Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Διατροφή μηρυκαστικών ζώων (Αιγοπρόβατα)"
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από ένα χρήστη δεν εμφανίζεται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | < | + | <span style="font-weight:bold;">Ακρωνύμια</span> |
*ΞΟ=Ξηρά ουσία | *ΞΟ=Ξηρά ουσία | ||
Γραμμή 31: | Γραμμή 31: | ||
{{{top_heading|==}}}[[Διατροφή προβατίνων]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Διατροφή προβατίνων]]{{{top_heading|==}}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Διατροφή αιγών]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Διατροφή αιγών]]{{{top_heading|==}}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Διατροφή κριών και τράγων]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Διατροφή κριών και τράγων]]{{{top_heading|==}}} | ||
− | |||
{{{top_heading|==}}}[[Διατροφή αναπτυσσόμενων αμνοεριφίων]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Διατροφή αναπτυσσόμενων αμνοεριφίων]]{{{top_heading|==}}} | ||
− | |||
==Βιβλιογραφία== | ==Βιβλιογραφία== |
Τελευταία αναθεώρηση της 13:09, 30 Ιουλίου 2014
Ακρωνύμια
- ΞΟ=Ξηρά ουσία
- ΣΒ=Σωματικό βάρος
- ΚΕΓ=Καθαρή ενέργεια γαλακτοπαραγωγής
- ΣΖ=Συμπυκνωμένες ζωοτροφές
- ΧΖ=Χονδροειδείς ζωοτροφές
- ΔΜ=Διεθνείς μονάδες
- ΤΜΑ=Τροποποιημένες Μονάδες Αμύλου
- MHA=Mέση ημερήσια αύξηση
Εισαγωγή
Στη χώρα μας, τα πρόβατα και οι αίγες εκτρέφονται για τη γαλακτοπαραγωγή τους και μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό, που διατηρείται σε απομακρυσμένες ορεινές περιοχές ή ακατοίκητα ξερονήσια, εκτρέφεται για την κρεοπαραγωγή του (τα ζώα αυτά δεν αμέλγονται). Στον τρόπο εκτροφής των αιγοπροβάτων της χώρας μας υπάρχει μεγάλη παραλλακτικότητα, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι το μεγαλύτερο ποσοστό εκτρέφεται κατά το ημιεντατικό σύστημα κατά το οποίο το ήμισυ περίπου των μέσων ετήσιων αναγκών των ζώων καλύπτεται από τη βοσκή και το υπόλοιπο από τη χορηγούμενη συμπληρωματική τροφή. Το μεγαλύτερο ποσοστό των αιγοπροβάτων (90% και πλέον του συνόλου) βγαίνει καθημερινά στη βοσκή, παρά το γεγονός ότι για κάποια χρονικά διαστήματα του έτους δεν καλύπτει ούτε τις ανάγκες συντήρησης από την καταναλισκόμενη βοσκήσιμη ύλη.
Οι χρησιμοποιούμενες πεδινές, ημιορεινές και ορεινές βοσκήσιμες εκτάσεις χαρακτηρίζονται από μικρή παραγωγικότητα (<500 Kg ΞΟ/στρέμμα/έτος), σύντομη βλαστική περίοδο (3-4 μήνες στα πεδινά, 4-5 μήνες στα ορεινά) λόγω κλιματικών συνθηκών και υπερφόρτιση, ένεκα του εφαρμοζόμενου συνεχούς συστήματος βόσκησης. Πέραν αυτών, στις περισσότερες βοσκήσιμες εκτάσεις της xώρας μας σήμερα δεν εφαρμόζεται κανένα σύστημα διαχείρισης, κυρίως επειδή το 80% αυτών είναι κοινοτικές ή κρατικές, με αποτέλεσμα στην πλειοψηφία τους να είναι υπερβοσκημένες και υποβαθμισμένες. Αντίθετα, στους ορεινούς βοσκότοπους, λόγω της μείωσης της ποιμενικής μετακινούμενης αιγοπροβατοτροφίας, παρατηρείται εγκατάλειψη και υποβόσκηση με απρόβλεπτα δυσάρεστα αποτελέσματα.
Στην πράξη, τα όρια μεταξύ εκτατικής και ημιεντατικής εκτροφής δεν είναι σαφή. Διαπιστώνεται όμως ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις, η διατροφή [1] των αιγοπροβάτων, πέραν των διαθέσιμων νομευτικών πόρων, δεν είναι ούτε επαρκής ούτε ισόρροπη. Έτσι δεν εκπτύσσεται πλήρως το παραγωγικό δυναμικό των ζώων, με αποτέλεσμα οι εκροές (έσοδα από γάλα και κρέας) να είναι χαμηλές για τον κτηνοτρόφο ο οποίος στη συνέχεια δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ζωοτροφές για την κάλυψη των αναγκών των ζώων του. Στις περιπτώσεις αυτές διαπιστώνεται μειωμένη σωματική κατάσταση των ζώων (αδύνατα ζώα) κατά τη χειμερινή περίοδο (από τον απογαλακτισμό των αμνών μέχρι το Μάρτιο) και μειωμένος ρυθμός ανάπτυξης των αμνοεριφίων. Η σωματική κατάσταση των ζώων διορθώνεται στο τέλος της άνοιξης, εφόσον υπάρχει επαρκής βοσκή, η απώλεια όμως ενός μέρους της γαλακτοπαραγωγής είναι δεδομένη. Το φαινόμενο αυτό είναι εντονότερο στα πρόβατα σε σχέση με τις αίγες.
Είναι επίσης γεγονός ότι με την πάροδο των ετών οι κτηνοτρόφοι μας έχουν κατανοήσει την ανάγκη και τη σημασία της συμπληρωματικής διατροφής των ζώων τους κατά τις «δύσκολες» περιόδους του έτους και χορηγούν όλο και περισσότερη συμπληρωματική τροφή. Διαπιστώνεται όμως πάλι ότι τα σιτηρέσια δεν είναι ισόρροπα και γίνεται σπατάλη θρεπτικών συστατικών (και χρήματος), χωρίς να επιτυγχάνεται κατ' ανάγκη το μέγιστο της παραγωγικότητας των ζώων. Σε πολλές περιπτώσεις δίδονται πολλοί δημητριακοί καρποί με αποτέλεσμα το σιτηρέσιο να είναι πλεονασματικό σε ενέργεια, με έλλειμμα ή και πλεόνασμα αζωτούχων ουσιών, ενώ σε άλλες περιπτώσεις χορηγούνται μεγάλες ποσότητες ζωοτροφών πλούσιων σε αζωτούχες ουσίες (π.χ. βαμβακοπλακούς, ηλιάλευρο, σογιάλευρο, σπέρματα ψυχανθών) με αποτέλεσμα το σιτηρέσιο να είναι πλεονασματικό σε αζωτούχες ουσίες. Τα σιτηρέσια δε των αιγοπροβάτων σπάνια εξισορροπούνται ως προς τα ανόργανα στοιχεία. Ενώ λοιπόν ο κτηνοτρόφος διαθέτει χρήματα για ζωοτροφές, ο αλόγιστος τρόπος που τις χρησιμοποιεί και η μη κατάρτιση ισόρροπων σιτηρεσίων δεν εξασφαλίζει τη μέγιστη παραγωγικότητα των ζώων και το άριστο οικονομικό αποτέλεσμα για τον ίδιο.
Η ανοδική πορεία της γαλακτοπαραγωγής μετά τον τοκετό στα εκτατικώς εκτρεφόμενα αιγοπρόβατα ανακόπτεται πρόωρα, λόγω της ανεπαρκούς διατροφής κατά το τελευταίο στάδιο της κυοφορίας και το πρώτο στάδιο της γαλακτικής περιόδου, με αποτέλεσμα η γαλακτοπαραγωγή να σταθεροποιείται σε χαμηλότερο επίπεδο του κανονικού, ανάλογο του χορηγούμενου σιτηρεσίου. Στη μείωση αυτή των αποδόσεων σε γάλα συμβάλλει και η βράχυνση της γαλακτικής περιόδου από τις υψηλές θερμοκρασίες του θέρους. Επειδή λοιπόν η επέκταση της γαλακτικής περιόδου δεν είναι δυνατή μέσα στο θέρος, η αύξηση των αποδόσεων σε γάλα μπορεί να επιτευχθεί μέχρι ενός ορίου με βελτίωση της διατροφής κατά την προαναφερθείσα περίοδο και με την πρωιμότερη έναρξη των τοκετών. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις όμως απαιτείται χορήγηση ΣΖ, με γνώμονα πάντα την αποτελεσματικότητα της διατροφής. Συνήθως την άνοιξη υπάρχει άφθονη βοσκή και τα ζώα έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν τη σωματική τους κατάσταση μέχρι την εποχή των οχειών (τέλος Μαΐου-αρχές καλοκαιριού) και κατά συνέπεια και τη γόνιμοτητά τους.
Στα αιγοπρόβατα η ξηρά περίοδος διαρκεί περισσότερο απ' οτι στις αγελάδες γιατί συνήθως, στις αρχές με τέλος Ιουλίου, διακόπτεται η άμελξή τους πριν ακόμα εισέλθουν στο τελευταίο τρίτο της κυοφορίας, όπου τα ζώα πέραν των αναγκών συντήρησης έχουν και ανάγκες κυοφορίας.
Ένα μεγάλο λοιπόν ποσοστό, προβάτων κυρίως, κατά τους μήνες Ιούλιο-Αύγουστο-Σεπτέμβριο έχει μόνο ανάγκες συντήρησης τις οποίες καλύπτει με υπολείμματα σιτηρών (καλαμιές) και άλλων καλλιεργειών (αμπελιών, βαμβακιών, περιβολιών, κ.λπ.). Η σωματική τους κατάσταση κατά τη θερινή περίοδο είναι συνήθως ικανοποιητική. Το φθινόπωρο, που εισέρχονται στο τελευταίο τρίτο της κυοφορίας και δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα για βόσκηση, χορηγείται στα ζώα συμπληρωματική τροφή αποτελούμενη από ΧΖ (χόρτο μηδικής, χόρτο λειμώνων, άχυρο κ.λπ.) και ΣΖ. Στη συνέχεια θα αναπτυχθούν οι μέθοδοι ορθολογιστικής διατροφής των ζώων αυτών που είναι ευκολότερο να εφαρμοστούν στα εκτρεφόμενα υπό εντατικές ή ημιεντατικές συνθήκες, τα οποία άλλωστε αυξάνονται ποσοστιαία, γιατί τα εκτατικώς εκτρεφόμενα μειώνονται συνεχώς.
Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι η προσέγγιση και ικανοποίηση των αναγκών των αιγοπροβάτων είναι πολύ πιο δύσκολη από αυτή των αγελάδων, γιατί ένα μέρος των αναγκών τους καλύπτεται από τη βοσκή, ο προσδιορισμός του οποίου στην πράξη είναι σχεδόν ανέφικτος. Έτσι ο εκτροφέας καλείται να συμπληρώσει τις ανάγκες των ζώων με συμπληρωματική διατροφή κατ' εκτίμηση και με κριτήρια κυρίως εμπειρικά (γαλακτοπαραγωγή, ρυθμός ανάπτυξης αμνοεριφίων, σωματική κατάσταση ζώων κ.ά.). Μόνο στα οικόσιτα μπορεί να γίνει πλήρως ισόρροπη διατροφή.
Διατροφή προβατίνων
Διατροφή αιγών
Διατροφή κριών και τράγων
Διατροφή αναπτυσσόμενων αμνοεριφίων
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών