Διατροφή μηρυκαστικών ζώων (Αιγοπρόβατα)
Ακρωνύμια
- ΞΟ=Ξηρά ουσία
- ΣΒ=Σωματικό βάρος
- ΚΕΓ=Καθαρή ενέργεια γαλακτοπαραγωγής
- ΣΖ=Συμπυκνωμένες ζωοτροφές
- ΧΖ=Χονδροειδείς ζωοτροφές
- ΔΜ=Διεθνείς μονάδες
- ΤΜΑ=Τροποποιημένες Μονάδες Αμύλου
- MHA=Mέση ημερήσια αύξηση
Εισαγωγή
Στη χώρα μας, τα πρόβατα και οι αίγες εκτρέφονται για τη γαλακτοπαραγωγή τους και μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό, που διατηρείται σε απομακρυσμένες ορεινές περιοχές ή ακατοίκητα ξερονήσια, εκτρέφεται για την κρεοπαραγωγή του (τα ζώα αυτά δεν αμέλγονται). Στον τρόπο εκτροφής των αιγοπροβάτων της χώρας μας υπάρχει μεγάλη παραλλακτικότητα, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι το μεγαλύτερο ποσοστό εκτρέφεται κατά το ημιεντατικό σύστημα κατά το οποίο το ήμισυ περίπου των μέσων ετήσιων αναγκών των ζώων καλύπτεται από τη βοσκή και το υπόλοιπο από τη χορηγούμενη συμπληρωματική τροφή. Το μεγαλύτερο ποσοστό των αιγοπροβάτων (90% και πλέον του συνόλου) βγαίνει καθημερινά στη βοσκή, παρά το γεγονός ότι για κάποια χρονικά διαστήματα του έτους δεν καλύπτει ούτε τις ανάγκες συντήρησης από την καταναλισκόμενη βοσκήσιμη ύλη.
Οι χρησιμοποιούμενες πεδινές, ημιορεινές και ορεινές βοσκήσιμες εκτάσεις χαρακτηρίζονται από μικρή παραγωγικότητα (<500 Kg ΞΟ/στρέμμα/έτος), σύντομη βλαστική περίοδο (3-4 μήνες στα πεδινά, 4-5 μήνες στα ορεινά) λόγω κλιματικών συνθηκών και υπερφόρτιση, ένεκα του εφαρμοζόμενου συνεχούς συστήματος βόσκησης. Πέραν αυτών, στις περισσότερες βοσκήσιμες εκτάσεις της xώρας μας σήμερα δεν εφαρμόζεται κανένα σύστημα διαχείρισης, κυρίως επειδή το 80% αυτών είναι κοινοτικές ή κρατικές, με αποτέλεσμα στην πλειοψηφία τους να είναι υπερβοσκημένες και υποβαθμισμένες. Αντίθετα, στους ορεινούς βοσκότοπους, λόγω της μείωσης της ποιμενικής μετακινούμενης αιγοπροβατοτροφίας, παρατηρείται εγκατάλειψη και υποβόσκηση με απρόβλεπτα δυσάρεστα αποτελέσματα.
Στην πράξη, τα όρια μεταξύ εκτατικής και ημιεντατικής εκτροφής δεν είναι σαφή. Διαπιστώνεται όμως ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις, η διατροφή των αιγοπροβάτων, πέραν των διαθέσιμων νομευτικών πόρων, δεν είναι ούτε επαρκής ούτε ισόρροπη. Έτσι δεν εκπτύσσεται πλήρως το παραγωγικό δυναμικό των ζώων, με αποτέλεσμα οι εκροές (έσοδα από γάλα και κρέας) να είναι χαμηλές για τον κτηνοτρόφο ο οποίος στη συνέχεια δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ζωοτροφές για την κάλυψη των αναγκών των ζώων του. Στις περιπτώσεις αυτές διαπιστώνεται μειωμένη σωματική κατάσταση των ζώων (αδύνατα ζώα) κατά τη χειμερινή περίοδο (από τον απογαλακτισμό των αμνών μέχρι το Μάρτιο) και μειωμένος ρυθμός ανάπτυξης των αμνοεριφίων. Η σωματική κατάσταση των ζώων διορθώνεται στο τέλος της άνοιξης, εφόσον υπάρχει επαρκής βοσκή, η απώλεια όμως ενός μέρους της γαλακτοπαραγωγής είναι δεδομένη. Το φαινόμενο αυτό είναι εντονότερο στα πρόβατα σε σχέση με τις αίγες.
Είναι επίσης γεγονός ότι με την πάροδο των ετών οι κτηνοτρόφοι μας έχουν κατανοήσει την ανάγκη και τη σημασία της συμπληρωματικής διατροφής των ζώων τους κατά τις «δύσκολες» περιόδους του έτους και χορηγούν όλο και περισσότερη συμπληρωματική τροφή. Διαπιστώνεται όμως πάλι ότι τα σιτηρέσια δεν είναι ισόρροπα και γίνεται σπατάλη θρεπτικών συστατικών (και χρήματος), χωρίς να επιτυγχάνεται κατ' ανάγκη το μέγιστο της παραγωγικότητας των ζώων. Σε πολλές περιπτώσεις δίδονται πολλοί δημητριακοί καρποί με αποτέλεσμα το σιτηρέσιο να είναι πλεονασματικό σε ενέργεια, με έλλειμμα ή και πλεόνασμα αζωτούχων ουσιών, ενώ σε άλλες περιπτώσεις χορηγούνται μεγάλες ποσότητες ζωοτροφών πλούσιων σε αζωτούχες ουσίες (π.χ. βαμβακοπλακούς, ηλιάλευρο, σογιάλευρο, σπέρματα ψυχανθών) με αποτέλεσμα το σιτηρέσιο να είναι πλεονασματικό σε αζωτούχες ουσίες. Τα σιτηρέσια δε των αιγοπροβάτων σπάνια εξισορροπούνται ως προς τα ανόργανα στοιχεία. Ενώ λοιπόν ο κτηνοτρόφος διαθέτει χρήματα για ζωοτροφές, ο αλόγιστος τρόπος που τις χρησιμοποιεί και η μη κατάρτιση ισόρροπων σιτηρεσίων δεν εξασφαλίζει τη μέγιστη παραγωγικότητα των ζώων και το άριστο οικονομικό αποτέλεσμα για τον ίδιο.
Η ανοδική πορεία της γαλακτοπαραγωγής μετά τον τοκετό στα εκτατικώς εκτρεφόμενα αιγοπρόβατα ανακόπτεται πρόωρα, λόγω της ανεπαρκούς διατροφής κατά το τελευταίο στάδιο της κυοφορίας και το πρώτο στάδιο της γαλακτικής περιόδου, με αποτέλεσμα η γαλακτοπαραγωγή να σταθεροποιείται σε χαμηλότερο επίπεδο του κανονικού, ανάλογο του χορηγούμενου σιτηρεσίου. Στη μείωση αυτή των αποδόσεων σε γάλα συμβάλλει και η βράχυνση της γαλακτικής περιόδου από τις υψηλές θερμοκρασίες του θέρους. Επειδή λοιπόν η επέκταση της γαλακτικής περιόδου δεν είναι δυνατή μέσα στο θέρος, η αύξηση των αποδόσεων σε γάλα μπορεί να επιτευχθεί μέχρι ενός ορίου με βελτίωση της διατροφής κατά την προαναφερθείσα περίοδο και με την πρωιμότερη έναρξη των τοκετών. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις όμως απαιτείται χορήγηση ΣΖ, με γνώμονα πάντα την αποτελεσματικότητα της διατροφής. Συνήθως την άνοιξη υπάρχει άφθονη βοσκή και τα ζώα έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν τη σωματική τους κατάσταση μέχρι την εποχή των οχειών (τέλος Μαΐου-αρχές καλοκαιριού) και κατά συνέπεια και τη γόνιμοτητά τους.
Στα αιγοπρόβατα η ξηρά περίοδος διαρκεί περισσότερο απ' οτι στις αγελάδες γιατί συνήθως, στις αρχές με τέλος Ιουλίου, διακόπτεται η άμελξή τους πριν ακόμα εισέλθουν στο τελευταίο τρίτο της κυοφορίας, όπου τα ζώα πέραν των αναγκών συντήρησης έχουν και ανάγκες κυοφορίας.
Ένα μεγάλο λοιπόν ποσοστό, προβάτων κυρίως, κατά τους μήνες Ιούλιο-Αύγουστο-Σεπτέμβριο έχει μόνο ανάγκες συντήρησης τις οποίες καλύπτει με υπολείμματα σιτηρών (καλαμιές) και άλλων καλλιεργειών (αμπελιών, βαμβακιών, περιβολιών, κ.λπ.). Η σωματική τους κατάσταση κατά τη θερινή περίοδο είναι συνήθως ικανοποιητική. Το φθινόπωρο, που εισέρχονται στο τελευταίο τρίτο της κυοφορίας και δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα για βόσκηση, χορηγείται στα ζώα συμπληρωματική τροφή αποτελούμενη από ΧΖ (χόρτο μηδικής, χόρτο λειμώνων, άχυρο κ.λπ.) και ΣΖ. Στη συνέχεια θα αναπτυχθούν οι μέθοδοι ορθολογιστικής διατροφής των ζώων αυτών που είναι ευκολότερο να εφαρμοστούν στα εκτρεφόμενα υπό εντατικές ή ημιεντατικές συνθήκες, τα οποία άλλωστε αυξάνονται ποσοστιαία, γιατί τα εκτατικώς εκτρεφόμενα μειώνονται συνεχώς.
Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι η προσέγγιση και ικανοποίηση των αναγκών των αιγοπροβάτων είναι πολύ πιο δύσκολη από αυτή των αγελάδων, γιατί ένα μέρος των αναγκών τους καλύπτεται από τη βοσκή, ο προσδιορισμός του οποίου στην πράξη είναι σχεδόν ανέφικτος. Έτσι ο εκτροφέας καλείται να συμπληρώσει τις ανάγκες των ζώων με συμπληρωματική διατροφή κατ' εκτίμηση και με κριτήρια κυρίως εμπειρικά (γαλακτοπαραγωγή, ρυθμός ανάπτυξης αμνοεριφίων, σωματική κατάσταση ζώων κ.ά.). Μόνο στα οικόσιτα μπορεί να γίνει πλήρως ισόρροπη διατροφή.
Διατροφή προβατίνων
Οι βασικές αρχές διατροφής των προβατίνων είναι οι ίδιες με εκείνες των αγελάδων, με εξαίρεση την περιεκτικότητα των σιτηρεσίων σε ινώδεις ουσίες που στις προβατίνες είναι υψηλότερη (20-22% της ΞΟ), λόγω της μεγαλύτερης περιεκτικότητας του γάλακτος των προβατίνων σε λίπος.
Η κατανάλωση ΞΟ στα αιγοπρόβατα είναι αναλογικά μεγαλύτερη εκείνης των βοοειδών και ανέρχεται κατά μέσον όρο σε 1,9 % του ΣΒ κατά τη συντήρηση, σε 2,3% κατά την τελευταία φάση της κυοφορίας και σε 3,8% του ΣΒ κατά τη γαλακτοπαραγωγή. Εφόσον τα ζώα διατρέφονται αποκλειστικά στη βοσκή, η κατανάλωση ΞΟ χλόης ανέρχεται στο 3% του ΣΒ. Έτσι, η παραγωγική ικανότητα σιτηρεσίων, που αποτελούνται αποκλειστικά από ΧΖ, είναι μεγαλύτερη στα αιγοπρόβατα απ' ό,τι στα βοοειδή. Συγκεκριμένα οι ΧΖ στα αιγοπρόβατα μπορούν να καλύψουν το 100% των αναγκών συντήρησης και το 50-100% των αναγκών συντήρησης και γαλακτοπαραγωγής, ανάλογα με το ύψος της. Η ελάχιστη ΞΟ ΧΖ ανέρχεται όπως και στα βοοειδή στο 0,75% του ΣΒ.
Η κάλυψη των αναγκών των προβατίνων γίνεται κατά ένα μέρος από τη βοσκή και κατά το υπόλοιπο από τη συμπληρωματική τροφή που αποτελείται από ΧΖ και μείγμα ΣΖ. Η ποιότητα και η ποσότητα των χορηγούμενων ΧΖ εξαρτάται από το παραγωγικό στάδιο των ζώων (κυοφορία-γαλακτοπαραγωγή) και από την κατ' εκτίμηση προσλαμβανόμενη από τα ζώα ποσότητα χλόης βοσκής. Το μείγμα των ΣΖ καταρτίζεται με 7 ΜJKEΓ και 130-140 g ΠΑ ανά Κg και χορηγείται σε ποσότητα ανάλογη των αναγκών των ζώων. Στο μείγμα αυτό συμμετέχει πάντα ο κατάλληλος ισορροπιστής ανόργανων στοιχείων ο οποίος πρέπει να περιέχει πάντα Ρ, ΝaCl, Ca, Se, και I και ποτέ Cu λόγω της ευαισθησίας των προβάτων στη χάλκωση.
Για την κάλυψη των αναγκών των προβατίνων υπολογίζεται ότι απαιτείται 1 Κg χλόης. 10-1 Κg ΣΒ για συντήρηση και 3,5 Κg χλόης . kg-1 πα¬ραγόμενου γάλακτος, λιποπεριεκτικότητας 6%. Το μείγμα γαλακτοπαραγωγής στις προβατίνες καταρτίζεται, ό¬πως και στις αγελάδες, με ΣΖ και με βάση το γάλα λιποπεριεκτικότητας 6% για παραγωγή του οποίου απαιτούνται 4,2 ΜJKEΓ και 80 g ΠΑ ανά kg. Εάν η λιποπεριεκτικότητα του γάλακτος είναι διαφορετική του 6%, το παραγόμενο γάλα μετατρέπεται σε γάλα τυπικής λιποπεριεκτικότητας 6% με την εξίσωση ΔΓ=(0,28+0,12Χ) Γ, όπου ΔΓ=η διορθωμένη γαλακτοπαραγωγή, Χ=η λιποπεριεκτικότητα του γάλακτος (%) και Γ=η ημερήσια γαλακτοπαραγωγή του ζώου σε kg.
Σωμ. Βάρος | Ξηρή ουσία | ΚΕΓ Μj.ημ.-1 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Kg | Kg.ημ.-1 | %ΣΒ | Ενσταβλισμός | Ελεγχόμενη βόσκηση | Εκτατική βόσκηση | ΠΑ g.ημ.-1 |
50 | 0,9-1,2 | 1,9-2,4 | 4,5 | 5,7 | 6,2 | 47 |
60 | 1,1-1,4 | 1,8-2,3 | 5,2 | 6,5 | 7,1 | 54 |
70 | 1,2-1,5 | 1,7-2,2 | 5,8 | 7,3 | 8,0 | 61 |
80 | 1,3-1,7 | 1,6-2,1 | 6,4 | 8,0 | 8,8 | 68 |
100 | 1,4-1,9 | 1,4-1,9 | 7,6 | 9,5 | 10,4 | 82 |
Σωμ. Βάρος | Ανόργανα στοιχεία | Ιχνοστοιχεία ppm.ΞΟ-1 | Βιταμίνες ΔΜ.ημ.-1 | |||
Kg | Ca g.ημ.-1 | Mg g.ημ.-1 | P g.ημ.-1 | Na g.ημ.-1 | ||
50 | 5 | 0,7 | 3,5 | 1,25 | Cu=5 | A=4-10000 |
60 | 6 | 0,8 | 4 | 1,25 | Mn=30 | D=250-500 |
70 | 7 | 1,0 | 5 | 1,50 | Zn=30 | E=25-50 |
80 | 8 | 1,2 | 6 | 1,50 | Co=0,2 | |
100 | 10 | 1,4 | 7 | 1,70 | Se=0,1 |
Για κάθε Kg γάλακτος απαιτούνται 550-660 g μείγματος με θρεπτική αξία 7-7,5 ΜJΚΕΓ και 135-140 g ΠΑ ανά Kg μείγματος. Οι κρισιμότερες περίοδοι για τις γαλακτοπαραγωγές προβατίνες, όπως αναφέρθηκε ήδη, είναι η περιγεννητική περίοδος (2 εβδομάδες πριν τον τοκετό και ένα μήνα μετά τον τοκετό) και η περίοδος των οχειών.
Κατά την περίοδο των οχειών οι προβατίνες πρέπει να έχουν την κατάλληλη σωματική κατάσταση η οποία δεν πρέπει να είναι ούτε κακή (αδύνατα ζώα) ούτε υπερβολική (υπερπαχυμένα ζώα). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις επηρεάζεται αρνητικά η γονιμότητα των ζώων και η πολυδυμία τους.
ΣΒ Kg | ΞΟ Kg.ημ.-1 | ΒΚΑ(1)Kg | Εβδομάδα προ τοκετού | |||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
6-4 | ||||||||
Mj ΚΕΓ | g ΠΑ | g Ca | g Mg | g P | g Na | |||
50 | 0,2-0,3 | 4 | 0,5 | 17 | 3,5 | 0,5 | 1,0 | 0,5 |
60 | 0,1-0,2 | 5 | 0,6 | 21 | 4,5 | 0,5 | 1,2 | 0,5 |
70 | 0,1-0,2 | 6 | 0,8 | 26 | 6,0 | 0,5 | 1,6 | 0,5 |
80 | 0,1-0,2 | 7 | 0,9 | 30 | 7,5 | 0,5 | 2,0 | 0,5 |
8 | 1,0 | 34 | 8,0 | 0,5 | 2,2 | 0,5 | ||
4-2 | ||||||||
50 | 0,2-0,3 | 4 | 1,3 | 28 | 3,5 | 0,5 | 1,0 | 0,5 |
60 | 0,1-0,2 | 5 | 1,6 | 35 | 4,5 | 0,5 | 1,2 | 0,5 |
70 | 0,1-0,2 | 6 | 2,1 | 42 | 6,0 | 0,5 | 1,6 | 0,5 |
80 | 0,1-0,2 | 7 | 2,3 | 49 | 7,5 | 0,5 | 2,0 | 0,5 |
8 | 2,6 | 56 | 8,0 | 0,5 | 2,2 | 0,5 | ||
2-0 | ||||||||
50 | 0,2-0,3 | 4 | 2,0 | 42 | 3,5 | 0,5 | 1,0 | 0,5 |
60 | 0,1-0,2 | 5 | 2,4 | 52 | 4,5 | 0,5 | 1,2 | 0,5 |
70 | 0,1-0,2 | 6 | 3,2 | 63 | 6,0 | 0,5 | 1,6 | 0,5 |
80 | 0,1-0,2 | 7 | 3,6 | 74 | 7,5 | 0,5 | 2,0 | 0,5 |
8 | 4,0 | 84 | 8,0 | 0,5 | 2,2 | 0,5 |
(1): Το βάρος σε Kg των απλών αμνών κατά τη γέννηση (WO) είναι WO=2+0,04 W όπου W=ΣΒ προβατίνας σε Kg. Σε πολύδυμους τοκετούς το συνολικό βάρος των γεννωμένων αμνών είναι: WO=0,04 W-1+3 Σ, όπου Σ=συντελεστής πολυδυμίας.
ΞΟ | Λίπος | ΚΕΓ | ΠΑ | Ca | Mg | P | Na |
---|---|---|---|---|---|---|---|
Kg | % | Mj | g | g | g | g | g |
5 | 3,7 | 70 | |||||
0,5-0,6 | 6 | 4,2 | 80 | 6 | 1 | 2,5 | 0,5 |
7 | 4,7 | 90 | |||||
8 | 5,2 | 100 |
- Το παραγόμενο κατά το φυσικό θηλασμό γάλα σε Kg δίνεται από την εξίσωση: Υ=0,4+4Χ, όπου Χ=η ημερήσια αύξηση του ΣΒ των αμνών σε Kg.
Όταν τα ζώα είναι αδύνατα παρατηρείται καθυστέρηση ή αναστολή εκδήλωσης του οίστρου και υψηλό ποσοστό επιστροφών. Γι' αυτό απαιτείται αύξηση του επιπέδου διατροφής που επιτυγχάνεται με την εφαρμογή της τόνωσης, η οποία συνίσταται στη χορήγηση μιας επιπλέον μικρής ποσότητας μείγματος γαλακτοπαραγωγής (200-400 g.ημ-1) επί δύο περίπου εβδομάδες πριν από την έναρξη των οχειών, με σκοπό τη βελτίωση της σωματικής κατάστασης των ζώων και κατ' επέκταση της ωοθυλακιορρηξίας. Μόλις όμως τα ζώα οχευθούν, διακόπτεται αμέσως η παροχή του μείγματος αυτού γιατί η αύξηση του επιπέδου διατροφής στο στάδιο αυτό επιφέρει μείωση της συγκέντρωσης της προγεστερόνης, η οποία με τη σειρά της προκαλεί αυξημένη εμβρυϊκή θνησιμότητα και τελικά μειωμένη πολυδυμία. Γι' αυτό συνιστάται, για την αμέσως μετά την οχεία περίοδο των 2-3 εβδομάδων, χορήγηση τροφής που να καλύπτει το 90% των αναγκών των ζώων.
Όταν τα ζώα είναι παχιά, τότε κατά την προπαρασκευαστική περίοδο (2-3 εβδομάδες πριν από την έναρξη των οχειών) εφαρμόζεται περικοπή του σιτηρεσίου, ώστε τα ζώα κατά την οχεία να έχουν τη συνιστώμενη καλή-κανονική σωματική κατάσταση.
Σφάλματα διατροφής κατά την περιγεννητική κυρίως περίοδο μπορούν να οδηγήσουν στην εκδήλωση μεταβολικών νόσων, η συνηθέστερη των οποίων είναι η τοξιναιμία κυήσεως.
Η τοξιναιμία κυήσεως (ή κέτωση ή ακετοναιμία) είναι μεταβολική νόσος που εκδηλώνεται συνήθως σε παχιές προβατίνες που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της κυοφορίας και ιδιαίτερα σ'αυτές που κυοφορούν πολλά έμβρυα. Η ανεπαρκής διατροφή των προβατίνων που βρίσκονται σ' αυτό το στάδιο, σε συνδυασμό με κάποιο στρεσσικό παράγοντα (μεταφορά, ακραίες καιρικές συνθήκες, κυνήγημα ζώων κ.λπ.), βοηθά στην εκδήλωση της νόσου. Τα κλινικά συμπτώματα περιλαμβάνουν υψηλή συγκέντρωση κετονοσωμάτων στο αίμα και υπογλυκαιμία. Τα νοσούντα ζώα παρουσιάζουν κατήφεια, ανορεξία και νευρικότητα. Στο τελευταίο στάδιο της νόσου (πριν το θάνατο) οι προβατίνες δεν μπορούν να σταθούν από αδυναμία και κατάκεινται.
Η πρόληψη στηρίζεται στην επαρκή και ισόρροπη διατροφή των προβατίνων. Αν όμως εκδηλωθούν κάποια συμπτώματα, συνιστάται άμεση χορήγηση 200-300 ml προπυλενικής γλυκόλης και ενδοφλέβια έγχυση διαλύματος γλυκόζης 40%, ως πηγή ενέργειας, για τις προβατίνες που αρνούνται να καταναλώσουν επαρκή ποσότητα τροφής. Προληπτικά, για τα πολύδυμα ή υψιπαραγωγά ζώα, μπορεί να ενσωματωθεί στο μείγμα των ΣΖ προπιονικό νάτριο, σε ποσότητα τέτοια που η κάθε προβατίνα θα παίρνει 15-25 g ημερησίως για 3-4 εβδομάδες πριν και 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Διατροφή αιγών
Οι βελτιωμένες αίγες λόγω
- της ζωηρής τους ιδιοσυγκρασίας
- της μεγαλύτερης πολυδυμίας και
- της υψηλότερης γαλακτοπαραγωγής έχουν σε όλες τις φάσεις του ετήσιου αναπαραγωγικού τους κύκλου υψηλότερες ανάγκες, αλλά και μεγαλύτερη δυνατότητα κατανάλωσης ΞΟ έναντι των προβατίνων του ιδίου ΣΒ. Κατά την περιγεννητική όμως περίοδο, λόγω της αυξημένης πολυδυμίας και του περιορισμού του κοιλιακού χώρου απ' αυτήν, η κατανάλωση ΞΟ είναι μικρότερη από εκείνη των προβατίνων.
Για τους λόγους αυτούς η ισόρροπη διατροφή των υψιπαραγωγών αιγών, ιδιαίτερα αμέσως μετά τον τοκετό είναι δύσκολη όπως και στις υψιπαραγωγές αγελάδες, γι' αυτό και τα μέτρα που συνιστώνται και λαμβάνονται είναι ίδια με εκείνα που αναφέρθηκαν για τις υψιπαραγωγές αγελάδες. Επιπλέον στις αίγες επιδιώκεται η δημιουργία αποθεμάτων ενδοκοιλιακού και περινεφρικού λίπους, κατά τους 3-4 πρωτους μήνες της κυοφορίας, η αποδόμηση των οποίων μετά τον τοκετό εφοδιάζει τα ζώα με τα αναγκαία ποσά ενέργειας. Στόχος είναι η αύξηση του βάρους των αιγών κατά 1 Kg μηνιαίως και 4 Kg συνολικά, με την προϋπόθεση ότι τα αποθέματα αυτά δεν θα αποδομηθούν κατά την τελευταία φάση της κυοφορίας. Εφόσον τα αποθέματα δεν υπερβαίνουν το αναφερθέν ύψος, η αποδόμηση των αποθεμάτων λίπους δεν δημιουργεί προβλήματα υγείας στα ζώα. Αν όμως η εναπόθεση λίπους είναι υπερβολική, τότε μπορεί να εκδηλωθούν μεταβολικές νόσοι (σύνδρομο παχυσαρκίας, υπερκετοναιμία) με δυσμενή αντίκτυπο στη γαλακτοπαραγωγή και τη γονιμότητα των ζώων.
Η κατανάλωση ΞΟ και πεπτής ΞΟ ΧΖ από τις αίγες είναι μεγαλύτερη από εκείνη των προβάτων ενώ η πεπτικότητα των XZ είναι μικρότερη στις αίγες. Η μάσηση των ΧΖ είναι καλύτερη στις αίγες, ενώ τα πρόβατα παρουσιάζονται περισσότερο επιλεκτικά έναντι των αιγών ως προς την ποιότητα των ΧΖ. Όταν και τα δύο είδη έχουν τη δυνατότητα επιλογής σ' ένα βοσκότοπο, τότε τα μεν πρόβατα προτιμούν την ποώδη βλάστηση, οι δε αίγες τη θαμνώδη.
Το μείγμα γαλακτοπαραγωγής των αιγών καταρτίζεται με τις ίδιες προδιαγραφές και χορηγείται στις ίδιες αναλογίες με το αντίστοιχο των αγελάδων.
Στις αίγες δεν εφαρμόζεται συνήθως η μέθοδος της τόνωσης, γιατί την εποχή των οχειών η σωματική τους κατάσταση είναι καλή.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Διατροφή κριών και τράγων
Οι κριοί και οι τράγοι παρουσιάζουν αυξημένες ανάγκες μόνο κατά την περίοδο των επιβάσεων. Κατά το υπόλοιπο διάστημα του έτους διατρέφονται με σιτηρέσια συντήρησης και με τις ίδιες ζωοτροφές όπως και τα θηλυκά ζώα. Αποφεύγεται όμως, όπως και στους ταύρους, το χόρτο μηδικής καθώς και όλες οι πλούσιες σε φυτοοιοτρογόνα ζωοτροφές.
Κατά την περίοδο των επιβάσεων, η κάλυψη των πρόσθετων αναγκών των ζώων γίνεται με χορήγηση μείγματος ΣΖ (θρεπτικής αξίας 7-7,5 ΜJKEΓ και περιεκτικότητας σε ΠΑ 140-170 g.kg-1), σε ποσότητα 250-500g.ημ-1. Η χορήγηση του μείγματος αυτού εξακολουθεί για 2-3 εβδομάδες μετά τη λήξη της περιόδου των επιβάσεων για επανάκτηση της κανονικής σωματικής κατάστασης των ζώων. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτεί η εξισορρόπηση των σιτηρεσίων των κριών και την τράγων ως προς το Ca και P. Σιτηρέσια πλούσια σε Ρ μπορούν να προκαλέσουν το σχηματισμό ουρολίθων και την εκδήλωση ουρολιθίασης.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Διατροφή αναπτυσσόμενων αμνοεριφίων
Αναφέρεται στη διατροφή από τη γέννηση μέχρι τον τελικό προορισμό τους.
Γενικά
Οι φυσιολογικές βάσεις της διατροφής των αμνών και των εριφίων είναι ίδιες με εκείνες των μόσχων. Κατά τις πρώτες 10 ημέρες από τη γέννησή τους τα αμνοερίφια συμπεριφέρονται ως μονογαστρικά ζώα, αλλά στη συνέχεια, λόγω πρόσληψης στερεάς τροφής, εξελίσσονται προοδευτικά σε μηρυκαστικά. Η διαφοροποίηση αρχίζει από την 21η ημέρα και στην ηλικία των 5-6 εβδομάδων μπορούν να διατρέφονται κανονικά με ΧΖ και ΣΖ, έχοντας αναπτύξει τους προστομάχους τους όπως και τα ενήλικα ζώα. Όταν όμως διατρέφονται αποκλειστικά με γάλα, ανακόπτεται η εξέλιξη του βλεννογόνου της μεγάλης κοιλίας και διατηρούν τα αρχικά χαρακτηριστικά των προστομάχων καθ' όλη τη διάρκεια της διατροφής τους με γάλα. Με βάση τα παραπάνω συνεπάγεται ότι
- όπως και στην περίπτωση των μόσχων είναι δυνατή η επιβράδυνση ή η επιτάχυνση της ανατομοφυσιολογικής εξέλιξης των προστομάχων με την κατάλληλη διαιτητική αγωγή και
- ότι ο απογαλακτισμός των αμνοεριφίων πριν από την 28η ημέρα δεν είναι απόλυτα ασφαλής, γιατί η παραγωγή ενζύμων που υδρολύουν πρωτεΐνες που δεν προέρχονται από το γάλα, καθώς και των ενζύμων μαλτάση και αμυλάση δεν πραγματοποιείται σε ικανοποιητικό βαθμό προ της ηλικίας των 21-28 ημερών.
Διατροφή θηλαζόντων αμνοεριφίων
Κατά τις πρώτες 6-12 ώρες μετά τη γέννησή τους τα αμνοερίφια παραμένουν με τις μητέρες τους για να θηλάσουν το πρωτόγαλα, ενώ στη συνέχεια διατρέφονται με φυσικό ή τεχνητό θηλασμό. Σε περίπτωση ατυχήματος ή ανεπαρκούς γαλακτοπαραγωγής χορηγείται πρωτόγαλα που έχει διατηρηθεί στην κατάψυξη, ή τα αμνοερίφια θηλάζουν άλλες μητέρες που έχουν περίσσεια πρωτογάλακτος. Η ελάχιστη ποσότητα πρωτογάλακτος που πρέπει να καταναλωθεί τις 12 πρώτες ώρες από τη γέννηση για να αποκτηθεί επαρκής παθητική ανοσία είναι 8-10 g.Kg-1 ΣΒ. Η κατανάλωση όμως 200g πρωτογάλακτος, κατανεμημένων σε 4 γεύματα, εξασφαλίζει επαρκέστερη ανοσία.
Ο θηλασμός των αμνοεριφίων γίνεται φυσικά ή τεχνητά και διαρκεί από 4-8 εβδομάδες (βραχύς) έως 4-5 μήνες (παρατεταμένος). Ο παρατεταμένος θηλασμός εφαρμόζεται στις κρεοπαραγωγικές φυλές όπου οι αμνοί παραμένουν από τη γέννηση τους με τις μητέρες τους, τις οποίες θηλάζουν ελεύθερα καθ' όλη τη διάρκεια της γαλακτικής περιόδου (οι προβατίνες αυτές δεν αμέλγονται). Στη χώρα μας, που δεν εκτρέφονται κρεοπαραγωγικές φυλές προβάτων, το σύστημα αυτό δεν έχει εφαρμογή. Αντ' αυτού εφαρμόζεται ο βραχύς θηλασμός ο οποίος στα μεν εκτατικώς εκτρεφόμενα αιγοπρόβατα γίνεται φυσικά και διαρκεί περί τους 2 μήνες, στα δε εντατικά εκτρεφόμενα και βελτιωμένα αιγοπρόβατα συνήθως τεχνητά και διαρκεί 28-35 ημέρες.
Στα προοριζόμενα για σφαγή αμνοερίφια εφαρμόζεται συνήθως φυσικός θηλασμός, διαρκείας 4-5 εβδομάδων για τους αμνούς και 6-8 εβδομάδων για τα ερίφια, τα οποία θηλάζουν ελεύθερα μόνο κατά τις πρώτες 3-5 ημέρες μετά τον τοκετό και στη συνέχεια χωρίζονται από τις μητέρες τους και αφήνονται να θηλάσουν δύο φορές ημερησίως. Η διάρκεια κάθε θηλασμού στην περίπτωση αυτή ρυθμίζεται ανάλογα με τη γαλακτοπαραγωγή των μητέρων και του επιζητούμενου ρυθμού ανάπτυξης των αμνοεριφίων.
Ο ρυθμός ανάπτυξης των αμνοεριφίων αποτελεί μέτρο της καταναλισκόμενης ποσότητας γάλακτος. Υπολογίζεται ότι για την αύξηση του ΣΒ των αμνών κατά 1 Kg απαιτούνται κατά τις πρώτες 3 εβδομάδες και ανάλογα με τη λιποπεριεκτικότητα του γάλακτος 4,5-5,5 Kg γάλακτος. Συνήθως όμως μετά τη δεύτερη εβδομάδα παρέχεται στα θηλάζοντα αμνοερίφια χόρτο λειμώνων ή ψυχανθών πλούσιο σε φύλλωμα και μείγμα ΣΖ σε μορφή συμπήκτων για κατανάλωση κατά βούληση. Το μείγμα των ΣΖ πρέπει να περιέχει 14-15% ΠΑ για τους αμνούς και 17-20% ΠΑ για τα ερίφια.
Κατά τον τεχνητό θηλασμό τα αμνοερίφια αποχωρίζονται από τις μητέρες τους μετά το θηλασμό του πρωτογάλακτος και αφήνονται νηστικά για 6-12 ώρες, για να αναγκαστούν, λόγω πείνας, να δεχθούν τον τεχνητό θηλασμό. Η διάρκεια παραμονής των αμνοεριφίων με τις μητέρες τους ποικίλλει από 12 ώρες μέχρι 3 ημέρες. Όσο μικρότερο όμως είναι αυτό το διάστημα τόσο ευκολότερα συνηθίζουν τον τεχνητό θηλασμό. Τα ερίφια, συγκριτικά με τους αμνούς, προσαρμόζονται πολύ ταχύτερα και ευκολότερα στον τεχνητό θηλασμό. Η διατροφή κατά τον τεχνητό θηλασμό γίνεται με ρόφημα τεχνητού γάλακτος το οποίο παρασκευάζεται με σκόνη άπαχου γάλακτος, καζεΐνη, υδρολυμένη πρωτεΐνη ιχθύων ή σόγιας, φυτικά έλαια και μικρές ποσότητες ζωικού λίπους. Δεν συνιστάται η χρήση σάκχαρης, αμύλου αλλά και Cu. Το ρόφημα παρασκευάζεται με 160-250g σκόνης γάλακτος ανά Κg ροφήματος για τα ερίφια. Η χορήγηση γίνεται προς κατανάλωση κατά βούληση σε θερμοκρασία των 4-10oC, ή κατά μερίδες σε θερμοκρασία 35-39oC, ατομικά ή ομαδικά με χρήση θηλάστρων. Για τον τεχνητό θηλασμό υπάρχουν αυτόματες ή ημιαυτόματες συσκευές παρασκευής και παροχής του ροφήματος Ο απογαλακτισμός γίνεται είτε προοδευτικά, με μείωση της χορηγούμενης ποσότητας ροφήματος κατά την τελευταία εβδομάδα, είτε απότομα μέσα σε μια ή δύο ημέρες. Ο απογαλακτισμός δεν προκαλεί κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης εφόσον τα αμνοερίφια καταναλώνουν πάνω από 250g ΣΖ ημερησίως.
Συστατικά | Ανόργανα στοιχεία | Βιταμίνες | |
---|---|---|---|
Πρωτεΐνη | >20% | Ca>0,9% | A>1000 ΔΜ.kg-1 |
Λίπος(1) | 20-30% | P>0,6% | D3>1250ΔΜ.kg-1 |
Ινώδεις ουσίες | 1% | Cu<12ppm | E>20mg |
Λυσίνη | >1,5% |
(1)Αναλόγως εάν παρέχεται κατά βούληση ή κατά μερίδες. Σκόνη άπαχου γάλακτος>50% (σκόνη βουτυρογάλακτος <30%)
Για τον ευκολότερο απογαλακτισμό των ζώων αλλά και για την επίτευξη υψηλότερου ρυθμού ανάπτυξης από τη 2η εβδομάδα της ηλικίας τους, παρέχεται χόρτο λειμώνων ή ψυχανθών πλούσιο σε φύλλωμα και μείγμα ΣΖ σε μορφή συμπήκτων για κατανάλωση κατά βούληση. Το μείγμα αυτό αποτελείται από εύπεπτες και ελκυστικές ζώοτροφές με θρεπτική αξία > 7ΜJΚΕΓ και 140-150 g ΠΑ ανά Kg. Το μείγμα αυτό εξακολουθεί να χορηγείται για 2-3 εβδομάδες και μετά τον απογαλακτισμό.
Διατροφή αμνοεριφίων μετά τον απογαλακτισμό
Τα αμνοερίφια εφόσον προορίζονται για αναπαραγωγή, διατρέφονται μετά τον απογαλακτισμό τους με στόχο όπως κατά την ηλικία της πρώτης χρησιμοποίησης για αναπαραγωγή (τουλάχιστον 7 μηνών) έχουν βάρος 31-32Kg τα ερίφια των βελτιωμένων φυλών και το 65-75% του τελικού τους βάρους οι αμνοί. Ο στόχος αυτός πραγματοποιείται, ανάλογα με την περίπτωση, με ημερήσιο ρυθμό ανάπτυξης 50-200g και συνεπώς απαιτεί συντηρητική διατροφή.
Ανάγκες | Σωματικό βάρος (Kg) | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
15 | 20 | 30 | 40 | 50 | 60 | |
ΞΟ kg.ημ.-1 | 0,65 | 0,85 | 1,10 | 1,30 | 1,50 | 1,70 |
ΞΟ (%ΣΒ) | 4,4 | 4,30 | 3,70 | 3,30 | 3,00 | 2,80 |
Για 50 g μέση ημερήσια αύξηση (ΜΗΑ) | ||||||
ΚΕΓ Μj | 2,8 | 3,3 | 4,3 | 5,0 | 5,8 | 6,5 |
ΠΑ | 32 | 36 | 45 | 52 | 60 | 67 |
Ca | 5,5 | 5,8 | 6,0 | 6,2 | 6,3 | 6,9 |
P | 1,8 | 1,9 | 2,0 | 2,6 | 3,2 | 3,7 |
Για 100 g ΜΗΑ | ||||||
ΚΕΓ Μj | 3,4 | 4,2 | 5,2 | 6,0 | 6,7 | 7,5 |
ΠΑ | 44 | 49 | 57 | 65 | 72 | 80 |
Ca | 6,5 | 6,7 | 6,8 | 7,2 | 8,2 | 9,0 |
P | 2,2 | 2,3 | 2,4 | 3,0 | 3,6 | 4,2 |
Για 150 g ΜΗΑ | ||||||
ΚΕΓ Μj | 4,7 | 5,2 | 6,0 | 7,0 | 7,7 | 8,5 |
ΠΑ | 57 | 61 | 69 | 77 | 85 | 92 |
Ca | 7,0 | 7,1 | 7,2 | 9,2 | 10,0 | 11,0 |
P | 2,6 | 2,7 | 2,8 | 3,5 | 4,0 | 4,7 |
Για 200 g ΜΗΑ | ||||||
ΚΕΓ Μj | 5,6 | 6,1 | 7,3 | 8,1 | 8,8 | |
ΠΑ | 70 | 74 | 81 | 89 | 97 | |
Ca | 7,0 | 8,0 | 9,0 | 11,0 | 12,0 | |
P | 2,6 | 2,8 | 3,2 | 3,9 | 4,5 |
(1): Ανάγκες σε Mg=0,7g, σε Κ=4g και σε Na=0,6g.kg-1 ΞΟ
(1): Ανάγκες σε ιχνοστοιχεία: Cu=5, Ζn=50, Mn=40 Co=0,1ppm ΞΟ
(1): Ανάγκες σε βιταμίνες: Α=1500, D3=150, E=30 ΔΜ.kg-1 τροφής
Η διατροφή των ζώων αυτών γίνεται είτε στη βοσκή, με συμπληρωματική χορήγηση ΣΖ εφόσον κρίνεται σκόπιμο, είτε στο στάβλο με χορήγηση ΧΖ και μείγματος ΣΖ με θρεπτική αξία 6,5-7 ΜJΚΕΓ.kg-1 και 13-14% ΠΑ. το μείγμα αυτό εξισορροπείται ως προς τα ανόργανα στοιχεία, χωρίς προσθήκη Cu στους αμνούς. Ανάλογα με το βάρος του ζώου και του ρυθμού ανάπτυξης που επιζητείται, η ποσότητα του χορηγούμενου μείγματος κυμαίνεται από 100 έως 700g ημερησίως.
Η διατροφή αυτή συνεχίζεται μέχρις ότου τα ζώα εισέλθουν στον 4o μήνα της κυοφορίας, αλλά με περιορισμό της χορηγούμενης ποσότητας. Από τον 4o μήνα της κυοφορίας και μετά διατρέφονται όπως τα έγκυα ζώα.
Ηλικία | Ξηρή ουσία | ΜΗΑ | ΚΕΓ | ΠΑ | Ca | P | |
---|---|---|---|---|---|---|---|
(max) | g | Mj | g | g | G | ||
kg.ημ.-1 | %ΣΒ | ||||||
0-1 μηνών | 165 | 3,2 | 80 | 3,1 | 1,3 | ||
1-2 μηνών | 0,3-0,6 | 5,2 | 165 | 3,6 | 80 | 3,4 | 1,5 |
2-3 μηνών | 0,6-0,8 | 5,0 | 155 | 4,2 | 77 | 3,5 | 1,6 |
3-4 μηνών | 0,8-1,0 | 4,8 | 140 | 4,6 | 74 | 3,5 | 1,7 |
4-5 μηνών | 1,0-1,1 | 4,7 | 115 | 4,9 | 68 | 3,2 | 1,7 |
5-6 μηνών | 1,1-1,2 | 4,5 | 90 | 5,1 | 62 | 2,9 | 1,7 |
6-7 μηνών | 1,2-1,3 | 4,4 | 70 | 5,2 | 60 | 2,7 | 1,6 |
Στα αρσενικά ζώα επιζητείται μεγαλύτερος ημερήσιος ρυθμός ανάπτυξης (250-350 g) ο οποίος επιτυγχάνεται με αύξηση της χορηγούμενης ποσότητας μείγματος ΣΖ (μέχρι και 1 Kg ημερησίως). Τα αρσενικά ζώα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για αναπαραγωγή διατρέφονται συντηρητικά για να μπουν στην αναπαραγωγή με την ενδεδειγμένη σωματική κατάσταση. Για το λόγο αυτό περιορίζεται η χορηγούμενη ποσότητα μείγματος.
Κατά την κατάρτιση των σιτηρεσίων των απογαλακτισθέντων αμνοεριφίων και ιδίως όταν χορηγούνται αυξημένες ποσότητες ΣΖ, πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στη σχέση Ca:Ρ. Όταν στο σιτηρέσιο η σχέση αυτή είναι στενή, σχηματίζονται ουρόλιθοι από σύμπλοκα φωσφορικά άλατα του Ca και Μg και εκδηλώνεται η ουρολιθίαση. Οι ουρόλιθοι εγκαθίστανται στη σιγμοειδή καμπή του πέους, αποφράσσουν την ουρήθρα και προκαλούν το θάνατο του ζώου. Η ούρηση των ζώων γίνεται δύσκολη και επώδυνη, τα ούρα είναι αλκαλικά με υψηλή περιεκτικότητα σε Ρ. Η ουρολιθίαση εκδηλώνεται συνήθως σε εντατικά παχυνόμενους αμνούς (ευνουχισμένους ή μη), ηλικίας 3-6 μηνών 2-4 εβδομάδες από την έναρξη της πάχυνσης.
Για πρόληψη της ουρολιθίασης αποφεύγεται η υπερβολική πρόσληψη Ρ από το ζώο με την τροφή και συνιστάται η διεύρυνση της σχέσης Ca:Ρ (>2:1). Αν αυτό δεν είναι δυνατόν τότε συνιστάται η ενσωμάτωση στο μείγμα των ΣΖ 1% ΝΗ4Cl ή 0,3% ΝΗ4Cl+0,2 % ΚCl. Στα βόσκοντα ζώα η εκδήλωση της νόσου συνδέεται περισσότερο με τη μεγάλη ποσότητα πυριτικών αλάτων που προσλαμβάνουν τα ζώα με την ακούσια κατανάλωση χώματος. Στην περίπτωση αυτή συνιστάται χορήγηση άλατος (ΝaCl) και αφθόνου ύδατος για αυξημένη ούρηση και ευκολότερη αποβολή των πυριτικών αλάτων.
Τέλος η εντεροτοξιναιμία είναι νόσος η οποία σχετίζεται με τη διατροφή και προκαλεί ξαφνικό θάνατο στα πρόβατα από μία τοξίνη που παράγεται από το βακτήριο Clostridium perfringers τύπου D. Ο μικροοργανισμός αυτός βρίσκεται διαδεδομένος στη φύση και ανευρίσκεται στη βοσκή, την κόπρο και τον πεπτικό σωλήνα των υγιών προβάτων. Κάτω από συνθήκες υψηλής κατανάλωσης υδατανθράκων (πολλοί δημητριακοί καρποί, υψηλή κατανάλωση γάλακτος) το αναφερθέν βακτήριο πολλαπλασιάζεται γρήγορα και παράγει τοξίνη η οποία επηρεάζει θηλάζοντες ή παχυνόμενους αμνούς και προβατίνες που καταναλώνουν πολλούς δημητριακούς καρπούς. Η εκδήλωση της νόσου προλαμβάνεται με εμβολιασμό των εγκύων προβατίνων (2-4 εβδομάδες προ του τοκετού) ή των αμνών (δύο εμβολιασμοί που απέχουν μεταξύ τους 10 ημέρες).
Διατροφή παχυνόμενων αμνοεριφίων
Η πάχυνση των αμνοεριφίων στη χώρα μας δεν έχει διαδοθεί γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό των αμνοεριφίων σφάζεται σε μικρή ηλικία (4-8 εβδομάδων) και μικρό βάρος (8-20 Kg) επειδή το καταναλωτικό κοινό προτιμά τα αμνοερίφια γάλακτος μικρού βάρους, αλλά και επειδή ο παραγωγός θεωρεί επικερδέστερη την άμελξη του ζώου και την πώληση του γάλακτος αντί της μετατροπής του σε κρέας. Πάχυνση γίνεται μόνο στα αμνοερίφια εκείνα που δεν μπορούν, λόγω υπερπροσφοράς, να πωληθούν ως γάλακτος, συνήθως μετά τις εορτές των Χριστουγέννων.
Τα αμνοερίφια αυτά απογαλακτίζονται σε ηλικία 6-10 εβδομάδων και διατρέφονται κατ' αρχήν εντός του στάβλου με ΧΖ και ΣΖ, στη συνέχεια δε (την άνοιξη) στη βοσκή. Η πώληση και σφαγή των ζώων αυτών μπορεί να γίνει το Πάσχα ή και αργότερα σε ηλικία 6 μηνών και πάνω με ΣΒ>30 Kg.
Πάχυνση αμνών όμως μπορεί να γίνει με χορήγηση γάλακτος καθ' όλη τη διάρκεια της πάχυνσης που αποβλέπει στην παραγωγή σφαγίου με λευκορόδινη σάρκα και λογική εναπόθεση λευκού περινεφρικού και ενδοκοιλιακού λίπους. Το είδος αυτό πάχυνσης είναι κατάλληλο για γαλακτοπαραγωγικές φυλές και αποβλέπει στην αντικατάστάση της παραδοσιακής παραγωγής αμνού γάλακτος μικρού βάρους από σφάγιο που διατηρεί τις επιζητούμενες ιδιότητες αλλά έχει μεγαλύτερο βάρος. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή οι αμνοί αφού θηλάσουν το πρωτόγαλα από τις μητέρες τους τις 3-4 πρώτες ημέρες της ζωής τους, διατρέφονται (μετά από 12ωρη νηστεία) είτε
- αποκλειστικά με φυσικό πρόβειο γάλα ή ρόφημα τεχνητού γάλακτος που παρέχονται για κατανάλωση κατά βούληση, είτε
- με ρόφημα τεχνητού γάλακτος και συμπληρωματική τροφή που παρέχονται σε προκαθορισμένες ποσότητες για περιορισμό της εναπόθεσης σωματικού λίπους. Το ρόφημα τεχνητού γάλακτος παρασκευάζεται με 20% σκόνη γάλακτος που περιέχει 30% λίπος και χορηγείται θερμό (35-40oC).
Η πάχυνση αυτή γίνεται μέχρι το βάρος των 20 Kg και διαρκεί 8 εβδομάδες. Ανάλογα με την εφαρμοζόμενη παραλλαγή της μεθόδου απαιτούνται 85-90 Kg πρόβειου γάλακτος, ή 80 Kg ροφήματος τεχνητού γάλακτος (16-16,5 Kg σκόνης γάλακτος) ή 12-13 Kg σκόνης τεχνητού γάλακτος και 7-7,5 Kg σύμπηκτα. Η τελευταία παραλλαγή δίνει τα καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα.
Σωματικό βάρος | Μέση ημερήσια αύξηση σωματικού βάρους σε g | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
100 | 200 | 300 | ||||
Kg | ΤΜΑ | ΠΑ (g) | ΤΜΑ | ΠΑ (g) | ΤΜΑ | ΠΑ (g) |
20 | 380 | 60 | 500 | 80 | 620 | 110 |
30 | 450 | 70 | 650 | 100 | 790 | 140 |
40 | 560 | 85 | 770 | 115 | 960 | 160 |
ΤΜΑ=Τροποποιημένες μονάδες αμύλου | ||||||
ΠΑ=Πεπτές αζωτούχες ουσίες |
Τα σύμπηκτα έχουν θρεπτική αξία 6,2-6,7 ΜJΚΕΓ, 170g ΠΑ.Κg-1 και ινώδεις ουσίες <10%, με συμμετοχή δημητριακών καρπών, υποπροϊόντων σπορελαιουργίας και 20% αδρού αλέσματος χόρτου μηδικής. Για την αποφυγή της ουρολιθίασης η σχέση Ca:Ρ πρέπει να είναι μεγαλύτερη του 2,5:1. Το σφάγιο των αμνών αυτών έχει όλα τα χαρακτηριστικά του αμνού του γάλακτος που επιζητά ο Έλληνας καταναλωτής.
Κατά άλλη μέθοδο, μελετηθείσα στην Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών οι αμνοί θηλάζουν τις μητέρες τους για 3 ημέρες και μετά από 12ωρη νηστεία εισάγονται στον τεχνητό θηλασμό, απογαλακτιζόμενοι σε ηλικία 35 ημερών. Μέχρι την ηλικία αυτή απαιτούνται 6,5-7,0Κg σκόνης τεχνητού γάλακτος. Ο απογαλακτισμός γίνεται σε ΣΒ>11Κg.
Από τη 10η ημέρα της ηλικίας των αμνών χορηγείται για κατανάλωση κατά βούληση μείγμα ΣΖ σε μορφή συμπήκτων το οποίο αποτελείται από δημητριακούς καρπούς, υποπροϊόντα σπορελαιουργίας και 20% αδρό άλεσμα χόρτου μηδικής. Η πάχυνση αυτή διαρκεί 14 εβδομάδες και το ΣΒ των αμνών είναι 31-32Κg, με απόδοση σε ψυχρό σφάγιο 59-60%.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών