Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Καλλιέργεια ελαιοκράμβης"
(Νέα σελίδα με '{{{top_heading|==}}}Προετοιμασία εδάφους{{{top_heading|==}}} Οι πρακτικές που ακολουθούνται για την προετοιμ...') |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 13:57, 7 Αυγούστου 2013
Περιεχόμενα
Προετοιμασία εδάφους
Οι πρακτικές που ακολουθούνται για την προετοιμασία της σποροκλίνης αφορούν στο ψιλοχωμάτισμα και ισοπέδωση του εδάφους καθώς και στην εξόντωση ζιζανίων. Η κατεργασία του εδάφους, λόγω του μικρού μεγέθους του σπόρου της ελαιοκράμβης, θεωρείται απαραίτητη για την επίτευξη ομοιόμορφου βάθους σποράς και φυτρώματος και πραγματοποιείται συνήθως με επιφανειακό εδαφοκαλλιεργητή σε βάθος 10-14cm.[1]
Σπορά - Φύτευση
Η εποχή σποράς εξαρτάται από τις κλιματολογικές συνθήκες και την καλλιεργητική πρακτική που αφορά κυρίως στην εναλλαγή της με άλλες καλλιέργειες. Στις βόρειες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Αγγλία η ελαιοκράμβη σπέρνεται την περίοδο από τέλη Αύγουστου έως αρχές Σεπτεμβρίου, ενώ σε περιοχές με υγρό χειμώνα μπορεί να εγκατασταθεί ως ανοιξιάτικη καλλιέργεια οπότε η σπορά πραγματοποιείται από τέλη Φεβρουαρίου έως αρχές Μαρτίου. Η εποχή σποράς επηρεάζει την τελική απόδοση της καλλιέργειας αλλά δεν προκαλεί μεταβολή των ποιοτικών χαρακτηριστικών του λαδιού. Η ημερομηνία σποράς θα πρέπει να εξασφαλίζει την καλλιέργεια από τον κίνδυνο παγετών. Η ελαχιστοποίηση των απωλειών από το ψύχος πραγματοποιείται όταν τα φυτά εισέρχονται στη χειμερινή περίοδο κατά το στάδιο των 6-8 φύλλων με διάμετρο σταυρού 0,8-1cm.
Στην Ελλάδα, η εποχή σποράς της ελαιοκράμβης κυμαίνεται από Σεπτέμβριο έως Οκτώβριο. Στα βόρεια γεωγραφικά διαμερίσματα (Μακεδονία και Θράκη) συνιστάται πρώιμη σπορά στα μέσα με τέλη Σεπτεμβρίου, ενώ στις νοτιότερες περιοχές (Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα) η σπορά μπορεί να γίνει μέχρι και μέσα έως τέλη Οκτωβρίου. Η σπορά πραγματοποιείται γραμμικά σε αποστάσεις 25-45cm και 3,5-5,5cm μεταξύ των γραμμών και επί της γραμμής, αντίστοιχα. Γενικά, μεγάλη πυκνότητα αποδίδει αυξημένη παραγωγή σπόρου αλλά μειωμένη περιεκτικότητα σε λάδι, ενώ το αντίθετο συμβαίνει σε καλλιέργειες μικρής πυκνότητας. Η χρησιμοποιούμενη ποσότητα σπόρου εξαρτάται από τη βλαστική ικανότητα του σπόρου, τον εδαφικό τύπο και τις καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια και μετά τη σπορά. Ο επιθυμητός αριθμός φυτών μετά το πέρας της χειμερινής περιόδου εκτιμάται σε 55-65 και 40-45 φυτά/m2 αριθμός που επιτυγχάνεται με 350-450 και 300-350gr σπόρου/στρ για τις ποικιλίες και τα υβρίδια, αντίστοιχα. Η σπορά γίνεται σε βάθος 1-2cm με σπαρτική μηχανή σιταριού ή με πνευματική μηχανή κατάλληλη για μικρού μεγέθους σπόρους.[1]
Καταπολέμηση ζιζανίων
Τα ζιζάνια, κυρίως τα αγρωστώδη και τα πλατύφυλλα, αποτελούν απειλή για την ελαιοκράμβη κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξής της οπότε χαρακτηρίζεται από μικρή ανταγωνιστική ικανότητα. Γενικά, η ύπαρξη αγρωστωδών ζιζανίων προκαλεί μεγαλύτερες απώλειες συγκριτικά με τα πλατύφυλλα ζιζάνια και η παρουσία τους σε μεγάλο πληθυσμό μπορεί να μειώσει την τελική απόδοση κατά 50%.
Τα αγρωστώδη ζιζάνια που προκαλούν τις σοβαρότερες απώλειες στην καλλιέργεια της ελαιοκράμβης είναι ο βέλιουρας (Sorghum halepense), η φάλαρη (Phalaris spp.), η αγριάδα (Cynodon dactylon), η αλεπονουρά (Alopecurus myosuroides) και η αγριοβρώμη (Avena spp.). Τα κυριότερα πλατύφυλλα ζιζάνια είναι το βλήτο (Amaranthus retroflexus), ο στύφνος (Solanum nigrum), η μολόχα (Malva spp.), η μεγαλόκαρπη κολλητσίδα (Galium aparine), η στελλάρια (Stellaria spp.), η βερόνικα (Veronica spp.), το άγριο σινάπι (Sinapis arvensis), και το χαμομήλι (Chamomilla recutita). Για την καταπολέμησή τους εφαρμόζεται προσπαρτική ζιζανιοκτονία με τη χρήση σκευασμάτων της οικογένειας των δινιτροανιλινών. Σε περιπτώσεις δυσεξόντωτων αγρωστωδών ζιζανίων συστήνεται η εφαρμογή μεταφυτρωτικής ζιζανιοκτονίας με σκευάσματα της οικογένειας των αρυλοξυφαινοξυπροπιονικών κατά το στάδιο των δύο πρώτων φύλλων. Επίσης, συνηθισμένη πρακτική αποτελεί η χρήση σκευασμάτων της οικογένειας των διπυριλιδίων λίγο πριν τη σπορά και εφόσον έχουν φυτρώσει τα ζιζάνια. Προληπτικά μέτρα περιλαμβάνουν επιλογές ποικιλιών, πυκνοτήτων φύτευσης, χρόνου σποράς και συστήματος αμειψισποράς.[1]
Λίπανση
Η ελαιοκράμβη είναι φυτό με υψηλές απαιτήσεις σε άζωτο σε όλη τη διάρκεια του βιολογικού της κύκλου. Το άζωτο χορηγείται κατά την περίοδο του φθινοπώρου και της άνοιξης ως βασική και επιφανειακή λίπανση. Η βασική λίπανση γίνεται πριν τη σπορά και περιλαμβάνει 2-3 μονάδες αζώτου, 5 μονάδες καλίου και 5 μονάδες φωσφόρου. Κατά την επιφανειακή λίπανση που πραγματοποιείται στις αρχές Μαρτίου, χορηγούνται 8-10 μονάδες αζώτου. Σε πολύ φτωχά εδάφη η δόση της επιφανειακής λίπανσης μπορεί να αυξηθεί κατά 2-3 μονάδες ενώ αντίθετα σε γόνιμα, πλούσια σε άζωτο εδάφη η χορήγηση αζώτου κατά τη βασική λίπανση μπορεί να παραληφθεί. Επίσης, απαραίτητο στοιχείο για την καλλιέργεια είναι το θείο και σε περίπτωση έλλειψής του συστήνεται η χορήγηση 3 μονάδων κατά την επιφανειακή λίπανση.[1]
Άρδευση
Οι περισσότερες ενεργειακές καλλιέργειες παρουσιάζουν μέτρια έως υψηλή αποτελεσματικότητα χρήσης νερού. Η ελαιοκράμβη μπορεί να καλλιεργηθεί, να αναπτυχθεί και να αποδώσει ικανοποιητικά και χωρίς άρδευση. Όπως σε κάθε ξηρική καλλιέργεια το νερό είναι πολύ κρίσιμος παράγοντας και η επιτυχία της επηρεάζεται από τον ικανοποιητικό εφοδιασμό της με νερό, καθ’ όλα τα στάδιά της.
Δεδομένου ότι, στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας από το Νοέμβριο έως και τον Μάρτιο υπάρχουν συνήθως βροχοπτώσεις ή χιονόπτωση, ως κρίσιμες φάσεις της ανάπτυξης, με υψηλές απαιτήσεις σε εδαφική υγρασία χαρακτηρίζονται, το ξεκίνημα της φυτείας – πρώτη βλαστική περίοδος, τον Οκτώβριο και κυρίως, το διάστημα της ανθοφορίας μέχρι και το δέσιμο των λοβών, Απρίλιος – μέσα Μαΐου. Για την βλάστηση και το φύτρωμα των σπόρων, 10-15mm βροχής τον Οκτώβριο, είναι αρκετά για την ομοιόμορφη βλάστηση. Η ανθοφορία, ανάλογα με την περιοχή, εκτιμάται στις αρχές του Απριλίου και διαρκεί μέχρι 20-25 Απριλίου. Αυτό το διάστημα και για τις επόμενες 2-3 εβδομάδες, η βροχόπτωση μπορεί να αυξήσει σημαντικά την τελική απόδοση της καλλιέργειας.
Εφόσον λοιπόν, δεν σημειωθούν ικανοποιητικές βροχοπτώσεις (450-500 mm) κατά τις κρίσιμες αυτές φάσεις, τότε κρίνεται απαραίτητη η εφαρμογή άρδευσης, ώστε να επιτευχθεί αύξηση των αποδόσεων. Εάν το διαθέσιμο νερό επαρκεί για μια και μοναδική άρδευση, θα πρέπει να γίνεται οπωσδήποτε κατά το διάστημα της ανθοφορίας και μέχρι το δέσιμο των λοβών (στο τέλος της ανθοφορίας).[2]
Συγκομιδή
Η συγκομιδή της ελαιοκράμβης πραγματοποιείται όταν η υγρασία του σπόρου κυμαίνεται μεταξύ 9-10%. Λόγω των ξηροθερμικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα μας, η μείωση της υγρασίας πραγματοποιείται με ταχύ ρυθμό και έτσι μπορεί να συγκομισθεί και σε υψηλότερα επίπεδα (15-16%), μειώνοντας τον κίνδυνο απωλειών λόγω "τινάγματος" του σπόρου. Κατά το στάδιο αυτό, τα βλαστικά μέρη του φυτού αποκτούν καφέ χρωματισμό και το 90% των σπόρων έχει μαύρο χρώμα.
Η συγκομιδή της ελαιοκράμβης πραγματοποιείται είτε με θερισμό στο ύψος των 25-30cm, ξήρανση με έκθεση στον αγρό (5-10 ημέρες) και αλωνισμό με αλωνιστική μηχανή σιτηρών είτε με θεριζοαλωνιστική μηχανή σιτηρών. Η χρήση θεριζοαλωνιστικής μηχανής προϋποθέτει αλλαγή των κόσκινων και την προσαρμογή στην ανέμη κάθετου μαχαιριού για την αποφυγή απωλειών. Η πρώτη μέθοδος εξασφαλίζει ομοιόμορφη κατανομή της υγρασίας του σπόρου, αλλά αυξάνει το κόστος συγκομιδής και ενέχει τον κίνδυνο απωλειών λόγω έκθεσης του συγκομιζόμενου προϊόντος στην ύπαιθρο. Λόγω χαμηλότερου κόστους, η συγκομιδή στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες γίνεται κυρίως με θεριζοαλωνιστικές μηχανές. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται αποξηραντικές ουσίες για ταυτόχρονη ωρίμανση των σπόρων και διευκόλυνση της συγκομιδής.
Στην Ελλάδα η απόδοση της ελαιοκράμβης σύμφωνα τα μέχρι τώρα πειραματικά και καλλιεργητικά δεδομένα κυμαίνεται μεταξύ 120-250 σε περιοχές όπως ο Έβρος (χωρίς συμπληρωματική άρδευση) ενώ με επαρκή άρδευση σε διάφορες περιοχές έχουν επιτευχθεί αποδόσεις που φθάνουν και τα 400kg/στρ. Παράλληλα, παράγονται και 0,6-0,8 τόνοι ξηρής βιομάζας με υψηλή περιεκτικότητα σε κυτταρίνη από το υπόλοιπο (στελέχη) της καλλιέργειας ελαιοκράμβης. Οι αντίστοιχες ποσότητες παραγωγής biodiesel είναι περίπου 75 και 120Kg/στρ biodiesel για ξηρικές και αρδευόμενες καλλιέργειες αντίστοιχα. Από ένα τόνο σπόρου ελαιοκράμβης με περιεκτικότητα σε λάδι 35-40% μπορούν να παραχθούν 0,35-0,4 τόνοι biodiesel, 600-650Kg πίτας (με υγρασία) και 0,035-0.04 τόνοι γλυκερίνης. Το προερχόμενο από την ελαιοκράμβη biodiesel παρουσιάζει σταθερότητα και καλή συμπεριφορά καύσης σε χαμηλές θερμοκρασίες γιατί περιέχει περίπου 60% ελαϊκό και μόλις 6% κορεσμένα οξέα. Τα νέα βελτιωμένα υβρίδια έχουν ακόμα μεγαλύτερη περιεκτικότητα ελαϊκού οξέος. Το ενεργειακό ισοδύναμο για την παραγωγή του βιοντίζελ έχει υπολογισθεί στο 2,1-3 περίπου ενώ η μείωση των ΑΕΘ από τη χρήση του κυμαίνεται από 35-45%.[2]
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 Ενεργειακές Καλλιέργειες - Βιοκαύσιμα, των Σκαράκη Γεώργιου (Καθηγητής ΓΠΑ), Κορρέ Νικολάου (MSc, PhD) και Παυλή Ουρανίας (MSc, PhD), Αθήνα 2008.
- ↑ 2,0 2,1 Καλλιέργεια ελαιοκράμβης - Η συμβολή της στην επίλυση του ενεργειακού και περιβαλλοντικού προβλήματος, πτυχιακή μελέτη της φοιτήτριας Μαντζιάρη Κωνσταντίνας, Ηράκλειο 2009.