Κουνουπίδι φυτό
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Το κουνουπίδι (Brassica oleracea var. botrytis) είναι φυτό ποώδες, μονοετές ή διετές και ανήκει στην οικογένεια των σταυρανθών και στο γένος Brassica. Κατάγεται από τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου ενώ αναφορές υπάρχουν και στην Αρχαία Ελλάδα και Αίγυπτο. Το κουνουπίδι καλλιεργείται κυρίως στις περιοχές της Μεσογείου, και στις παραθαλάσσιες περιοχές του Ατλαντικού ωκεανού για την ανθοκεφαλή του. Από το Μάιο μέχρι τον Αύγουστο σπέρνεται σε φυτώρια και μετά την πάροδο 1 μήνα, αφού βλαστήσουν, τα μικρά αυτά φυτάρια μεταφυτεύονται στο χωράφι. Είναι ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες και στις πολλές βροχές. Μία μέση θερμοκρασία 10-12 βαθμούς είναι κατάλληλη για την ανάπτυξη του. Μπορεί να καλλιεργηθεί στα περισσότερα εδάφη αρκεί να υπάρχει η κατάλληλη ύδρευση. Ανάλογα με την ποικιλία και την καλλιέργεια η συγκομιδή γίνεται 5 περίπου μήνες μετά τη σπορά. Όταν η ανθοκεφαλή πάρει το συνηθισμένο σχήμα κόβεται μαζί με 3-4 φύλλα που την προστατεύουν κατά τη μεταφορά και από το φως. Στη βόρεια Ευρώπη καλλιεργείται μια μονοετής ποικιλία τους καλοκαιρινούς μήνες. Στην Ελλάδα το κουνουπίδι καλλιεργείται τη χειμερινή περίοδο κυρίως στην Εύβοια, Αττική, Μεσσηνία, Κέρκυρα και Αρκαδία και είναι διετές. Η καλλιέργεια του καλύπτει περίπου 30,000 στρέμματα με παραγωγή πάνω από 36,000 τόνους ετησίως. Το κουνουπίδι τρώγεται μαγειρεμένο ή διατηρημένο σε ξύδι (τουρσί) και θεωρητικά αποδίδει λίγες θερμίδες. Έρευνες υποστηρίζουν ότι η μέτρηση θερμίδων δεν είναι δυνατόν να γίνει με ακρίβεια. Μπορεί να μαγειρευτεί είτε νερόβραστο, οπότε τρώγεται με την προσθήκη λεμονιού ή/και λαδιού, είτε με την προσθήκη ντομάτας, κρεμμυδιού και μπαχαρικών, κυρίως γαρύφαλλου και μπαχαριού.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Το κουνουπίδι αναπτύσσεται σε ύψος 45 - 60cm (ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη ποικιλία) και έχει σχετικά επιφανειακό ριζικό σύστημα (45cm). Τα φύλλα είναι μεγάλα, σαρκώδη και στενότερα από το λάχανο. Η ανθοκεφαλή εκπτύσσεται από το κέντρο του φυλλώματος και αποτελείται από τα μεγάλου μεγέθους ανθικά στελέχη. Είναι συμπαγής και έχει χρώμα λευκό ή υποκίτρινο (ανάλογα με την ποικιλία). Εάν η ανθοκεφαλή παραμείνει στο έδαφος μετά τη συγκομιδή, τότε τα ανθικά στελέχη επιμηκύνονται για να δώσουν τα άνθη.[2]
Κλιματικές συνθήκες
Το κουνουπίδι αναπτύσσεται καλύτερα σε περιοχές με ήπιες κλιματολογικές συνθήκες. Οι αναπτυσσόμενες ανθοκεφαλές κατά τη διάρκεια του χειμώνα έχουν πιο έντονο λευκό χρώμα, αλλά είναι ευαίσθητες σε συνθήκες παγετού. Οι υψηλές θερμοκρασίες στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης των φυτών προκαλούν έντονη βλαστική ανάπτυξη και καθυστέρηση στο σχηματισμό της ανθοκεφαλής.[2]
Εδαφικές συνθήκες
Το έδαφος πρέπει να είναι μέσης σύστασης, γόνιμο, πλούσιο σε οργανική ουσία, να διαθέτει υγρασία και στραγγίζει καλά. Το pH του εδάφους θα πρέπει να έχει τιμή 6 - 6,5. Χαμηλότερη τιμή pH να είναι το 5,8 γιατί σε χαμηλότερη τιμή επηρεάζεται αρνητικά η διαθεσιμότητα των ιχνοστοιχείων (απαραίτητα για το κουνουπίδι).[2] Το άριστο pH είναι 6,5. Το κουνουπίδι δεν ευνοείται από το υπερβολικό άζωτο (υποβάθμιση ποιότητας). Είναι ευαίσθητο στην έλλειψη βορίου. Το διαθέσιμο βόριο στο έδαφος θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 0,5 ppm. Επίσης είναι απαιτητικό σε ασβέστιο.[3]
Πολλαπλασιασμός
Ο πολλαπλασιασμός του κουνουπιδιού γίνεται είτε με απευθείας σπορά είτε με τη χρήση σπορείου και στη συνέχεια μεταφύτευση στη τελική θέση (πιο συνηθισμένος τρόπος). Οι αποστάσεις μεταξύ των γραμμών φύτευσης είναι 80cm και οι αποστάσεις μεταξύ των φυτών πάνω στη γραμμή περίπου 60cm. Ο σπόρος τοποθετείται σε βάθος περίπου 1cm. Εάν εφαρμοστεί απευθείας σπορά στο χωράφι, τότε σε κάθε θέση τοποθετούνται 2-3 σπόροι. Ιδανικές θερμοκρασίες για τη βλάστηση των σπόρων είναι μεταξύ 20-30οC.[2]
Ποικιλίες
Οι διάφορες ποικιλίες, που χρησιμοποιούνται στο εμπόριο, μπορεί να διαφέρουν ως προς το σχήμα των φύλλων και το χρώμα της ανθοκεφαλής. Οι σπόροι που χρησιμοποιούνται προέρχονται από ποικιλίες συμβατικής καλλιέργειας μετά από σχετική άδεια παρέκκλισης ή πρόκειται για εισαγόμενους βιολογικούς σπόρους. Ακόμα μπορεί να προέρχονται από σποροπαραγωγή των ίδιων των βιοκαλλιεργητών. Οι πιο συχνές ποικιλίες που καλλιεργούνται στη χώρα μας, αναγράφονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Ποικιλίες κουνουπιδιού[4], [5], [6]
Ασθένειες
Το κουνουπίδι προσβάλλεται από πολλές ασθένειες, που σαν αποτέλεσμα έχουν την ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση του προϊόντος. Κυριότερες και σοβαρότερες ασθένειες του κουνουπίδι στη χώρα μας είναι ο μαύρος λαιμός, η αλτενάρια, η βακτηριακή κηλίδωση και ο περονόσπορος. Όλες οι ασθένειες και οι τρόποι καταπολέμησής τους αναγράφονται λεπτομερώς στον παρακάτω σύνδεσμο:
Εχθροί
Το κουνουπίδι, όπως και όλα γενικά τα σταυρανθή λαχανικά, έχουν σοβαρούς εντομολογικούς εχθρούς με σπουδαιότερο και πιο συχνό την πιέριδα. Η αντιμετώπισή τους δεν είναι πάντα εύκολη και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να γίνονται συχνοί προληπτικοί έλεγχοι και να μην αμελούνται οι καλλιεργητικές εργασίες (πότισμα, λίπανση, σκάλισμα εδάφους κ.τ.λ).
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ Κουνουπίδι.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Τεχνική βιολογικής καλλιέργειας λαχανικών - Κουνουπίδι, του Χαράλαμπου Θανόπουλου Msc Γεωπόνος, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2008.
- ↑ 3,0 3,1 Σταυρανθή - Βιολογικός λαχανόκηπος, των Λαμπρόπουλο Παναγιώτη και Νυδριώτη Έφης, Γεωπόνων Γ.Π.Α M.Sc.
- ↑ Ποικιλίες και υβρίδια κουνουπιδιού.
- ↑ Ποικιλίες και υβρίδια κουνουπιδιού2.
- ↑ Ποικιλίες και υβρίδια κουνουπιδιού3.