Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένεια αγγουριάς Βοτρύτης"
(Νέα σελίδα με 'Ο βοτρύτης ή φαιά σήψη είναι ασθένεια του υπέργειου τμήματος και προ...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 08:53, 8 Ιουλίου 2013
Ο βοτρύτης ή φαιά σήψη είναι ασθένεια του υπέργειου τμήματος και προσβάλλει όλα τα μέρη του φυτού. Στη χώρα μας προκαλεί σοβαρές ζημιές κυρίως στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες της αγγουριάς και μετασυλλεκτικές σήψεις στα συγκομισμένα προϊόντα. Το παθογόνο προσβάλλει τα φυτά σε όλα τα στάδια ανάπτυξής τους και δημιουργεί ζημιές σε όλα τα μέρη του φυτού. Στα φυτάρια οι προσβολές από βοτρύτη είναι σπάνιες. Προκαλούνται τήξεις ή λιωσίματα, ιδίως όταν το υπόστρωμα συγκρατεί πολύ νερό. Στο λαιμό των φυταρίων παρατηρείται χαρακτηριστικό ξερό έλκος που καλύπτεται από γκρίζα εξάνθηση. Τα φυτάρια υποφέρουν κυρίως κατά τη μεταφύτευση. Στα φύλλα σχηματίζονται καστανοπράσινες κηλίδες, οι οποίες είναι πιο συχνές στην περιφέρεια. Σε ευνοϊκές συνθήκες μεγαλώνουν και δημιουργούν νεκρωτικές περιοχές όπου μέσω των μίσχων εξαπλώνονται στο στέλεχος. Στα στελέχη, η μόλυνση ξεκινά από τις πληγές, όπου σχηματίζονται καστανά επιμήκη έλκη. Σε συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας, οι πληγές καλύπτονται από την πυκνή χαρακτηριστική γκρίζα εξάνθηση, που αποτελείται από τις καρποφορίες (κονιδιοφόροι και κονίδια) του μύκητα. Οι ζημιές που προκαλούνται στα στελέχη είναι σοβαρές, διότι τα φυτά πάνω από το σημείο προσβολής μαραίνονται και ξεραίνονται. Στους καρπούς, η προσβολή ξεκινά συνήθως από τις κορυφές που φέρουν στην άκρη τους ανθικά υπολείμματα, τα οποία αποτελούν την κύρια είσοδο του παθογόνου και άριστη τροφή για αυτό. Οι καρποί γίνονται μαλακοί και υδαρείς. Οι προσβλημένες περιοχές καλύπτονται από τη γκρίζα εξάνθηση. Τα φυτά γίνονται καχεκτικά, μαραίνονται, ξεραίνονται και οι καρποί υποβαθμίζονται ποιοτικά. Για τις συνθήκες της Κρήτης, η πιο ευνοϊκή περίοδος της ασθένειας είναι από το Νοέμβριο μέχρι τα μέσα της άνοιξης, όπου έχουμε σημαντικές ζημιές. Ο μύκητας Botrytis cinerea είναι το παθογόνο αίτιο της ασθένειας. Διαχειμάζει με τη μορφή μυκηλίου σαπροφυτικά στα φυτικά υπολείμματα ή παρασιτικά στα προσβλημένα καλλιεργούμενα και αυτοφυή φυτά και με τη μορφή σκληρωτίων στο έδαφος. Τα σκληρώτια, κατά τη βλάστησή τους μπορεί να δώσουν ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν μυκήλιο, κονιδιοφόρους και κονίδια ή και σπάνια αποθήκια. Το σαπροφυτικό ή παρασιτικό μυκήλιο αποτελεί σημαντική πηγή μολύσματος και παίζει σπουδαίο ρόλο σε λανθάνουσες μολύνσεις αποθηκευμένων προϊόντων. Ο μύκητας παράγει κονιδιοφόρους ελαιώδους χρώματος σε δέσμες, οι οποίοι φέρουν υαλώδη, μονοκύτταρα, ωοειδή κονίδια κατά κεφαλές σε μορφή βότρυος. Τα κονίδια, είναι ξηροσπόρια και ελευθερώνονται με τον αέρα. Μεταφέρονται με τον αέρα, τη βροχή, τα εργαλεία, τα έντομα ακόμα και με την επαφή υγιών με προσβλημένους ή νεκρούς φυτικούς ιστούς προκαλώντας μολύνσεις. Στα θερμοκήπια μεταφέρονται με τα ρεύματα αέρα, τα σταγονίδια που σχηματίζονται με τη συμπύκνωση των υδρατμών και με την άρδευση με καταιονισμό ή αυλάκια. Στα φύλλα εισβάλλουν με απ’ ευθείας διάτρηση της εφυμενίδας και στα φυτά από ηλικιωμένους ιστούς και πληγές των οπoίων ο χυμός αποτελεί άριστη τροφή. Μπορούν εύκολα να προκαλέσουν μολύνσεις κάθε φορά που οι κλιματολογικές συνθήκες είναι ευνοϊκές και τα φυτικά τμήματα ευπαθή στο παθογόνο. Για την ανάπτυξη της ασθένειας σημαντικό ρόλο παίζουν η υψηλή σχετική υγρασία >90% για τη βλάστηση των κονιδίων και η θερμοκρασία από 18-23oC για την ανάπτυξη του μύκητα. Η παρουσία ελεύθερου νερού στη φυτική επιφάνεια ευνοεί τη μόλυνση. Το νερό αυτό προέρχεται κυρίως από τα σταγονίδια που σχηματίζονται στην οροφή του πλαστικού καλύψης του θερμοκηπίου και πέφτουν στα φύλλα. Η διάρκεια διύγρανσης της φυλλικής επιφάνειας είναι καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη του παθογόνου. Η ασθένεια ευνοείται από συχνές βροχοπτώσεις, ομίχλες, ψυχρό και υγρό καιρό, κακό αερισμό και ίσκιο. Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες που οδηγούν τα φυτά στη μόλυνση, όπως οι ατμοσφαιρικοί ρύποι, η ψύξη, η ποιότητα του φωτός όπου ασκεί σημαντική επίδραση στη σπορίωση του μύκητα, η ακτινοβολία με μήκος κύματος μικρότερο των 345nm όπου ευνοεί τη παραγωγή των σπορίων, η υπερβολική χρήση λιπασμάτων κυρίως αζώτου, η έλλειψη ασβεστίου, η πυκνή φύτευση, η κακή υποστύλωση, το καθυστερημένο κλάδεμα, η γήρανση των ιστών και οι τραυματισμοί των φυτών. Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με τον αέρα, τη βροχή και τα έντομα. Για την αντιμετώπιση του βοτρύτη αναγράφονται παρακάτω τα σημαντικότερα μέτρα καταπολέμησης:
- Αραιή φύτευση, με κατεύθυνση από βορρά προς νότο.
- Σε εδάφη με έλλειψη ασβεστίου στα οποία ευνοείται η ασθένεια να γίνεται ασβέστωση με 150-200kg Ca(OH2) στο στρέμμα.
- Αποφυγή ποτίσματος με τεχνητή βροχή.
- Αποφυγή πρόσδεσης του σπάγκου υποστύλωσης στο στέλεχος των φυτών.
- Σωστό κλάδεμα (αφαίρεση πλαγίων βλαστών).
- Αποφυγή δημιουργίας πληγών στα φυτά.
- Απομάκρυνση και καταστροφή των προσβλημένων φυτικών τμημάτων.
- Μείωση της υπερβολικής υγρασίας.
- Σωστό αερισμό (θερμοκήπια με εξαεριστήρες).
- Να αποφεύγονται οι μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας οι οποίες συντελούν στη συμπύκνωση των υδρατμών και την επικάθηση σταγονιδίων νερού στα φυτά.
- Η υψηλή περιεκτικότητα σε διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα εμποδίζει την ανάπτυξη της ασθένειας.
- Επιπλέον συστήνεται η χρησιμοποίηση ειδικών πλαστικών για κάλυψη των θερμοκηπίων. Χρησιμοποιούνται πλαστικά όπως τα «θερμοπλαστικά» που έχουν μικρή διαπερατότητα στην υπέρυθρη ακτινοβολία υψηλών μηκών κύματος (7-14μm) που οδηγούν κατά την περίοδο του χειμώνα σε αύξηση της θερμοκρασίας με αποτέλεσμα την καλύτερη ανάπτυξη των φυτών και τη μείωση της προσβολής. Επίσης συστήνονται τα “UV blocking films” πλαστικά που απορροφούν την υπεριώδη ακτινοβολία υψηλών μηκών κύματος (<340nm) και παρεμποδίζουν τις δευτερογενείς μολύνσεις και τα “Anti-fogging” πλαστικά τα οποία εμποδίζουν τη συμπύκνωση υδρατμών και το σχηματισμό σταγόνων στην εσωτερική επιφάνεια τους και έχουν μεγαλύτερη διαπερατότητα στο φως στο με αποτέλεσμα την καλύτερη ανάπτυξη των φυτών.