Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Αραίωμα καρπών"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
 
(35 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
 
{{{top_heading|==}}}Εισαγωγή στο αραίωμα καρπών{{{top_heading|==}}}
 
{{{top_heading|==}}}Εισαγωγή στο αραίωμα καρπών{{{top_heading|==}}}
Υπό κανονικές συνθήκες ένα [[Δενδρώδεις καλλιέργειες|δένδρο]] παράγει πολλούς [[Καρποί|καρπούς]].Είναι γνωστό, ότι ένα δένδρο δεν μπορεί να θρέψει όλους τους καρπούς του για να φθάσουν στο εμπορεύσιμο επιθυμητό μέγεθος, να αποκτήσουν την επιθυμητή ποιότητα, να δώσουν επαρκή αριθμό ανθοφόρων [[Οφθαλμοί|οφθαλμών]] τον επόμενο χρόνο, να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν αύξηση στο [[Ρίζες|ριζικό τους σύστημα]] και να συσσωρεύσουν επαρκή αποθέματα, για να σκληραγωγηθούν και αντέξουν στο στρές των [[Θερμοκρασία του εδάφους|θερμοκρασιών]] κατά το χειμώνα. Η μόνη δραστηριότητα, που μπορεί να ρυθμιστεί, από τις πιο πάνω παραμέτρους είναι η [[Αύξηση καρπών|αύξηση των καρπών]]. Ο αριθμός των καρπών μπορεί να μειωθεί, έτσι οι καρποί μπορεί να αραιωθούν. Η διαδικασία του αραιώματος θεωρείται από μερικούς ότι συνίσταται σε ρύθμιση της σχέσης [[Φύλλα|Φύλλα]]:καρπό σ' ένα επιθυμητό επίπεδο. Σε μερικά είδη καρποφόρων δένδρων αυτό γίνεται δι' απομακρύνσεως των υπεράριθμων καρπών δια ψεκασμού με χημικές ουσίες. Ο όρος, που χρησιμοποιείται για τη διαδικασία αυτή, είναι γνωστός ως χημικό αραίωμα των καρπών. Σ' άλλα καρποφόρα είδη η απομάκρυνση των καρπών είναι πιο δύσκολη και πρέπει να γίνει μηχανικά ή με το χέρι. Το χημικό αραίωμα μπορεί να ολοκληρωθεί κατά την περίοδο της άνθησης ή στις αρχές της μετά την πλήρη [[Ανθοφορία|ανθοφορία]] περιόδου. Το αραίωμα κατά την [[Άνθη|άνθηση]] είναι εύκολο να γίνει, αλλά οι καρποί συχνά εκτίθενται σε [[Παγετοπροστασία|παγετούς]] μετά την άνθηση, και σε πολλές περιοχές δεν είναι επιθυμητό να γίνει αραίωμα μέχρι την παρέλευση των παγετών. Ο σκοπός του αραιώματος διαφέρει λίγο στα διάφορα είδη. Στα [[Πυρηνόκαρπα|πυρηνόκαρπα]], χωρίς το κατάλληλο αραίωμα, η επίτευξη μεγάλου μεγέθους καρπών, είναι σχεδόν αδύνατη, κυρίως στις πρώϊμες ποικιλίες. Στη [[Μηλιά|μηλιά]], πέραν της μέτριας αύξησης του μεγέθους των [[Μήλο|καρπών]], ο κύριος σκοπός  του αραιώματος συνιστάται στη μερική απομάρκυνση των κέντρων παραγωγής GA, που είναι οι σπόροι, οι οποίοι εμποδίζουν το [[Σχηματισμός Ανθοφόρων Οφθαλμών|σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών]]. Επομένως, στη μηλιά ο σκοπός του αραιώματος για να διατηρήσουμε επετειοφορία, είναι πιο σημαντικός από την επακόλουθη αύξηση του μεγέθους των καρπών. Υπάρχουν πολλές φυσιολογικές θεωρήσεις για να επιτύχεις ικανοποιητικό αραίωμα. Ο Langley το 1729 παρατήρησε σε δένδρα [[Βερυκοκκιά|βερικοκκιάς]] και [[Ροδακινιά|ροδακινιάς]], ότι οι καρποί ήταν πάρα πολλοί και για να αποκτήσουν το εμπορεύσιμο μέγεθος και την επιθυμητή ποιότητα έπρεπε να αραιωθούν και πιο συγκεκριμένα να αποκοπούν οι πιο ελαττωματικοί απ' αυτούς. Κατά τη δεκαετία του 1920 άρχισε η αραίωση ανθέων με μικρά χειροκίνητα εργαλεία, αφού διαπιστώθηκε, ότι έτσι εξαλείφεται και η [[Παρενιαυτοφορία|παρενιαυτοφορία]], που παρατηρείται σε μερικές [[Ποικιλίες μηλιάς|ποικιλίες μηλιάς]]. Το 1925 διαπιστώθηκε ότι το θειϊκό ασβέστιο, που χρησιμοποιείτο για την καταπολέμηση των εντόμων, προκαλούσε καρπόπτωση. Αργότερα, το 1940, παρασκευάσθηκε και διαδόθηκε το πρώτο εμπορικό σκεύασμα, η δινιτροορθοκρεζόλη που προκαλούσε αραίωμα ανθέων. Ένα χρόνο αργότερα, το 1941 χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία στη μηλιά, μετά την πλήρη ανθοφορία, το ναφθαλινοξικό οξύ (1-ΝΑΑ) και η ναφθαλινακιταμίδη (ΝΑΑm). Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950 δοκιμάστηκε το σεβίν, ως καρποαραιωτικό, και το 1969 το ethephon. Ενώ το χημικό αραίωμα στη [[Γενικά στοιχεία μηλιάς|μηλιά]] παρουσίασε σημαντική πρόοδο, το χημικό αραίωμα στη ροδακινιά έμεινε πολύ πίσω.  Αν και οι καρποί ενός μη αραιωμένου δένδρου είναι φαγώσιμοι, δεν συγκρίνονται σε ποιότητα με τους μεγάλους καρπούς ενός καλοαραιωμένου δένδρου. Η σχέση του φαγώσιμου μέρους ενός [[Ροδάκινο|ροδάκινου]] ή μήλου προς το ενδοκάρπιο είναι σχετικά μεγαλύτερη στους μεγαλύτερους καρπούς. Επιπροσθέτως, οι [[Αχλάδι|καρποί]] μερικών ειδών, όπως π.χ. της [[Ποικιλία αχλαδιάς Bartlett S.Boyey|ποικιλίας Bartlett της αχλαδιάς]] δεν γίνονται νόστιμοι μέχρις ότου αποκτήσουν κάποιο ελάχιστο μέγεθος. Για να εξασφαλίσουμε στους καταναλωτές καρπούς καλής ποιότητας, πρέπει να θεσπισθούν γεωργικοί κώδικες για μερικές [[Καλλιέργειες|καλλιέργειες]] οπωροφόρων δένδρων, που να καθορίζουν το ελάχιστο του μεγέθους των καρπών. Η ελάχιστη διάμετρος για την [[Ποικιλίες αχλαδιάς|ποικιλία Bartlett της αχλαδιάς]] και των [[Κονσερβοποιήσιμες ποικιλίες ροδακινιάς|κονσερβοποιήσιμων συμπύρηνων ροδακίνων]], σύμφωνα με τον κώδικα της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ είναι 60.3 mm. Για να επιτύχουμε τα μεγέθη αυτά, οι παραγωγοί πρέπει να ρυθμίσουν το φορτίο των δένδρων με χειμερινό [[Κλάδεμα|κλάδευμα]] και αργότερα να αραιώσουν τα [[Βοτανικά χαρακτηριστικά ροδακινιάς|άνθη]] ή τους νεαρούς ανώριμους καρπούς. Τα καρποφόρα δένδρα, που  συνήθως αραιώνονται είναι η μηλιά, βερικοκκιά, ροδακινιά, [[Αχλαδιά|αχλαδιά]], δαμασκηνιά <ref name="Αραίωμα καρπών"/>
+
Ο αριθμός των [[Καρποί|καρπών]] μπορεί να μειωθεί, έτσι οι καρποί μπορεί να αραιωθούν. Η διαδικασία του αραιώματος θεωρείται από μερικούς ότι συνίσταται σε ρύθμιση της σχέσης [[Φύλλα|Φύλλα]]:καρπό σ' ένα επιθυμητό επίπεδο. Σε μερικά είδη καρποφόρων [[Δενδρώδεις καλλιέργειες|δένδρων]] αυτό γίνεται δι' απομακρύνσεως των υπεράριθμων καρπών δια ψεκασμού με χημικές ουσίες. Ο όρος, που χρησιμοποιείται για τη διαδικασία αυτή, είναι γνωστός ως <b>χημικό αραίωμα των καρπών</b>.
  
 +
Σ' άλλα καρποφόρα είδη η απομάκρυνση των καρπών είναι πιο δύσκολη και πρέπει να γίνει <u>μηχανικά</u> ή με <u>το χέρι</u>. Το χημικό αραίωμα μπορεί να ολοκληρωθεί κατά την περίοδο της άνθησης ή στις αρχές της μετά την πλήρη [[Ανθοφορία|ανθοφορία]] περιόδου. 
  
 +
Στα [[Πυρηνόκαρπα|πυρηνόκαρπα]], χωρίς το κατάλληλο αραίωμα, η επίτευξη μεγάλου μεγέθους καρπών, είναι σχεδόν αδύνατη, κυρίως στις πρώϊμες ποικιλίες. Στη [[Μηλιά|μηλιά]], πέραν της μέτριας αύξησης του μεγέθους των [[Μήλο|καρπών]], ο κύριος σκοπός  του αραιώματος συνιστάται στη μερική απομάκρυνση των κέντρων παραγωγής GA, που είναι οι σπόροι, οι οποίοι εμποδίζουν το [[Σχηματισμός Ανθοφόρων Οφθαλμών|σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών]]. Επομένως, στη μηλιά ο σκοπός του αραιώματος για να διατηρήσουμε επετειοφορία, είναι πιο σημαντικός από την επακόλουθη αύξηση του μεγέθους των καρπών.
  
 +
Aν και οι καρποί ενός μη αραιωμένου δένδρου είναι φαγώσιμοι, δεν συγκρίνονται σε ποιότητα με τους μεγάλους καρπούς ενός καλοαραιωμένου δένδρου. Η σχέση του φαγώσιμου μέρους ενός [[Ροδάκινο|ροδάκινου]] ή μήλου προς το ενδοκάρπιο είναι σχετικά μεγαλύτερη στους μεγαλύτερους καρπούς. Επιπροσθέτως, οι [[Αχλάδι|καρποί]] μερικών ειδών, όπως π.χ. της [[Ποικιλία αχλαδιάς Bartlett S.Boyey|ποικιλίας Bartlett της αχλαδιάς]] δεν γίνονται νόστιμοι μέχρις ότου αποκτήσουν κάποιο ελάχιστο μέγεθος. Για να εξασφαλίσουμε στους καταναλωτές καρπούς καλής ποιότητας, θεσπίστηκαν κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής για μερικές [[Καλλιέργειες|καλλιέργειες]] οπωροφόρων δένδρων, που καθορίζουν το ελάχιστο του μεγέθους των καρπών. Η ελάχιστη διάμετρος για την [[Ποικιλίες αχλαδιάς|ποικιλία Bartlett της αχλαδιάς]] και των [[Κονσερβοποιήσιμες ποικιλίες ροδακινιάς|κονσερβοποιήσιμων συμπύρηνων ροδάκινων]], σύμφωνα με τον κώδικα της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ είναι 60.3 mm. Για να επιτύχουμε τα μεγέθη αυτά, οι παραγωγοί πρέπει να ρυθμίσουν το φορτίο των δένδρων με χειμερινό [[Κλάδεμα|κλάδευμα]] και αργότερα να αραιώσουν τα [[Βοτανικά χαρακτηριστικά ροδακινιάς|άνθη]] ή τους νεαρούς ανώριμους καρπούς.
 +
 +
Τα καρποφόρα δένδρα, που  συνήθως αραιώνονται είναι η μηλιά, [[Βερυκοκκιά|βερικοκκιά]], [[Ροδακινιά|ροδακινιά]], [[Αχλαδιά|αχλαδιά]], [[Δαμασκηνιά|δαμασκηνιά]] και ο [[Λωτός|λωτός]]. Αν και το αραίωμα αυξάνει το μέγεθος στα περισσότερα καρποφόρα δένδρα, μερικά δεν αραιώνονται. Επί του παρόντος, τα [[Ακρόδρυα|ακρόδρυα]] δεν αραιώνονται, γιατί το μέγεθος της ψίχας δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην εμπορία των [[Αμύγδαλο|αμυγδάλων]], [[Καρύδι|καρυδιών]], [[Φιστίκι|φιστικιών]] και [[Πεκάν|πεκάν]].
 +
 +
Αν και τα μικρά [[Δαμάσκηνο|δαμάσκηνα]], που προορίζονται για αποξήρανση απορρίπτονται από το εμπόριο, οι δαμασκηνιές σπάνια αραιώνονται, γιατί επαρκής αριθμός καρπών λαμβάνει το ελάχιστο αποδεκτό μέγεθος τις περισσότερες χρονιές. Το κόστος χειρισμού και αποξήρανσης των μικρών μη εμπορεύσιμων καρπών μπορεί να μειωθεί δια περιορισμού των κάτω του κανονικού μεγέθους καρπών στον οπωρώνα, δια προσαρμογής ενός ειδικού πλέγματος στο μηχανικό συλλέκτη ή δια διελεύσεως των δαμασκήνων μετά τη [[Συγκομιδή δαμάσκηνων|συγκομιδή]] δια μέσου του ειδικού πλέγματος.
 +
 +
Το [[Ακτινίδιο|ακτινίδιο]] αραιώνεται, αλλά η μείωση του φορτίου έχει μικρή επίδραση επί του μεγέθους των καρπών κατά τη [[Συγκομιδή ακτινιδίων|συγκομιδή]], γιατί το μέγεθος του καρπού εξαρτάται από τον αριθμό των σπόρων και από την έκθεση των [[Βοτανικά χαρακτηριστικά ακτινιδιάς|φύλλων]] στον ήλιο. Μολαταύτα, η αποκοπή των παραμορφωμένων, μικρών και τραυματισμένων καρπών νωρίς το καλοκαίρι μπορεί να έχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα επί των κλιματίδων, γιατί τα φωτοσυνθετικά υλικά διοχετεύονται στην τρέχουσα βλάστηση και θα χρησιμεύσουν ως αποθεματική τροφή την επόμενη βλαστική περίοδο.
 +
Ο περιορισμός μερικών καρπών επιταχύνει την ωρίμαση και τις εργασίες συσκευασίας.
 +
 +
Δυο βασικοί μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για το αραίωμα 1) το [[Κλάδεμα ακτινιδιάς|χειμερινό κλάδευμα]] που συνίσταται στην αποκοπή κατά τη διάρκεια του χειμώνα βλαστών, οι οποίοι αναπτύχθηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο και 2) το αραίωμα των ανθέων ή ανώριμων καρπών, νωρίς την άνοιξη.<ref name="Αραίωμα καρπών"/>
 +
 +
{{{top_heading|==}}}Χρησιμοποιούμενες χημικές ουσίες{{{top_heading|==}}}
 +
Αρκετές χημικές ουσίες, των οποίων η χρήση επιτρέπεται από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, να χρησιμοποιούνται, με επιτυχία, για το αραίωμα των [[Άνθη|ανθέων]] ή μικρών [[Καρποί|καρπών]], αλλά έχουν και άλλες επιδράσεις θετικές ή αρνητικές.
 +
 +
Η δινιτροορθοκρεζόλη (DNOC, Elgetol) είναι μια καυστική ουσία, που νεκρώνει τα ανθικά μέρη, συνεπώς, αναμφίβολα διεγείρει την έκλυση αιθυλενίου. Η ουσία αυτή είναι επίσης γυρεοκτόνος σε υψηλές συγκεντρώσεις και παρεμποδιστής της αύξησης του γυρεοσωλήνα σε χαμηλές συγκεντρώσεις. Η δινιτροορθοκρεζόλη ψεκάζεται, όταν τα [[Δενδρώδεις καλλιέργειες|δένδρα]] πλησιάζουν σε πλήρη [[Ανθοφορία|ανθοφορία]]. Η ουσία αυτή νεκρώνει τα μέρη  του άνθους, με τα οποία έρχεται σε επαφή, αλλά για να είναι αποτελεσματική πρέπει οι ψεκαστικές σταγόνες να πέσουν πάνω στην ωοθήκη.
 +
 +
Το ναφθαλινοξικό οξύ (ΝΑΑ), η ναφθαλινακεταμίδη (NAAm), το τριχλωροφενοξυπροπιονικό οξύ, το 3-CPA και το carbaryl (Sevin) είναι συνθετικές αυξίνες. Το carbaryl χρησιμοποιείται κυρίως ως εντομοκτόνο, και δευτερευόντως ως καρποαραιωτικό.
 +
 +
Ο δεύτερος τρόπος δράσης των αυξινικών ουσιών συνίσταται στην έκλυση αιθυλενίου. Αν η έκλυση αιθυλενίου από ΝΑΑ ή ΝΑΑm εμποδίζεται με επέμβαση με aminoethoxyvinylglycine (AVG), που είναι παρεμποδιστής της παραγωγής αιθυλενίου, η αραιωτική επίδραση είναι αρνητική.
 +
 +
Το αιθυλένιο μειώνει τη διαπερατότητα της μεμβράνης και ως εκ τούτου επιτρέπει στα υποστρώματα να αντιδρούν με τα ένζυμα, τα οποία κανονικά διατηρούνται χωριστά ή εγκλεισμένα στο κυτταρόπλασμα. Επομένως, το αιθυλένιο που προέρχεται από το ethephon (παράγει αιθυλένιο), προκαλεί έκκριση κόμμεος στους βλαστούς.<ref name="Αραίωμα καρπών"/>
  
  
 
==Σχετικές σελίδες==
 
==Σχετικές σελίδες==
  
*[[Αραίωμα καρπών]]
+
*[[Εισαγωγή στο αραίωμα καρπών]]
 +
 
 +
*[[Χρησιμοποιούμενες χημικές ουσίες]]
  
  
Γραμμή 18: Γραμμή 43:
  
 
</references>
 
</references>
 +
 +
 +
[[Category:Κατάλογος]]

Τελευταία αναθεώρηση της 13:29, 1 Δεκεμβρίου 2020

Εισαγωγή στο αραίωμα καρπών

Ο αριθμός των καρπών μπορεί να μειωθεί, έτσι οι καρποί μπορεί να αραιωθούν. Η διαδικασία του αραιώματος θεωρείται από μερικούς ότι συνίσταται σε ρύθμιση της σχέσης Φύλλα:καρπό σ' ένα επιθυμητό επίπεδο. Σε μερικά είδη καρποφόρων δένδρων αυτό γίνεται δι' απομακρύνσεως των υπεράριθμων καρπών δια ψεκασμού με χημικές ουσίες. Ο όρος, που χρησιμοποιείται για τη διαδικασία αυτή, είναι γνωστός ως χημικό αραίωμα των καρπών.

Σ' άλλα καρποφόρα είδη η απομάκρυνση των καρπών είναι πιο δύσκολη και πρέπει να γίνει μηχανικά ή με το χέρι. Το χημικό αραίωμα μπορεί να ολοκληρωθεί κατά την περίοδο της άνθησης ή στις αρχές της μετά την πλήρη ανθοφορία περιόδου.

Στα πυρηνόκαρπα, χωρίς το κατάλληλο αραίωμα, η επίτευξη μεγάλου μεγέθους καρπών, είναι σχεδόν αδύνατη, κυρίως στις πρώϊμες ποικιλίες. Στη μηλιά, πέραν της μέτριας αύξησης του μεγέθους των καρπών, ο κύριος σκοπός του αραιώματος συνιστάται στη μερική απομάκρυνση των κέντρων παραγωγής GA, που είναι οι σπόροι, οι οποίοι εμποδίζουν το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών. Επομένως, στη μηλιά ο σκοπός του αραιώματος για να διατηρήσουμε επετειοφορία, είναι πιο σημαντικός από την επακόλουθη αύξηση του μεγέθους των καρπών.

Aν και οι καρποί ενός μη αραιωμένου δένδρου είναι φαγώσιμοι, δεν συγκρίνονται σε ποιότητα με τους μεγάλους καρπούς ενός καλοαραιωμένου δένδρου. Η σχέση του φαγώσιμου μέρους ενός ροδάκινου ή μήλου προς το ενδοκάρπιο είναι σχετικά μεγαλύτερη στους μεγαλύτερους καρπούς. Επιπροσθέτως, οι καρποί μερικών ειδών, όπως π.χ. της ποικιλίας Bartlett της αχλαδιάς δεν γίνονται νόστιμοι μέχρις ότου αποκτήσουν κάποιο ελάχιστο μέγεθος. Για να εξασφαλίσουμε στους καταναλωτές καρπούς καλής ποιότητας, θεσπίστηκαν κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής για μερικές καλλιέργειες οπωροφόρων δένδρων, που καθορίζουν το ελάχιστο του μεγέθους των καρπών. Η ελάχιστη διάμετρος για την ποικιλία Bartlett της αχλαδιάς και των κονσερβοποιήσιμων συμπύρηνων ροδάκινων, σύμφωνα με τον κώδικα της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ είναι 60.3 mm. Για να επιτύχουμε τα μεγέθη αυτά, οι παραγωγοί πρέπει να ρυθμίσουν το φορτίο των δένδρων με χειμερινό κλάδευμα και αργότερα να αραιώσουν τα άνθη ή τους νεαρούς ανώριμους καρπούς.

Τα καρποφόρα δένδρα, που συνήθως αραιώνονται είναι η μηλιά, βερικοκκιά, ροδακινιά, αχλαδιά, δαμασκηνιά και ο λωτός. Αν και το αραίωμα αυξάνει το μέγεθος στα περισσότερα καρποφόρα δένδρα, μερικά δεν αραιώνονται. Επί του παρόντος, τα ακρόδρυα δεν αραιώνονται, γιατί το μέγεθος της ψίχας δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην εμπορία των αμυγδάλων, καρυδιών, φιστικιών και πεκάν.

Αν και τα μικρά δαμάσκηνα, που προορίζονται για αποξήρανση απορρίπτονται από το εμπόριο, οι δαμασκηνιές σπάνια αραιώνονται, γιατί επαρκής αριθμός καρπών λαμβάνει το ελάχιστο αποδεκτό μέγεθος τις περισσότερες χρονιές. Το κόστος χειρισμού και αποξήρανσης των μικρών μη εμπορεύσιμων καρπών μπορεί να μειωθεί δια περιορισμού των κάτω του κανονικού μεγέθους καρπών στον οπωρώνα, δια προσαρμογής ενός ειδικού πλέγματος στο μηχανικό συλλέκτη ή δια διελεύσεως των δαμασκήνων μετά τη συγκομιδή δια μέσου του ειδικού πλέγματος.

Το ακτινίδιο αραιώνεται, αλλά η μείωση του φορτίου έχει μικρή επίδραση επί του μεγέθους των καρπών κατά τη συγκομιδή, γιατί το μέγεθος του καρπού εξαρτάται από τον αριθμό των σπόρων και από την έκθεση των φύλλων στον ήλιο. Μολαταύτα, η αποκοπή των παραμορφωμένων, μικρών και τραυματισμένων καρπών νωρίς το καλοκαίρι μπορεί να έχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα επί των κλιματίδων, γιατί τα φωτοσυνθετικά υλικά διοχετεύονται στην τρέχουσα βλάστηση και θα χρησιμεύσουν ως αποθεματική τροφή την επόμενη βλαστική περίοδο. Ο περιορισμός μερικών καρπών επιταχύνει την ωρίμαση και τις εργασίες συσκευασίας.

Δυο βασικοί μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για το αραίωμα 1) το χειμερινό κλάδευμα που συνίσταται στην αποκοπή κατά τη διάρκεια του χειμώνα βλαστών, οι οποίοι αναπτύχθηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο και 2) το αραίωμα των ανθέων ή ανώριμων καρπών, νωρίς την άνοιξη.[1]

Χρησιμοποιούμενες χημικές ουσίες

Αρκετές χημικές ουσίες, των οποίων η χρήση επιτρέπεται από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, να χρησιμοποιούνται, με επιτυχία, για το αραίωμα των ανθέων ή μικρών καρπών, αλλά έχουν και άλλες επιδράσεις θετικές ή αρνητικές.

Η δινιτροορθοκρεζόλη (DNOC, Elgetol) είναι μια καυστική ουσία, που νεκρώνει τα ανθικά μέρη, συνεπώς, αναμφίβολα διεγείρει την έκλυση αιθυλενίου. Η ουσία αυτή είναι επίσης γυρεοκτόνος σε υψηλές συγκεντρώσεις και παρεμποδιστής της αύξησης του γυρεοσωλήνα σε χαμηλές συγκεντρώσεις. Η δινιτροορθοκρεζόλη ψεκάζεται, όταν τα δένδρα πλησιάζουν σε πλήρη ανθοφορία. Η ουσία αυτή νεκρώνει τα μέρη του άνθους, με τα οποία έρχεται σε επαφή, αλλά για να είναι αποτελεσματική πρέπει οι ψεκαστικές σταγόνες να πέσουν πάνω στην ωοθήκη.

Το ναφθαλινοξικό οξύ (ΝΑΑ), η ναφθαλινακεταμίδη (NAAm), το τριχλωροφενοξυπροπιονικό οξύ, το 3-CPA και το carbaryl (Sevin) είναι συνθετικές αυξίνες. Το carbaryl χρησιμοποιείται κυρίως ως εντομοκτόνο, και δευτερευόντως ως καρποαραιωτικό.

Ο δεύτερος τρόπος δράσης των αυξινικών ουσιών συνίσταται στην έκλυση αιθυλενίου. Αν η έκλυση αιθυλενίου από ΝΑΑ ή ΝΑΑm εμποδίζεται με επέμβαση με aminoethoxyvinylglycine (AVG), που είναι παρεμποδιστής της παραγωγής αιθυλενίου, η αραιωτική επίδραση είναι αρνητική.

Το αιθυλένιο μειώνει τη διαπερατότητα της μεμβράνης και ως εκ τούτου επιτρέπει στα υποστρώματα να αντιδρούν με τα ένζυμα, τα οποία κανονικά διατηρούνται χωριστά ή εγκλεισμένα στο κυτταρόπλασμα. Επομένως, το αιθυλένιο που προέρχεται από το ethephon (παράγει αιθυλένιο), προκαλεί έκκριση κόμμεος στους βλαστούς.[1]


Σχετικές σελίδες


Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997