσμένο υλικό σε εμπορεύσιμο σπόρο. Τα σκληρώτια επιβιώνουν στο έδαφος και οι αγροί παραμένουν μολυσμένοι για αρκετά χρόνια. Αν η υγρασία του εδάφους είναι υψηλή για 7-14 ημέρες, τα σκληρώτια που βρίσκονται στο πάνω μέρος του εδάφους, μπορούν να αναπτυχθούν σε αποθέσια τα οποία παράγουν σπόρους για μία εβδομάδα ή περισσότερο, αν το χώμα παραμείνει επαρκώς υγρό. Γενικά η ιδανική θερμοκρασία για την καρπογενική ανάπτυξη είναι 10-20°C. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, που περιλαμβάνουν και την επαρκή υγρασία, οι σποροι βλασταίνουν σε 3-6 ώρες. Οι σποροι πετούν, μεταφέρονται από τον άνεμο και προσγειώνονται στον ηλίανθο ή άλλα ευπαθή φυτά. Οι ασκόσποροι μολύνουν τους νεκρούς ιστούς, βλασταίνουν και κατακλύζουν το νεκρωμένο φυτό με μυκήλιο. Ύστερα, ο μύκητας εισβάλει με το μυκήλιο σε υγιείς ιστούς των φυτών. Αφού ολόκληρο το φυτό ή ένα μέρος του μαραθεί, σχηματίζονται τα σκληρώτια είτε πάνω είτε εντός του φυτού. Τα σκληρώτια επιστρέφουν στο έδαφος για μια περίοδο «ανάπαυσης» (μερικές εβδομάδες έως και μερικά χρόνια) πριν καταστούν ενεργά, πράγμα που απαιτεί τις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι σποροι μολύνουν το άκρο του κοτσανιού του ηλίανθου μέσω των αναπτυσσόμενων ανθυλλίων και ξεραίνουν όλη την κεφαλή. Η ασθένεια μπορεί να προσβάλει το σπόρο και να επιβιώσει ως μυκήλιο (νήματα του μύκητα, σαν κλωστές) στο περίβλημα του σπόρου, αλλά υπάρχουν αποδείξεις ότι ο μολυσμένος σπόρος δεν είναι σημαντικό μέσο διασποράς του μύκητα.
Οι σημαντικότερες μέθοδοι αντιμετώπισης των ασθενειών τύπου Sclerotinia στον ηλίανθο είναι το φύτεμα σε μη μολυσμένο χώμα και η παρεμπόδιση της ανάπτυξης σκληρωτίων στο έδαφος. Η παρεμπόδιση γίνεται κατ’ αρχή μέσω της παρακολούθησης (καταγραφής) των αγρών για ασθένειες τύπου Sclerotinia και η εναλλαγή καλλιεργειών. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν υβρίδια πλήρως ανθεκτικά. Όμως οι εταιρίες που διαθέτουν σπόρο στο εμπόριο, είναι σε διαδικασία ανάπτυξης υβριδίων με σχετικά υψηλή ανθεκτικότητα στο Sclerotinia. Για τη βιολογική αντιμετώπιση των ασθενειών Sclerotinia, χρησιμοποιούνται τα Coniothyrium minitans and Trichoderma spp.Είναι τα μόνα παράσιτα που έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν αποτελεσματικά το S. sclerotiorum στους αγρούς όπου καλλιεργείται ο ηλίανθος. Φαίνεται πως οι εκκρίσεις ενός á-1, 3-glucanase από το C. minitans, αλλοιώνουν και διαλύουν τους σκληρωτικούς ιστούς. Η C. minitans θα παραγάγει εκατοντάδες πυκνίδια στην επιφάνεια ενός εποικισθέντος σκληρωτίου, δίνοντάς του την όψη ανώμαλης επιφάνειας με κλωστές. Συνήθως πάνω σ’ αυτές τις κλωστές αναπτύσσεται ένα μολυσμένο σκληρώτιο. Αυτό το μυκοπαράσιτο θα εξαπλωθεί ως κονίδια στο χώμα. Το C. minitans έχει καλή σαπροφυτική ικανότητα και μπορεί να αναπτυχθεί σε φυτικούς ιστούς ή να καλλιεργηθεί εύκολα σε τεχνικά μέσα. Τα μυκητοκτόνα που χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση όλων των ασθενειών Sclerotinia στον ηλίανθο,, είναι περιορισμένα. Ενώ πολλά μυκητοκτόνα αναστέλλουν άριστα την ανάπτυξη του μυκηλίου ή τον πολλαπλασιασμό των σκληρωτίων σε τεχνητό περιβάλλον (εργαστήριο), η χρησιμότητά τους για εφαρμογή στο χώμα, είναι ελάχιστη και αντιοικονομική. Η μόλυνση του σπόρου από Sclerotia είναι η μόνη κατάσταση όπου αποδεικνύεται αποτελεσματικός και οικονομικά συμφέρων ο έλεγχος του μύκητα. Τα Benomyl, thiabendazole ή iprodione περιορίζουν το σπορογενή sclerotia, χωρίς να επηρεάζουν την ανάπτυξη του ηλίανθου.