Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ζαχαρότευτλο φυτό"
Γραμμή 14: | Γραμμή 14: | ||
{{{top_heading|==}}}Ποικιλίες ζαχαρότευτλου{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Ποικιλίες ζαχαρότευτλου{{{top_heading|==}}} | ||
+ | Οι καλλιεργούμενες σήμερα στη χώρα μας ποικιλίες είναι όλες ευρωπαϊκής προέλευσης. Η ΕΒΖ μέχρι το 1975 προμήθευε τους παραγωγούς αποκλειστικά με σπόρους που προερχόταν από ξένες χώρες. Από το 1975 και μετά άρχισε τον αναπολλαπλασιασμό σπόρων ζαχαρότευτλων στην Ελλάδα με βασικό γενετικό υλικό με ποικιλίες που προερχόταν από ξένους σποροπαραγωγικούς οίκους. Με την παραγωγή ελληνικού τευτλόσπορου η ΕΒΖ διαθέτει στους τευτλοπαραγωγούς σπόρο σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τις διεθνείς και κυρίως με υψηλές αποδόσεις, περιεκτικότητας σε ζάχαρη και αντοχή στις ασθένειες. Οι ποικιλίες διακρίνονται βασικά σε μονόσπερμες και πολύσπερμες. Τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας χρησιμοποιείται αποκλειστικά ο γενετικός μονόσπερμος που δίνει από κάθε συγκάρπιο ένα μόνο φυτό, σε αντίθεση με τον πολύσπερμο που είναι συγκάρπιο με 2-5 σπέρματα τα οποία όταν φυτρώσουν δίνουν αντίστοιχα 2-5 φυτά. Ο μονόσπερμος σπόρος υπάρχει σε δύο βασικές μορφές, σαν γυμνός και σαν κουφετοποιημένος.Και στις δύο μορφές του είναι διατρημένος, δηλαδή περασμένος από ειδικά κόσκινα, ώστε τελικά να κρατηθούν οι σπόροι που έχουν ορισμένο μέγεθος. Στη χώρα μας χρησιμοποιούμε σπόρους διαμέτρου 3,5-4,5 χιλιοστών. Οι ποικιλίες των ζαχαρότευτλων κατατάσσονται σε τρεις κυρίως ομάδες, οι οποίες χαρακτηρίζονται με τα γράμματα Ε,Ζ,Ν. | ||
+ | |||
+ | Ε: είναι ποικιλίες με χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Καλλιεργούνται σε φτωχά και ανεπαρκή αρδευόμενα εδάφη και είναι κατάλληλα για πρώιμες συγκομιδές. | ||
+ | |||
+ | Ζ: είναι ποικιλίες με μικρή απόδοση σε βάρος και μεγάλη περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Καλλιεργούνται σε γόνιμα εδάφη κατάλληλα για όψιμες συγκομιδές. | ||
+ | |||
+ | Ν: είναι ποικιλίες ενδιάμεσες με μέση απόδοση βάρους και μέση περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Καλλιεργούνται σε μέσης γονιμότητας εδάφη, επειδή συνδυάζουν καλό ζαχαρικό τίτλο και ικανοποιητική απόδοση σε βάρος.<ref name="Ασθένειες ζαχαρότευτλων"/> | ||
{{{top_heading|==}}}Ασθένειες ζαχαρότευτλου{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Ασθένειες ζαχαρότευτλου{{{top_heading|==}}} |
Αναθεώρηση της 14:32, 1 Αυγούστου 2013
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Το ζαχαρότευτλο είναι ένα C3 φυτό εύκρατων περιοχών και ανήκει στην οικογένεια Chenopodiaceae. Η καλλιέργεια του είναι διαδεδομένη ευρύτατα σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία. Κυριότερες χώρες παραγωγής είναι η Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Πολωνία και Αγγλία. Στην Ελλάδα, τα ζαχαρότευτλα καλλιεργούνται από το 1961 με μοναδικό φορέα αξιοποίησης της πρωτογενούς παραγωγής την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης (ΕΒΖ). Το σχήμα συνεργασίας παραγωγών και ΕΒΖ είναι αυτό της συμβολαιακής γεωργίας. Οι οργανωμένες γεωπονικές υπηρεσίες κάθε ζαχαρουργείου παρέχουν όλη την απαιτούμενη συμβουλευτική υποστήριξη στους τευτλοκαλλιεργητές και φροντίζουν επίσης για την χρησιμοποίηση των καταλληλότερων και οικονομικότερων γεωργικών εφοδίων. Έως και το 2006 λειτουργούσαν 5 ζαχαρουργεία στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα που κατεργάζονταν το προϊόν καλλιέργειας 420.000 στρεμμάτων περίπου ετησίως. Με την αναθεώρηση της ΚΟΑ Ζάχαρης, αποσύρθηκε το 51% της εθνικής ποσόστωσης και έτσι σήμερα λειτουργούν μόνο 3 εργοστάσια (Πλατύ, Σέρρες, Ορεστιάδα) με στόχο την κατεργασία πρώτης ύλης από 220.000 στρέμματα. Λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε ζαχαρόζη (13-22%), το ζαχαρότευτλο χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για την παραγωγή ζάχαρης. Τα παραπροϊόντα της επεξεργασίας των ζαχαρότευτλων είναι η μελάσα που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλκοόλης και ζυμών αρτοποιίας και η νωπή και η μελασομένη ξηρή πούλπα (pellets) που χρησιμοποιούνται στη διατροφή ζώων. Τα ασβεστούχα υπολείμματα από την επεξεργασία του ζαχαρότευτλου μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πηγή φωσφόρου και καλίου αλλά και για την βελτίωση του pH του εδάφους.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Το ζαχαρότευτλο έχει διετή βιολογικό κύκλο. Τον πρώτο χρόνο αναπτύσσεται βλαστικά, μοιάζει με φυτό-ροζέτα και δημιουργεί μια μεγάλη σαρκώδη κωνική ρίζα που περιέχει όλα τα απαραίτητα θρεπτικά αποθέματα για τον επόμενο χρόνο. Τον δεύτερο χρόνο το φυτό εισέρχεται στο αναπαραγωγικό στάδιο επαγόμενο προς ανθοφορία από τη συνδυασμένη δράση των χαμηλών θερμοκρασιών του χειμώνα και της μακράς φωτοπεριόδου της δεύτερης χρονιάς. Ο σπόρος, που έχει ένα ιδιαίτερα σκληρό περίβλημα, βλαστάνει συνήθως σε 3-5 ημέρες από τη σπορά. Η διαδικασία μεγιστοποιείται στους 22-25oC, ελαχιστοποιείται ή μηδενίζεται σε θερμοκρασίες μικρότερες των 3oC και μειώνεται σε θερμοκρασίες πάνω από 30-35oC. Η ανάπτυξη της ρίζας από το υποκοτύλιο του σπορόφυτου και την πρωτογενή ρίζα είναι ταχεία. Στις πρώτες 6 εβδομάδες, αυξάνεται κατά 4000% η ξηρά ουσία της πρωτογενούς ρίζας, δημιουργείται η δομή της ώριμης κύριας ρίζας και αρχίζει η αποθήκευση ζαχαρόζης. Η ρίζα αποτελείται από τη στεφάνη, τον λαιμό και την κυρία ρίζα. Στη στεφάνη της ρίζας, που περιέχει το 6-17% της μάζας της, ευρίσκεται διαταγμένος σε κλειστή σπείρα ο φυλλοφόρος βλαστός από τον οποίο εκφύονται καθ΄όλη τη βλαστική περίοδο μεγάλα επιμήκη φύλλα με έντονες νευρώσεις και μεγάλο μίσχο. Η διάρκεια ζωής των φύλλων κυμαίνεται μεταξύ 45-65 ημέρες και εξαρτάται από την θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Ο λαιμός είναι μια στενή ζώνη που ευρίσκεται κάτω από τη στεφάνη και δεν φέρει πλευρικά ριζίδια. Η κύρια ρίζα συνήθως φθάνει σε βάθος 1.5m και φέρει δύο αυλακιές από τις οποίες εκφύονται πολυάριθμα πλευρικά λεπτά ριζίδια.
Τον δεύτερο χρόνο του βιολογικού κύκλου, εκφύονται φύλλα από τη στεφάνη σε σχήμα ροζέτας όπως κατά τη βλαστική περίοδο. Σε 2-6 εβδομάδες όμως, είναι εμφανής η διαφορετική μορφολογία σε σχέση με αυτή της βλαστικής περιόδου. Τα φύλλα γίνονται προοδευτικά μικρότερα και εμφανίζεται το ανθοφόρο στέλεχος που φτάνει σε ύψος 1.2-1.8 μ και διακλαδίζεται σε δευτερεύοντες βλαστούς οι οποίοι εκφύονται από τη μασχάλη των βράκτιων φύλλων. Η ταξιανθία του φυτού είναι φόβη και φέρει τέλεια άνθη που είτε εκφύονται μεμονωμένα, οπότε μετά την γονιμοποίησή τους δίνουν μονόσπερμους σπόρους, είτε σε ομάδες που δίνουν σύνθετους (πολύσπερμους) καρπούς αποτελούμενους από 2-5 μονόσπερμους σπόρους (συγκάρπια).[1]
Κλιματικές συνθήκες
Τα ζαχαρότευτλα είναι προσαρμοσμένα σε ένα ευρύ φάσμα κλιματικών συνθηκών αλλά πρώτιστα είναι μία καλλιέργεια των εύκρατων ζωνών του βορείου ημισφαιρίου σε γεωγραφικά πλάτη 350 έως 600 Βόρεια. Η ελάχιστη θερμοκρασία εδάφους για την έναρξη φυτρώματος του σπόρου είναι 3-4oC με τα σπορόφυτα να εμφανίζονται σε 20 περίπου ημέρες, ενώ στους 10oC και 20oC το φύτρωμα επιτυγχάνεται σε 10-12 ημέρες και 5-8 ημέρες, αντίστοιχα. Στο στάδιο των κοτυληδόνων το φυτό είναι ευπαθές σε χαμηλές θερμοκρασίες, ενώ με την εμφάνιση των πρώτων μόνιμων φύλλων μπορεί να αντέξει σε ήπιους παγετούς. Η άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης κυμαίνεται μεταξύ 19-22oC. Για την αποθήκευση της ζαχαρόζης στη ρίζα, σημαντικό ρόλο έχει η ύπαρξη σημαντικής διαφοράς θερμοκρασίας ημέρας-νύχτας. Υψηλές θερμοκρασίες νύχτας δεν ευνοούν την αποθήκευση της ζαχαρόζης. Αυτό αποτελεί και έναν από τους βασικούς λόγους χαμηλού ζαχαρικού τίτλου στη χώρα μας (13-14%) σε σχέση με τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης (17-19%). Οι απαιτήσεις του φυτού σε υγρασία είναι υψηλές εξαιτίας του υψηλού όγκου παραγωγής και μεγιστοποιούνται κατά την περίοδο Μαΐου-Αυγούστου, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη βροχοπτώσεων. Για το λόγο αυτό, καθίσταται απαραίτητη η άρδευση, ανεπάρκεια της οποίας προκαλεί αναστολή της ομαλής ανάπτυξης του φυτού. Αντίθετα, οι βροχοπτώσεις του φθινοπώρου ευνοούν την αύξηση του βάρους της ρίζας σε βάρος της ζαχαροπεριεκτικότητας. Γενικά, επαρκής εδαφική υγρασία και ηλιοφάνεια επιδρούν θετικά στην περιεκτικότητα της ρίζας σε ζαχαρόζη.[1]
Εδαφικές συνθήκες
Το φυτό μπορεί να καλλιεργηθεί σε πολλούς τύπους εδαφών αλλά προτιμά τα βαθειά, καλής υδατοϊκανότητας, με καλή στράγγιση, μέσης γονιμότητας έως γόνιμα εδάφη που είναι πλούσια σε οργανική ουσία και με pH μεταξύ 6.5-8. Οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους είναι επίσης σημαντικές τόσο για την ποσοτική όσο και την ποιοτική απόδοση της καλλιέργειας. Τα βαθειά, χαλαρά, πηλώδη-αμμοπηλώδη εδάφη θεωρούνται τα πλέον κατάλληλα γιατί επιδρούν θετικά στον καλό σχηματισμό και στην ομοιομορφία της ρίζας. Συμπαγή εδάφη έχουν σαν αποτέλεσμα την παραμόρφωση της ρίζας και τη δυσχέρανση της συγκομιδής.[1]
Ποικιλίες ζαχαρότευτλου
Οι καλλιεργούμενες σήμερα στη χώρα μας ποικιλίες είναι όλες ευρωπαϊκής προέλευσης. Η ΕΒΖ μέχρι το 1975 προμήθευε τους παραγωγούς αποκλειστικά με σπόρους που προερχόταν από ξένες χώρες. Από το 1975 και μετά άρχισε τον αναπολλαπλασιασμό σπόρων ζαχαρότευτλων στην Ελλάδα με βασικό γενετικό υλικό με ποικιλίες που προερχόταν από ξένους σποροπαραγωγικούς οίκους. Με την παραγωγή ελληνικού τευτλόσπορου η ΕΒΖ διαθέτει στους τευτλοπαραγωγούς σπόρο σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τις διεθνείς και κυρίως με υψηλές αποδόσεις, περιεκτικότητας σε ζάχαρη και αντοχή στις ασθένειες. Οι ποικιλίες διακρίνονται βασικά σε μονόσπερμες και πολύσπερμες. Τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας χρησιμοποιείται αποκλειστικά ο γενετικός μονόσπερμος που δίνει από κάθε συγκάρπιο ένα μόνο φυτό, σε αντίθεση με τον πολύσπερμο που είναι συγκάρπιο με 2-5 σπέρματα τα οποία όταν φυτρώσουν δίνουν αντίστοιχα 2-5 φυτά. Ο μονόσπερμος σπόρος υπάρχει σε δύο βασικές μορφές, σαν γυμνός και σαν κουφετοποιημένος.Και στις δύο μορφές του είναι διατρημένος, δηλαδή περασμένος από ειδικά κόσκινα, ώστε τελικά να κρατηθούν οι σπόροι που έχουν ορισμένο μέγεθος. Στη χώρα μας χρησιμοποιούμε σπόρους διαμέτρου 3,5-4,5 χιλιοστών. Οι ποικιλίες των ζαχαρότευτλων κατατάσσονται σε τρεις κυρίως ομάδες, οι οποίες χαρακτηρίζονται με τα γράμματα Ε,Ζ,Ν.
Ε: είναι ποικιλίες με χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Καλλιεργούνται σε φτωχά και ανεπαρκή αρδευόμενα εδάφη και είναι κατάλληλα για πρώιμες συγκομιδές.
Ζ: είναι ποικιλίες με μικρή απόδοση σε βάρος και μεγάλη περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Καλλιεργούνται σε γόνιμα εδάφη κατάλληλα για όψιμες συγκομιδές.
Ν: είναι ποικιλίες ενδιάμεσες με μέση απόδοση βάρους και μέση περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Καλλιεργούνται σε μέσης γονιμότητας εδάφη, επειδή συνδυάζουν καλό ζαχαρικό τίτλο και ικανοποιητική απόδοση σε βάρος.[2]
Ασθένειες ζαχαρότευτλου
Τα ζαχαρότευτλα προσβάλλονται από πολλές ασθένειες λόγω μυκήτων, βακτηρίων, ιώσεων καθώς και μη παρασιτικές (π.χ τροφοπενίες). Στον σύνδεσμο που ακολουθεί παρακάτω αναλύονται όλες οι ασθένειες που επηρεάζουν και υποβαθμίζουν ποιοτικά και ποσοτικά τα ζαχαρότευτλα, καθώς και επίσης οι βασικοί τρόποι καταπολέμησής τους:
Εχθροί ζαχαρότευτλου
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|