Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ζιζυφιά"
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
{{{top_heading|==}}}Κλιματικές συνθήκες{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Κλιματικές συνθήκες{{{top_heading|==}}} | ||
− | Η ζιζυφιά ευδοκιμεί σε ξηροθερμικές κλιματικές συνθήκες. Ανέχεται θερμοκρασία μέχρι 50<sup>0</sup>C. Δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά, ούτε οι καρποί ωριμάζουν καλά, σε περιοχές με βραχύ καλοκαίρι, ή με μέση χαμηλή καλοκαιρινή θερμοκρασία. Έχει μικρές ανάγκες σε ψύχος για τη διακοπή του ληθάργου των οφθαλμών της (150 έως 400 ώρες κάτω από 7<sup>0</sup>C). Θεωρείται μάλλον ανθεκτική στο ψύχος (μέχρι -10<sup>0</sup>C).<ref name="Ζιζυφιά"/> | + | Η ζιζυφιά ευδοκιμεί σε ξηροθερμικές [[Κλιματικές συνθήκες|κλιματικές συνθήκες]]. Ανέχεται θερμοκρασία μέχρι 50<sup>0</sup>C. Δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά, ούτε οι καρποί ωριμάζουν καλά, σε περιοχές με βραχύ καλοκαίρι, ή με μέση χαμηλή καλοκαιρινή θερμοκρασία. Έχει μικρές ανάγκες σε ψύχος για τη διακοπή του ληθάργου των οφθαλμών της (150 έως 400 ώρες κάτω από 7<sup>0</sup>C). Θεωρείται μάλλον ανθεκτική στο ψύχος (μέχρι -10<sup>0</sup>C).<ref name="Ζιζυφιά"/> |
{{{top_heading|==}}}Εδαφικές συνθήκες{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Εδαφικές συνθήκες{{{top_heading|==}}} | ||
Γραμμή 27: | Γραμμή 27: | ||
{{{top_heading|==}}}Ποικιλίες{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Ποικιλίες{{{top_heading|==}}} | ||
− | Οι πιο αξιόλογες ξενικές ποικιλίες είναι η Li, Lang, Sui Men και Mu-Shing-Hong, με πιο διαδομένες τις δυο πρώτες.<ref name="Ζιζυφιά"/> | + | Οι πιο αξιόλογες ξενικές [[Ποικιλίες|ποικιλίες]] είναι η Li, Lang, Sui Men και Mu-Shing-Hong, με πιο διαδομένες τις δυο πρώτες.<ref name="Ζιζυφιά"/> |
{{{top_heading|==}}}Ασθένειες{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Ασθένειες{{{top_heading|==}}} |
Αναθεώρηση της 07:15, 30 Μαρτίου 2015
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Η ζιζυφιά κατάγεται από την Κίνα, όπου η καλλιέργεια της παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό διαφέρον. Στις μεσογειακές χώρες διαδόθηκε στις αρχές της Χριστιανικής περιόδου. Στην Ελλάδα δεν καλλιεργείται συστηματικά, αλλά απαντά σποραδικά σε κήπους, ιδιαίτερα στα νησιά. Δεν παρουσιάζει οικονομικό διαφέρον για τη χώρα μας. Ο καρπός της χρησιμοποιείται νωπός, ή ξηρός, ή κονσερβοποιημένος. Είναι πλούσιος σε βιταμίνη C.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η ζιζυφιά ανήκει στην οικογένεια Rhamnaceae, στο γένος Zizyphus και στο είδος Zizyphus jujuba Mill. (κν. ζιζυφιά η Ινδική). Η ζιζυφιά είναι διπλοειδής (2n = 24, n = 12). Η ζιζυφιά είναι δένδρο φυλλοβόλο, μέτριου έως μεγάλου μεγέθους. Τα φύλλα είναι επιμήκη έως ωοειδή, κατ' εναλλαγή, βραχύμισχα, γυαλιστερά, πριονωτά και τρίνευρα. Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και μικτούς καρποφόρους. Η διάκριση μεταξύ ξυλοφόρων και μικτών καρποφόρων οφθαλμών (πολύ μικροί σε μέγεθος) μακροσκοπικά είναι αδύνατη. Τα άνθη είναι μικρά, πρασινοκίτρινα, ανά 2 έως 3 στη μασχάλη των φύλλων. Κάθε άνθος αποτελείται από πέντε σέπαλα, πέντε πέταλα, πέντε στήμονες και από μια δίχωρη ωοθήκη, με δυο στύλους. Ο καρπός είναι δρύπη, έχει μέτριο μέγεθος και σχήμα ωοειδές. Ο φλοιός έχει χρώμα πορτοκαλί έως κίτρινο, ή κοκκινωπό (μοιάζει με δαμάσκηνο ή ελιά). Η σάρκα είναι λευκή. Περιέχει ένα πυρήνα δίχωρο.
Τρόπος καρποφορίας Οι ξυλοφόροι και οι μικτοί καρποφόροι οφθαλμοί εκπτύσσονται την άνοιξη. Τα άνθη εμφανίζονται περίπου κατά το Μάϊο. Η άνθηση διαρκεί 2 έως 3 βδομάδες, αλλά άνθη εμφανίζονται σποραδικά μέχρι και τον Αύγουστο. Οι ξυλοφόροι και οι μικτοί καρποφόροι απαντούν επάκρια ή πλάγια των βλαστών. Ο ξυλοφόρος οφθαλμός, όταν εκπτυχθεί, δίνει βλάστηση επέκτασης ή πλάγια βλάστηση, ενώ ο μικτός καρποφόρος δίνει προσωρινή βλάστηση με φύλλα και άνθη στις μασχάλες των φύλλων, που εξελίσοονται σε καρπούς μετά από γονιμοποίηση τους. Η προσωρινή βλάστηση πέφτει νωρίς το χειμώνα, μετά τη συγκομιδή των καρπών. Με την πάροδο του χρόνου από τις ουλές των προσωρινών βλαστήσεων σχηματίζονται εξογκώματα, που φέρουν πλάγια μικτούς καρποφόρους οφθαλμούς και επάκρια πάντοτε ξυλοφόρο οφθαλμό. Ο επάκριος ξυλοφόρος οφθαλμός των εξογκωμάτων, όταν βρει ευνοϊκές συνθήκες, δίνει κανονική βλάστηση επέκτασης. Ήτοι η ζιζυφιά καρποφορεί από μικτούς καρποφόρους οφθαλμούς σε προσωρινή βλάστηση, πλάγια.
Περίοδος καρποφορίας Η ζιζυφιά μπαίνει σε αξιόλογη καρποφορία από το 4ο-5ο χρόνο της ηλικίας της. Η παραγωγική ζωή της υπολογίζεται περίπου σε 40 έως 50 χρόνια.[1]
Κλιματικές συνθήκες
Η ζιζυφιά ευδοκιμεί σε ξηροθερμικές κλιματικές συνθήκες. Ανέχεται θερμοκρασία μέχρι 500C. Δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά, ούτε οι καρποί ωριμάζουν καλά, σε περιοχές με βραχύ καλοκαίρι, ή με μέση χαμηλή καλοκαιρινή θερμοκρασία. Έχει μικρές ανάγκες σε ψύχος για τη διακοπή του ληθάργου των οφθαλμών της (150 έως 400 ώρες κάτω από 70C). Θεωρείται μάλλον ανθεκτική στο ψύχος (μέχρι -100C).[1]
Εδαφικές συνθήκες
Η ζιζυφιά ευδοκιμεί σε διάφορα είδη εδαφών, εκτός στα πολύ αργιλλώδη και υγρά.[1]
Επικονίαση - Γονιμοποίηση
Μερικές ποικιλίες παράγουν καρπούς με αυτογονιμοποίηση, αλλά η καρπόδεση δε θεωρείται ικανοποιητική. Οι καρποί, που παράγονται από αυτογονιμοποίηση των ανθέων συνήθως είναι μικρότεροι των κανονικών και τείνουν να πέσουν πριν ακόμα ωριμάσουν. Πιστεύεται λοιπόν ότι για μια ικανοποιητική παραγωγή η εξασφάλιση σταυρεπικονίασης, μεταξύ συμβιβαστών ποικιλιών είναι αναγκαία. Επί πλέον θα πρέπει να εξασφαλιστεί ο παράγοντας μέλισσα (μια κυψέλη ανά τέσσερα στρέμματα). Θα πρέπει να αναφέρουμε ακόμα ότι οι ανθήρες διανοίγουν συγχρόνως με το άνοιγμα των ανθέων, αλλά το στίγμα καθίσταται δεκτικό λίγο αργότερα. Επίσης αργότερα αρχίζει και το άνθος να εκκρίνει νέκταρ. Στις πρώτες 24 ώρες η καρπόδεση είναι μικρή.[1]
Πολλαπλασιασμός
Η ζιζυφιά πολλαπλασιάζεται με ενοφθαλμισμό ή υπόφλοιο εγκεντρισμό πάνω σε υποκείμενο σπορόφυτα. Οι σπόροι για να βλαστήσουν πρέπει να στρωματωθούν σε κιβώτια με κάποιο υγροσκοπικό υλικό σε θερμοκρασία περίπου 40C για δυο μήνες, πριν από τη φύτευση. Σαν πιο κατάλληλη εποχή για τον εγκεντρισμό θεωρείται η άνοιξη. Θα πρέπει όμως τα εμβόλια να έχουν αποκοπεί έγκαιρα και να έχουν διατηρηθεί κατάλληλα συσκευασμένα σε θερμοκρσασία 30C έως 40C. Ο ενοφθαλμισμός μπορεί να γίνει οποιαδήποτε εποχή (άνοιξη-καλοκαίρι, φθινόπωρο), αλλά ως πιο κατάλληλη εποχή θεωρείται το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου) και το φθινόπωρο (αρχές Σεπτεμβρίου). Πολλαπλασιάζεται όμως και αγενώς αρκετά εύκολα με παραφυάδες, μοσχεύματα ριζών και ξυλοποιημένα χειμερινά μοσχεύματα.[1]
Ποικιλίες
Οι πιο αξιόλογες ξενικές ποικιλίες είναι η Li, Lang, Sui Men και Mu-Shing-Hong, με πιο διαδομένες τις δυο πρώτες.[1]
Ασθένειες
Οι διαφορετικές ασθένειες, διαταραχές του μέλους που αναγνωρίσθηκαν ήταν το ωίδιο, μαύρη κηλίδα των φύλλων, ανθράκωση, σκουριά, Cladosporium κυκλοκόνιο, φυκών κηλίδωση των φύλλων, σήψη των φρούτων και μάυρη κηλίδα φρούτων (άγνωστος αιτιολογικός παράγοντας). Όλες οι παθήσεις σε κράτη μελετήθηκαν με διάφορες πτυχές και παρατίθενται οι πιο κάτω σημαντικές πληροφορίες.
Cladosporium leaf spot Cladosporium κυκλοκόνιο τα συμπτώματα των ασθενειών που παράγονται στα φύλλα με τη μορφή μικρών, ανοιχτό καφέ προς καφέ ακανόνιστων κηλίδων. Μεμονωμένα σημεία μπορούν να συνενώνονται για να σχηματίσουν μεγάλες ακανόνιστες περιοχές επί του ελάσματος του φύλλου. Η ανάπτυξη του μύκητα έχει παρατηρηθεί στην κάτω επιφάνεια των φύλλων. Η νόσος προκαλείται από το Cladosporium zizyphi Karst και Roum. Gupta και Madan που αναφέρθηκαν και άλλα είδη του μύκητα δηλαδή C. herbarum ως περιστασιακός οργανισμός του τόπου των φύλλων από το Χισάρ της Ινδίας. Ο μύκητας αποτελείται από έντονα διακλαδισμένα, διαφραγματικά μυκηλίου. Το Conidiophores είναι σύντομο και όρθιο, λίγο διακλαδισμένο με διάφραγμα, καφέ στην ελιά πράσινο χρώμα και κυμαίνεται συνήθως από 5-10 μέτρα σε μήκος. Τα κονίδια συνήθως είναι οβάλ επιμήκη, και έχουν ένα μονοκύτταρο.
Red rust Κόκκινη σκουριά Η ασθένεια είναι επίσης γνωστή ως φυκών κηλίδωση φύλλων του μέλους. Η Κόκκινη σκουριά χαρακτηρίζεται σε κράτη όπως το κόκκινο πιάτο καφέ, έθεσε ανυψωμένες αλλοιώσεις βλάβες στην άνω επιφάνεια των φύλλων. Οι κυλίδες ήταν κυκλικές με αντικανονικό σχήμα με διάμετρο 2 έως 3 mm και λίγες κηλίδες (3 έως 5) παρατηρήθηκαν σε ένα φύλλο. Οι κηλίδες γενικά απομονώνονται η μια από την άλλη κατά τη διάρκεια του αρχικού σταδίου της μόλυνσης, εντούτοις, μπορούν συνενώνονται το ένα στο άλλο κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης. Ο αιτιώδης οργανισμός που συνδέεται με την ασθένεια είναι ο Cephaleuros sp. Παρόμοιος τύπος συμπτωμάτων παρατηρήθηκε από Lim και Sangchote (6) σε εργοστάσιο Mangosteen και αιτιολογικός παράγοντας που προσδιορίζεται ως Cephaleuros virescens προκαλώντας φυκών κηλίδες στο Mangosteen.
Fruit spot of ber Η κηλίδα Φρούτου μέλους Τα πρώτα ορατά συμπτώματα είναι εμφάνιση από απομονωμένες, στρογγυλές έως ωοειδές μαύρο βλάβες στους αναπτυσσόμενους καρπούς με σαφή περιθώριο. Σταδιακά οι κηλίδες μεγέθυνσης σε μέγεθος συχνά γίνονται υπερυψωμένες με λεία επιφάνεια. Σε σοβαρή υπόθεση μείωσης του μεγέθους του καρπού και παραμόρφωσης του ίδιου που λαμβάνει χώρα λόγω αυτής της πάθησης. Eπηρεάζονται περιστασιακά φρούτα που μπορεί να στεγνώσουν και να πέσουν από το δέντρο πριν από τη λήξη. Δεν απομονώθηκαν οι μικροοργανισμοί από τα πληγέντα φρούτα και ο πραγματικός αιτιώδης παράγοντας είναι ακόμα να προσδιοριστεί. Κατά την διάρκεια των δυο χρόνων έρευνας, έξι διαφορετικές ασθένειες που καταγράφονται και τα παθογόνα τους ήταν επίσης απομονώμενα και να καθορίσμένα. Οι κυριότερες ασθένειες του μέλους που ανέκυψαν ήταν μαύρη κηλίδα φύλλου.