Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Δεσπολιά"
(7 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
{{{top_heading|==}}}Βοτανικά χαρακτηριστικά{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Βοτανικά χαρακτηριστικά{{{top_heading|==}}} | ||
− | Η δεσπολιά είναι δένδρο αειθαλές, µικρής ανάπτυξης, πλαγιόκλαδο και µακρόβιο.Τα φύλλα είναι απλά κατ’ εναλλαγή, µεγάλα (15-25 cm), ελλειπτικά έως επιµήκη,οδοντωτά, βαθυπράσινα στην πάνω επιφάνεια, χνουδωτά στην κάτω και βαθύµισχα µε παράφυλλα. | + | Η [[Δεσπολιά|δεσπολιά]] είναι δένδρο αειθαλές, µικρής ανάπτυξης, πλαγιόκλαδο και µακρόβιο.Τα φύλλα είναι απλά κατ’ εναλλαγή, µεγάλα (15-25 cm), ελλειπτικά έως επιµήκη,οδοντωτά, βαθυπράσινα στην πάνω επιφάνεια, χνουδωτά στην κάτω και βαθύµισχα µε παράφυλλα. Τα άνθη είναι µικρά εύοσµα, λευκά και φέρονται σε επάκριες σύνθετες βοτρυώδεις ανθοταξίες. Κάθε άνθος αποτελείται από τον κάλυκα που µε τη σειρά του αποτελείται από 5 σέπαλα, τη στεφάνη που αποτελείται από 5 πέταλα, τους στήµονες, περίπου 20 στον αριθµό, και τον ύπερο. Ο ύπερος αποτελείται από την ωοθήκη και από δύο έως πέντε στύλους. Η ωοθήκη είναι υπόγυνη, δίχωρη έως πεντάχωρη, µε δύο σπερµοβλάστες σε κάθε χώρο. Η δεσπολιά έχει το χαρακτηριστικό ιδίωµα να ανθίζει αργά το φθινόπωρο ή ακόµα και µέσα στο χειµώνα. Είναι εντοµόφιλο είδος και η µεταφορά της γύρης γίνεται κυρίως µε τη βοήθεια των µελισσών. Οι περισσότερες [[Ποικιλίες δεσπολιάς|ποικιλίες]] είναι αυτογόνιµες ωστόσο η σταυρογονιµοποίηση οδηγεί συχνά σε µεγαλύτερες αποδόσεις. Ο [[Δέσπολο|καρπός]] έχει σχήµα σφαιρικό έως ωοειδές, ο φλοιός έχει χρώµα υποκίτρινο έως πορτοκαλόχρωµο, η σάρκα είναι χυµώδης µε υπόξινη γεύση και περιέχει ένα έως πέντε καστανόχρωµα σπέρµατα, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις ακόµη και µέχρι δέκα. <ref name="Επίδραση διαφόρων μεταχειρίσεων στη βλαστική ικανότητα σπερμάτων δεσπολιάς"/> |
− | + | ||
− | Τα άνθη είναι µικρά εύοσµα, λευκά και φέρονται σε επάκριες σύνθετες βοτρυώδεις ανθοταξίες. Κάθε άνθος αποτελείται από τον κάλυκα που µε τη σειρά του αποτελείται από 5 σέπαλα, τη στεφάνη που αποτελείται από 5 πέταλα, τους στήµονες, περίπου 20 στον αριθµό, και τον ύπερο. Ο ύπερος αποτελείται από την ωοθήκη και από δύο έως πέντε στύλους. Η ωοθήκη είναι υπόγυνη, δίχωρη έως πεντάχωρη, µε δύο | + | |
− | σπερµοβλάστες σε κάθε χώρο. | + | |
− | + | ||
− | Η δεσπολιά έχει το χαρακτηριστικό ιδίωµα να ανθίζει αργά το φθινόπωρο ή ακόµα και µέσα στο χειµώνα. Είναι εντοµόφιλο είδος και η µεταφορά της γύρης γίνεται κυρίως µε τη βοήθεια των µελισσών. Οι περισσότερες ποικιλίες είναι αυτογόνιµες ωστόσο η σταυρογονιµοποίηση οδηγεί συχνά σε µεγαλύτερες αποδόσεις. | + | |
− | + | ||
− | Ο καρπός έχει σχήµα σφαιρικό έως ωοειδές, ο φλοιός έχει χρώµα υποκίτρινο έως πορτοκαλόχρωµο, η σάρκα είναι χυµώδης µε υπόξινη γεύση και περιέχει ένα έως πέντε καστανόχρωµα σπέρµατα, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις ακόµη και µέχρι δέκα.<ref name="Επίδραση διαφόρων μεταχειρίσεων στη βλαστική ικανότητα σπερμάτων δεσπολιάς"/> | + | |
{{{top_heading|==}}}Ποικιλίες{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Ποικιλίες{{{top_heading|==}}} | ||
Γραμμή 20: | Γραμμή 13: | ||
{{{top_heading|==}}}Καρποφορία{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Καρποφορία{{{top_heading|==}}} | ||
− | Η δεσπολιά ανθίζει κατά το φθινόπωρο (Νοέμβριο) και [[Ωρίμανση-Συγκομιδή δέσπολων|ωριμάζει]] τους [[Δέσπολο|καρπούς]] της κατά τον Μάη με Ιούνιο. Τα [[Βοτανικά χαρακτηριστικά δεσπολιάς|άνθη]] φέρονται σε βοτρυώδη ταξιανθία, που σχηματίζεται στην κορυφή του βλαστού, που αναπτύσσεται από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο. | + | Η [[Δεσπολιά|δεσπολιά]] ανθίζει κατά το φθινόπωρο (Νοέμβριο) και [[Ωρίμανση-Συγκομιδή δέσπολων|ωριμάζει]] τους [[Δέσπολο|καρπούς]] της κατά τον Μάη με Ιούνιο. Τα [[Βοτανικά χαρακτηριστικά δεσπολιάς|άνθη]] φέρονται σε βοτρυώδη ταξιανθία, που σχηματίζεται στην κορυφή του βλαστού, που αναπτύσσεται από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο. Κοντά στη βάση του κύριου βλαστού μπορεί να σχηματιστεί και δεύτερος βλαστός από κάποιο ξυλοφόρο βοηθητικό οφθαλμό. Η επέκταση των κλάδων γίνεται με το σχηματισμό νέου βλαστού κοντά στη βάση της ταξικαρπίας. Στην τρέχουσα βλάστηση σχηματίζονται επάκρια και πλάγια οφθαλμοί, από τους οποίους μόνο ο επάκριος διαφοροποιείται κατά το καλοκαίρι σε απλό ανθοφόρο, που αναπτύσσεται κατά τον ίδιο χρόνο του σχηματισμού του (φθινόπωρο) για να δώσει βοτρυώδη ταξιανθία με 40-60 άνθη. Από τα άνθη αυτά μόνο 10-12 θα εξελιχθούν σε καρπούς. Σε καρποφορία μπάινει από το 4ο έως 5ο έτος της ηλικίας της και η παραγωγική της ζωή υπολογίζεται σε 40-50 χρόνια.<ref name="Επίδραση διαφόρων μεταχειρίσεων στη βλαστική ικανότητα σπερμάτων δεσπολιάς"/> |
− | + | ||
− | + | ||
{{{top_heading|==}}}Πολλαπλασιασμός-Υποκείμενα{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Πολλαπλασιασμός-Υποκείμενα{{{top_heading|==}}} | ||
− | Ο πολλαπλασιασµός της δεσπολιάς γίνεται | + | Ο πολλαπλασιασµός της [[Δεσπολιά|δεσπολιάς]] γίνεται εγγενώς (µε σπόρο) ή αγενώς µε εµβολιασµό και µε παραφυάδες ή καταβολάδες. Τα σπορόφυτα της δεσπολιάς κληρονοµούν συνήθως σε µεγάλο ποσοστό τις ιδιότητες του µητρικού δέντρου-ποικιλίας. ∆ίνουν δέντρα ζωηρά, ανθεκτικά, παραγωγικά, παρόλο που εισέρχονται αργά στην καρποφορία.Οι σπόροι από ώριµα δέσπολα πρέπει να φυτεύονται αµέσως µετά την εξαγωγή τους από τον καρπό γιατί χάνουν την βλαστική τους ικανότητα µέσα σε 15-20 ηµέρες. Ο τρόπος αυτός πολλαπλασιασµού χρησιµοποιείται συνήθως όταν αποσκοπούµε στην παραγωγή φυτών για καλλωπιστικού σκοπούς ή δηµιουργία υποκειµένων. |
− | + | ||
− | + | ||
− | + | ||
− | [[ | + | Η δεσπολιά πολλαπλασιάζεται επιτυχώς και µε την <font color="black">µικτή µέθοδο πολλαπλασιασµού:</font> που συνιστάται σε εµβολιασµό µε ενοφθαλµισµό ή µε εγκεντρισµό της επιθυµητής [[Ποικιλίες δεσπολιάς|ποικιλίας]] πάνω σε σπορόφυτα δεσπολιάς ή και [[Κυδωνιά|κυδωνιάς]], καθώς επίσης και κράταιγου (ο οποίος δίνει αρωµατικό καρπό). Η [[Κυδωνιά|κυδωνιά]] ως υποκείµενο δεσπολιάς, αν και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα παραδείγµατα επιτυχούς εµβολιασµού αειθαλούς σε φυλλοβόλο φυτό και µπαίνει νωρίς στην καρποφορία, δεν δίνει πάντοτε ικανοποιητικά αποτελέσµατα, καθώς ενισχύεται η ευαισθησία στο ολικό [[Ασβέστιο|ασβέστιο]] του [[Εδαφικές συνθήκες δεσπολιάς|εδάφους]] και παράγονται δέντρα µειωµένης ανάπτυξης. Είναι σηµαντικό να αναφερθεί ότι ο ενοφθαλµισµός γίνεται την περίοδο Αυγούστου – Σεπτεµβρίου µε κοιµόµενο οφθαλµό ενώ ο εγκεντρισµός µε σχισµή τον Μάρτιο – Απρίλιο,µε εµβόλιο που να προέρχεται από καλά ξυλοποιηµένο κλάδο ηλικίας δυο ετών. Επίσης η δεσπολιά µπορεί να πολλαπλασιαστεί και µε παραφυάδες ή καταβολάδες η οποίες προέρχονται από την βάση του δέντρου ελαφρά παραχωµένες που µπορούν να αποσπαστούν απ’ το µητρικό φυτό. Όµως αυτός ο τρόπος δεν συνηθίζεται για οργανωµένες φυτείες γιατί τα δέντρα που προκύπτουν παρουσιάζονται λιγότερα ζωηρά απ’ το µητρικό µε τάσεις νανισµού.<ref name="Ειδική δενδροκομία"/> |
{{{top_heading|==}}}Κλιματικές συνθήκες{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Κλιματικές συνθήκες{{{top_heading|==}}} | ||
Γραμμή 108: | Γραμμή 96: | ||
[[παράγει::Δέσπολο| ]] | [[παράγει::Δέσπολο| ]] | ||
[[Category:Φυτό_Μ]] | [[Category:Φυτό_Μ]] | ||
+ | __notoc__ |
Τελευταία αναθεώρηση της 11:55, 4 Οκτωβρίου 2016
Γενικά στοιχεία
Η δεσπολιά ή µουσµουλιά η ιαπωνική όπως λέγεται, είναι δένδρο αειθαλές,ιθαγενές της Κίνας και Ιαπωνίας. Στη Μεσόγειο εισήχθη γύρω στα τέλη του 17 αιώνα, αλλά άρχισε να καλλιεργείται συστηµατικά στα µέσα του 18ου αιώνα. Στη χώρα µας το ενδιαφέρον για την καλλιέργειά της αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια λόγω του ότι τα μούσμουλα εµφανίζονται στην αγορά µια περίοδο που υπάρχει πραγµατικό έλλειµµα από φρέσκα φρούτα. Απαντάται µε τις εξής κοινές ονοµασίες: Μουσµουλιά ή Μεσπιλέα (Πελοπόννησος), Νεσπολιά ή Νοσπολιά (Κέρκυρα), ∆εσπολιά (Κρήτη) και Ποληµιδία (Κύπρο). Η κατάσταση της καλλιέργειας στη χώρα µας έχει ως εξής: κανονικές φυτείες 500 στρεµµάτων και περίπου 7.500 διάσπαρτα δένδρα.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η δεσπολιά είναι δένδρο αειθαλές, µικρής ανάπτυξης, πλαγιόκλαδο και µακρόβιο.Τα φύλλα είναι απλά κατ’ εναλλαγή, µεγάλα (15-25 cm), ελλειπτικά έως επιµήκη,οδοντωτά, βαθυπράσινα στην πάνω επιφάνεια, χνουδωτά στην κάτω και βαθύµισχα µε παράφυλλα. Τα άνθη είναι µικρά εύοσµα, λευκά και φέρονται σε επάκριες σύνθετες βοτρυώδεις ανθοταξίες. Κάθε άνθος αποτελείται από τον κάλυκα που µε τη σειρά του αποτελείται από 5 σέπαλα, τη στεφάνη που αποτελείται από 5 πέταλα, τους στήµονες, περίπου 20 στον αριθµό, και τον ύπερο. Ο ύπερος αποτελείται από την ωοθήκη και από δύο έως πέντε στύλους. Η ωοθήκη είναι υπόγυνη, δίχωρη έως πεντάχωρη, µε δύο σπερµοβλάστες σε κάθε χώρο. Η δεσπολιά έχει το χαρακτηριστικό ιδίωµα να ανθίζει αργά το φθινόπωρο ή ακόµα και µέσα στο χειµώνα. Είναι εντοµόφιλο είδος και η µεταφορά της γύρης γίνεται κυρίως µε τη βοήθεια των µελισσών. Οι περισσότερες ποικιλίες είναι αυτογόνιµες ωστόσο η σταυρογονιµοποίηση οδηγεί συχνά σε µεγαλύτερες αποδόσεις. Ο καρπός έχει σχήµα σφαιρικό έως ωοειδές, ο φλοιός έχει χρώµα υποκίτρινο έως πορτοκαλόχρωµο, η σάρκα είναι χυµώδης µε υπόξινη γεύση και περιέχει ένα έως πέντε καστανόχρωµα σπέρµατα, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις ακόµη και µέχρι δέκα. [2]
Ποικιλίες
Είναι γνωστές πολλές ποικιλίες που διαφέρουν µεταξύ τους τόσο στο σχήµα όσο και ως προς το χρώµα. Στην Ελλάδα έχουν µελετηθεί οι ποικιλίες της ∆εσπολιάς. Στα πλαίσια ερευνητικού προγράµµατος στο Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών και Ελιάς Χανίων έγινε αξιολόγηση 19 γενοτύπων ∆εσπολιάς από Κρήτη, Πελοπόννησο και Κύπρο. Για κάθε έναν από τους γονοτύπους ∆εσπολιάς έγινε περιγραφή των χαρακτηριστικών των φυτών, των ανθέων και των καρπών. Οι γενότυποι αυτοί φυτεύτηκαν σε αγροτεµάχιο του Ινστιτούτου σε ex situ συλλογή ποικιλιών. Το κύριο κριτήριο διάκρισης ποικιλιών αφορά το σχήµα του καρπού και αναφέρεται σε στρογγυλόκαρπες και µακρόκαρπες ποικιλίες καθώς αποτελούν πληθυσµούς που προέρχονται από σπορόφυτα. Οι ποικιλίες ονομαστικά της Δεσπολιάς αναγράφονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Καρποφορία
Η δεσπολιά ανθίζει κατά το φθινόπωρο (Νοέμβριο) και ωριμάζει τους καρπούς της κατά τον Μάη με Ιούνιο. Τα άνθη φέρονται σε βοτρυώδη ταξιανθία, που σχηματίζεται στην κορυφή του βλαστού, που αναπτύσσεται από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο. Κοντά στη βάση του κύριου βλαστού μπορεί να σχηματιστεί και δεύτερος βλαστός από κάποιο ξυλοφόρο βοηθητικό οφθαλμό. Η επέκταση των κλάδων γίνεται με το σχηματισμό νέου βλαστού κοντά στη βάση της ταξικαρπίας. Στην τρέχουσα βλάστηση σχηματίζονται επάκρια και πλάγια οφθαλμοί, από τους οποίους μόνο ο επάκριος διαφοροποιείται κατά το καλοκαίρι σε απλό ανθοφόρο, που αναπτύσσεται κατά τον ίδιο χρόνο του σχηματισμού του (φθινόπωρο) για να δώσει βοτρυώδη ταξιανθία με 40-60 άνθη. Από τα άνθη αυτά μόνο 10-12 θα εξελιχθούν σε καρπούς. Σε καρποφορία μπάινει από το 4ο έως 5ο έτος της ηλικίας της και η παραγωγική της ζωή υπολογίζεται σε 40-50 χρόνια.[2]
Πολλαπλασιασμός-Υποκείμενα
Ο πολλαπλασιασµός της δεσπολιάς γίνεται εγγενώς (µε σπόρο) ή αγενώς µε εµβολιασµό και µε παραφυάδες ή καταβολάδες. Τα σπορόφυτα της δεσπολιάς κληρονοµούν συνήθως σε µεγάλο ποσοστό τις ιδιότητες του µητρικού δέντρου-ποικιλίας. ∆ίνουν δέντρα ζωηρά, ανθεκτικά, παραγωγικά, παρόλο που εισέρχονται αργά στην καρποφορία.Οι σπόροι από ώριµα δέσπολα πρέπει να φυτεύονται αµέσως µετά την εξαγωγή τους από τον καρπό γιατί χάνουν την βλαστική τους ικανότητα µέσα σε 15-20 ηµέρες. Ο τρόπος αυτός πολλαπλασιασµού χρησιµοποιείται συνήθως όταν αποσκοπούµε στην παραγωγή φυτών για καλλωπιστικού σκοπούς ή δηµιουργία υποκειµένων.
Η δεσπολιά πολλαπλασιάζεται επιτυχώς και µε την µικτή µέθοδο πολλαπλασιασµού: που συνιστάται σε εµβολιασµό µε ενοφθαλµισµό ή µε εγκεντρισµό της επιθυµητής ποικιλίας πάνω σε σπορόφυτα δεσπολιάς ή και κυδωνιάς, καθώς επίσης και κράταιγου (ο οποίος δίνει αρωµατικό καρπό). Η κυδωνιά ως υποκείµενο δεσπολιάς, αν και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα παραδείγµατα επιτυχούς εµβολιασµού αειθαλούς σε φυλλοβόλο φυτό και µπαίνει νωρίς στην καρποφορία, δεν δίνει πάντοτε ικανοποιητικά αποτελέσµατα, καθώς ενισχύεται η ευαισθησία στο ολικό ασβέστιο του εδάφους και παράγονται δέντρα µειωµένης ανάπτυξης. Είναι σηµαντικό να αναφερθεί ότι ο ενοφθαλµισµός γίνεται την περίοδο Αυγούστου – Σεπτεµβρίου µε κοιµόµενο οφθαλµό ενώ ο εγκεντρισµός µε σχισµή τον Μάρτιο – Απρίλιο,µε εµβόλιο που να προέρχεται από καλά ξυλοποιηµένο κλάδο ηλικίας δυο ετών. Επίσης η δεσπολιά µπορεί να πολλαπλασιαστεί και µε παραφυάδες ή καταβολάδες η οποίες προέρχονται από την βάση του δέντρου ελαφρά παραχωµένες που µπορούν να αποσπαστούν απ’ το µητρικό φυτό. Όµως αυτός ο τρόπος δεν συνηθίζεται για οργανωµένες φυτείες γιατί τα δέντρα που προκύπτουν παρουσιάζονται λιγότερα ζωηρά απ’ το µητρικό µε τάσεις νανισµού.[1]
Κλιματικές συνθήκες
Η δεσπολιά ως υποτροπικό είδος ευδοκιµεί σε θερµές περιοχές µε ήπιο χειµώνα και υψηλές βροχοπτώσεις (400-900mm βροχή ετησίως). Καλλιεργείται σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου και σχεδόν σε όλη τη ζώνη εξάπλωσης της ελιάς και των εσπεριδοειδών. Το δέντρο αντέχει χωρίς προβλήµατα σε υψηλές θερµοκρασίες αλλά γίνεταιευαίσθητο σε πολύ χαµηλές µέχρι τους –12oC. Επειδή η άνθηση και η καρπόδεση της δεσπολιάς συντελούνται στην διάρκεια του χειµώνα, τα καρποφόρα όργανα καθώς και οι καρποί, παρόλο που εµφανίζονται ανθεκτικότερα από των άλλων ειδών, όταν η θερµοκρασία πέσει στους 4oC υπό το µηδέν, ζηµιώνονται. Γι’ αυτό το λόγο προτιµούνται περιοχές προφυλαγµένες από τους παγετούς του χειµώνα και της άνοιξης καθώς και τους ψυχρούς ανέµους της άνοιξης και του φθινοπώρου.[2]
Εδαφικές συνθήκες
Η δεσπολιά δεν είναι πολύ απαιτητικό δέντρο ως προς το έδαφος. Προτιµά εδάφη µέσης σύστασης, βαθιά, αργιλοπηλώδη, που στραγγίζουν καλά, είναι γόνιµα, δροσερά και εύκολα αεριζόµενα. Η δεσπολιά είναι ευαίσθητη στα άλατα γι’ αυτό και πρέπει να αποφεύγονται τα αλατούχα εδάφη καθώς επίσης και το υφάλµυρο νερό άρδευσης. Η ποσότητα της εδαφικής υγρασίας επηρεάζει θετικά την ανάπτυξη και καλή καρποφορία του δέντρου ενώ αντίθετα η έλλειψη της, επηρεάζει αρνητικά το µέγεθος του καρπού. Ιδιαίτερα θα πρέπει να αποφεύγονται τα ασβεστούχα εδάφη όταν πρόκειται να εγκατασταθούν εµβολιασµένες ποικιλίες σε υποκείµενο κυδωνιάς, καθώς επίσης και η άµεση έκθεση των δέντρων σε αλµυροσταγονίδια θαλασσινού νερού (αγροτεµάχια σε παραθαλάσσιες περιοχές).[2]
Επικονίαση-Γονιμοποίηση
Η δεσπολιά έχει το χαρακτηριστικό ιδίωµα να ανθίζει αργά το φθινόπωρο ή ακόµα και µέσα στο χειµώνα. Οι πιο πολλές ποικιλίες της είναι αυτογόνιµες και έτσι δεν χρειάζονται σταυρογονιµοποίηση. Όµως όταν σταυρογονιµοποιηθούν µε την βοήθεια των µελισσών έχουµε µεγαλύτερο ποσοστό καρπόδεσης. Το ίδιο συµβαίνει και στην περίπτωση της συγκαλλιέργειας δυο ή περισσοτέρων ποικιλιών, µε τον µηχανισµό της σταυρογονιµοποίησης, να δρα θετικά στην ποιότητα της παραγωγής.[2]
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|