Φωτοσυνθετική δυναμικότητα
Η δομή του φύλλου των καρποφόρων δένδρων διαφέρει ανάλογα με τη θέση αυτού, ήτοι αν βρίσκεται σε βλαστό ή λογχοειδές και με την έκθεση του στον ήλιο. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τα φύλλα όλων των καρποφόρων δένδρων. Γι' αυτό θα χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα η μηλιά. Γενικά, το πάχος του φύλλου αυξάνει από τη βάση του βλαστού προς την κορυφή αυτού. Καθώς η θέση του φύλλου πλησιάζει προς την κορυφή, τα κύτταρα του δρυφρακτοειδούς παρεγχύματος γίνονται πιο επιμήκη και τα στρώματα αυτού πιο συμπαγή, διαγράφονται καλά και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό του ιστού του μεσοφύλλου. Το μειωμένο ποσοστό του μεσοκυτταρίου χώρου ανάλογα με τη θέση του φύλλου δεικνύει τη σχετική πυκνότητα του φύλλου. Ο αριθμός των στοματίων αυξάνει ανάλογα με τη θέση του φύλλου και είναι υψηλότερος προς την κορυφή του βλαστού. Ωστόσο, ο αριθμός των στοματίων είναι επίσης χαρακτηριστικό της ποικιλίας. Π.χ. η ποικιλία Northein Spy έχει περίπου 30% μεγαλύτερο αριθμό στοματίων από τις ποικιλίες McIntosh, Cortland και Delicious. Η φυλλική δομή επίσης αλλάζει ανάλογα με την έκθεση του φύλλου στο φως και τον τύπο του ξύλου επί του οποίου το φύλλο φέρεται. Όταν τα φύλλα αναπτύσσονται στη σκιά, η περιεκτικότητα της χλωροφύλλης αυξάνει. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στη ροδακινιά, όπου ο ΔΦΕ είναι υψηλός και πολλά φύλλα σκιάζονται. Οι χλωροπλάστες των σκιαζόμενων αυξανόμενων φύλλων έχουν παχύτερα γκράνα απ' ότι τα ηλιαζόμενα ίδια τμήματα. Τα γκράνα των σκιαζόμενων αναπτυσσόμενων φύλλων δεν αλλάζουν όταν το φύλλο εκτεθεί στον ήλιο. Αντίθετα, τα γκράνα των ηλιαζόμενων αυξανόμενων φύλλων μεγεθύνονται, όταν το φύλλο εκτεθεί στη σκιά. Οι φωτοσυνθετικές αντιδράσεις των σκιαζόμενων φύλλων σε χαμηλά επίπεδα φωτός είναι παρόμοιες μ' αυτές που αναπτύσσονται σε πλήρη ηλιοφάνεια. Ένας άλλος τρόπος χαρακτηρισμού των φύλλων είναι το ειδικό βάρος του φύλλου. Το ειδικό βάρος του φύλλου είναι το ξηρό βάρος αυτού κατά μονάδα επιφάνειας.
Βιβλιογραφία
- ↑ Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.