Το άλογο πεδινής Ηλείας
Στην πεδινή περιοχή του Ν. Ηλείας με επίκεντρο την εύφορη και αρδευόμενη πεδιάδα του Πηνειού ποταμού οι γεωργοί της περιοχής αυτής διατηρούσαν παλαιότερα (προ του Β΄ παγκοσμίου πολέμου) το άλογο αυτό, σε μεγάλους αριθμούς, για την καλλιέργεια της γης γιατί αποτελούσε την κύρια και αποκλειστική δύναμη καλλιέργειας του εύφορου αυτού κάμπου μέχρις ότου εμφανίστηκε η μηχανοκίνητη δύναμη (τρακτέρ κ.λπ.), η οποία βαθμιαία εκτόπισε το άλογο από αυτήν την χρήση στη γεωργία με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά και η εκτροφή του. Έτσι, παραμένει μέχρι σήμερα, αφού περιορίστηκε δραματικά ο αριθμός τους, το άλογο αυτό της πεδινής Ηλείας, ως απομεινάρι βιολογικής κληρονομιάς της περιοχής, να υπενθυμίζει την παραδοσιακή αγροτική πρακτική της περασμένης γενεάς. Η χρησιμοποίηση του αλόγου αυτού για την καλλιέργεια της γης είχε ως αποτέλεσμα οι τοπικοί φορείς της περιοχής σε συνεργασία με το Υπουργείο Γεωργίας να εισάγουν κατά διαστήματα παλαιότερα (1915-1942) άλογα βαριάς έλξης (μεγάλου σωματικού βάρους και ύψους), όπως Αγγλονορμανδικά, Nονιους κ.λπ., τα οποία διασταύρωναν με το αυτόχθονο άλογο για παραγωγή ζώων κατάλληλων για την καλλιέργεια της γης και των διαφόρων αγροτικών εργασιών. Αποτέλεσμα αυτής της γενετικής διεργασίας ήταν η φαινοτυπική και γενοτυπική διαμόρφωση του σημερινού αλόγου της πεδινής Ηλείας.
Μεγαλόσωμο σχετικά άλογο, σε σύγκριση με το άλογο της ορεινής Ηλείας, με ύψος ακρωμίου 140 μέχρι 160 εκατοστά στις φοράδες (μέσος όρος 42 φοράδων, 149 εκατοστά) και 155 μέχρι 165 εκατοστά στους επιβήτορες (μέσος όρος 7 επιβητόρων, 157 εκατοστά).
Ο χρωματιστός που επικρατεί είναι ο ορφνός (60%) σε αποχρώσεις βαθύ, καστανού και ορφνομελανού και ακολουθεί ο ερυθρόφαιος (15%) σε αποχρώσεις κοινού και βαθύ και ο φαιός (15%) σε αποχρώσεις βαθύ, μηλωτού και μελανόστικτου.
Το σώμα του είναι μυώδες, συμπαγές, φαρδύ με αρκετά ανεπτυγμένους ώμους και γλουτούς, εμφάνιση που πλησιάζει τα άλογα βαρείας έλξης.
Η κεφαλή της φυλής [1] αυτής είναι ογκώδης και επιμήκης και έχει αυτιά μικρά και όρθια. Ο τράχηλος είναι μυώδης, φαρδύς και δυνατός. Η χαίτη κανονική σε φυσικό μέγεθος, κόβεται ή ξυρίζεται χαμηλά με αποτέλεσμα να στέκεται όρθια, σε μορφή ριπιοειδή ή όρθιας ανοικτής βεντάλιας (ρωμαϊκή ή πολεμική χαίτη).
Η ουρά κατευθύνεται προς τα κάτω, αμέσως μετά την έκφυσή της από τον κορμό και είναι αρκετά θυσανωτή.
Τα άκρα χοντρά και δυνατά με ισχυρό οστέινο σκελετό και αρθρώσεις ογκώδεις με δυνατούς τένοντες.
Γενικά, το άλογο αυτό παρουσιάζει αρμονικές αναλογίες των διαφόρων περιοχών του σώματος και είναι όμορφο άλογο με αρκετά μορφολογικά στοιχεία από τα άλογα βαριάς έλξης. Είναι ευάγωγο, ήπιου χαρακτήρα και συνεργάζεται καλά στην εργασία και στην ιππασία.
Η ενήβωση του αλόγου αυτού, σε σύγκριση με τα άλλα αυτόχθονα ελληνικά άλογα, καθυστερεί και αρχίζει με την συμπλήρωση του 2ου έτους της ηλικίας και συνήθως εισέρχεται στην αναπαραγωγή το 3ο έτος, γεγονός που συνηγορεί έμμεσα ότι φέρει γονίδια των αλόγων βαριάς έλξης, τα οποία, ως γνωστός, έρχονται σε ενήβωση το 2ο με 3ο έτος της ηλικίας των.
Πολλοί ιδιοκτήτες των αλόγων αυτών δεν γονιμοποιούν τις φοράδες, γιατί δεν θέλουν να αυξήσουν τον αριθμό των ζώων που εκτρέφουν, αφού δεν τα χρησιμοποιούν πλέον για γεωργικές εργασίες, αλλά κυρίως γιατί δεν βρίσκουν εύκολα επιβήτορα του αυτού γενότυπου, έτσι αναγκάζονται να καταφεύγουν σε επιβήτορες του ορεινού αλόγου της Ηλείας.
Βιβλιογραφία