Διατροφή χοίρων
Ο ρόλος της διατροφής στην υγεία, την παραγωγικότητα και τις αποδόσεις των ζώων και κατά συνέπεια στο εισόδημα του κάθε κτηνοτρόφου, είναι αναγνωρισμένος. Η διατροφή επηρεάζει άμεσα και έμμεσα τις αποδόσεις. Σε μία χοιροτροφική εκμετάλλευση το κόστος της διατροφής έχει το μεγαλύτερο ρόλο στα οικονομικά αποτελέσματα της εκμετάλλευσης. Η ποσότητα και το είδος των πρώτων υλών των ζωωτροφών που απαιτούνται σε μία εκμετάλλευση επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Τέτοιοι παράγοντες είναι:
- Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται,
- Τα θρεπτικά συστατικά που περιέχουν για το είδος του ζώου και το παραγωγικό του στάδιο,
- Οι τιμές των πρώτων υλών στην αγορά και
- Ο σωστός συνδυασμός των πρώτων υλών ώστε το σιτηρέσιο που παράγεται να είναι ισόρροπο και οικονομικό.
Όταν στα ζώα διατίθεται και βοσκή, η απαιτούμενη ποσότητα αγοραζόμενων ζωοτροφών μειώνεται σε ποσοστό ανάλογο της έκτασης, της ποιότητας και του φόρτου βόσκησης των βοσκοτόπων που είναι διαθέσιμοι.
Οι χοίροι είναι ζώα με περιορισμένη χωρητικότητα στομάχου και μικρή συμβολή των ζυμωτικών φαινομένων στην πέψη της τροφής, η οποία διεξάγεται κυρίως στο λεπτό έντερο με τα ένζυμα που εκκρίνονται σε αυτό. Τα χαρακτηριστικά αυτά σε συνδυασμό με τις υψηλές απαιτήσεις σε ενέργεια, πρωτεΐνη και απαραίτητα αμινοξέα των σύγχρονων χοίρων με τη μυώδη διάπλαση και την υψηλή γονιμότητα, καθιστούν υποχρεωτική τη διατροφή τους με ζωοτροφές υψηλής πεπτικότητας και μικρού όγκου.
Τέτοιες ζωοτροφές είναι οι συμπυκνωμένες και ορισμένες χονδροειδείς, όπως η φυλλώδης χλωρά νομή από νεαρά φυτά ή το ενσίρωμά της, το ενσίρωμα σπαδίκων αραβοσίτου, οι ατμισμένες και συνήθως ενσιρωμένες πατάτες και τα τεμαχισμένα ή πολτοποιημένα ζαχαρότευτλα. Οι χονδροειδείς όμως ζωοτροφές χρησιμοποιούνται μόνο όταν η εκτροφή των χοίρων είναι κλάδος της γεωργικής εκμετάλλευσης. Από τις συμπυκνωμένες ζωοτροφές χρησιμοποιούνται οι δημητριακοί καρποί (αραβόσιτος, σίτος, κριθή) ως άλεσμαή επειτα από θερμική κατεργασία, υποπροϊόντα βιομηχανιών και ιδίως της σπορελαιουργίας, σε μικρά δε ποσά ζωικής προέλευσης ζωοτροφές, κυρίως για την κάλυψη των αναγκών των χοίρων σε απαραίτητα αμινοξέα.
Επίδραση της διατροφής στον κύκλο αναπαραγωγής
Σε αντίθεση προς τα μηρυκαστικά, η κύηση του χοίρου δεν συμπίπτει με την γαλουχία. Ο κάθε κύκλος αναπαραγωγής διαχωρίζεται σε τρεις χρονικώς επάλληλες φάσεις, την κύηση, τη γαλουχία και το μεταξύ απογαλακτισμού και γόνιμης οχείας διάστημα, οι οποίες τελούν σε στενή φυσιολογική εξάρτηση μεταξύ τους. Για τον λόγο αυτό, η φυσιολογικά ομαλή και παραγωγικά αποδοτική ολοκλήρωση κάθε κύκλου και η χωρίς καθυστερήσεις επανάληψη των κύκλων, μπορούν να πραγματοποιηθούν, στο μέτρο που η διατροφή τις επηρεάζει, μόνο όταν αυτή είναι προσαρμοσμένη στις φυσιολογικές απαιτήσεις κάθε φάσης. Σφάλματα διατροφής σε μια φάση έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στις άλλες.
Ιδιαίτερη σημασία από την άποψη αυτή έχει το επίπεδο διατροφής (ΕΔ) των ζώων. Όπως έχει πειραματικά αποδειχθεί, υπό την επίδραση του συνδυασμού των ορμονών που επικρατεί κατά την κύηση, ο οργανισμός της εγκύου έχει την ικανότητα να κατακρατεί πρωτεΐνη, λίπος, Ca, Ρ και ιχνοστοιχεία (αναβολισμός κύησης), οι ποσότητες των οποίων είναι ανάλογες του ΕΔ και ανεξάρτητες εκείνων που κατακρατούνται στην εγκύμονα μήτρα και στον μαστό. Αμέσως μετά τον τοκετό και υπό την επίδραση των νέων ορμονικών συνθηκών, οι ποσότητες αυτές καταβολίζονται και χρησιμοποιούνται για την σύνθεση του γάλακτος σε όλη τη διάρκεια της γαλακτικής περιόδου.
Από πειράματα, τα αποτελέσματα των οποίων επιβεβαιώνονται με παρατηρήσεις της πράξης, έχει διαπιστωθεί ότι: Κατά την κυοφορία
- όταν το ΕΔ είναι χαμηλό
- μειώνεται το βάρος και το γλυκογόνο των νεογνών με συνέπεια την αύξηση της θνησιμότητάς τους και
- ελαττώνεται μέχρις εκμηδενισμού ο αναβολισμός κύησης και επηρεάζεται δυσμενώς το βάρος και η σωματική κατάσταση της χοίρου. Υπό τις συνθήκες αυτές η παραγωγή γάλακτος μετά τον τοκετό εξαρτάται αποκλειστικά από το σιτηρέσιο του ζώου και επειδή αυτό χρησιμοποιείται κατά ποσοστό για την ανάκτηση μέρους του σωματικού βάρους, ελαττώνεται η παραγωγή του γάλακτος και η ανάπτυξη των χοιριδίων.
- όταν το ΕΔ είναι υψηλό
- εντείνεται ο αναβολισμός κυήσεως και αυξάνεται το σωματικό λίπος και κ βάρος της εγκύου χωρίς όμως να αυξάνεται και το βάρος των νέογνών,
- μειώνεται κατά την περίοδο της γαλουχίας (λόγω καταβολισμού μεγάλων ποσών σωματικής ύλης) η όρεξη του ζώου και η κατάνάλωση τροφής με συνέπεια την ελάττωση της γαλακτοπαραγωγής (και του ρυθμού ανάπτυξης των χοιριδίων αλλά και τη μεγάλη απώλεία βάρους της μητέρας και
- αυξάνεται η συχνότητα σύνθλιψης των νεογνών λόγω δυσκινησίας των μητέρων. Στην περίπτωση μάλιστα που το ΕΔ είναι πολύ υψηλό και η έγκυος υπερπαχυμένη, είναι πολύ πιθανός ο κίνδυνος εκδήλωσης του συνδρόμου ΜΜΑ (Μαστίτις, Μητρίτις, Αγαλαξία) κατά την περιγεννητική περίοδο.
Κατά την γαλουχία, αν το ΕΔ είναι χαμηλό
- μειώνεται η παραγωγή γάλακτος και ο ρυθμός ανάπτυξης των χοιριδίων,
- επιμηκύνεται το διάστημα μεταξύ απογαλακτισμού και γόνιμης οχείας και
- ελαττώνεται, σε βαθμό ανάλογο του αριθμού των χοιριδίων που θηλάζουν, το βάρος της μητέρας. Αυτό έχει ως συνέπεια την αύξηση κατά την αρχή της κύησης που ακολουθεί της εξωμήτριας εναπόθεσης σωματικής ύλης σε βάρος της ενδομήτριας (εμβρυϊκή θνησιμότητα).
Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές, έχει διαμορφωθεί η ενδεικνυόμενη στρατηγική διατροφής της αναπαραγωγού χοίρου που συνίσταται
- στη συντηρητική διατροφή των ζώων κατά την κυοφορία και τη λογική ένταση του αναβολισμού κύησης
- στην πλήρη έκπτυξη της γαλακτοπαραγωγικής ικανότητας της χοίρου κατά την περίοδο της γαλουχίας και διακύμανση του σωματικού της βάρους μέσα σε προκαθορισμένα όρια και
- στην κατάλληλη αντιμετώπιση των αναγκών του ζώου μετά τον απογαλακτισμό ώστε να περιορισθεί το χρονικό διάστημα απογαλακτισμού-γόνιμης οχείας.
Διατροφή χοίρων κατά την κύηση
Οι νεαρές χοίροι χρησιμοποιούνται στην αναπαραγωγή όταν εκδηλώνεται ο 3ος οίστρος, σε ηλικία 7-8 μηνών και βάρος 110-120 Kg. Η κύηση διαρκεί 114-115 ημέρες και διαχωρίζεται σε δύο στάδια, ένα αρχικό (1-84 ημ.) στο οποίο επικρατεί η ανάπτυξη των πλακούντων κλπ. και ένα δεύτερο (85-114 ημ.) που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη της μήτρας, των εμβρύων και, κατά το τέλος, και του μαστού. Κατά τη διάρκεια της κύησης πραγματοποιείται επίσης ο αναβολισμός κύησης και η φυσιολογική ανάπτυξη των νεαρών εγκύων.
Ο αναβολισμός κύησης επιζητείται να μην υπερβαίνει συνολικά τα 10 Kg ώστε μαζί με την ανάπτυξη των εμβρύων, των πλακούντων, της μήτρας και του μαστού (25 Kg) και τη φυσιολογική ανάπτυξη των νεαρών μητέρων (0,13 Χ 114 = 15 Kg), το βάρος των ζώων κατά μεν τον τοκετό να είναι 10+25+15=50 Kg μεγαλύτερο εκείνου της οχείας, κατά δε τον απογαλακτισμό στα νεαρά ζώα (< 180 Kg) κατά 15 Kg μεγαλύτερο και στα ενήλικα (> 180 Kg) ίσο με εκείνο της οχείας.
Οι ανάγκες συντήρησης χοίρων βάρους >100 Kg σε ΠΕ και ολική πρωτείνη (ΟΠ) υπολογίζονται με τις εξισώσεις:
ΠΕ=0.44Β0.75 MJ.ημ-1
ΟΠ=2,5Β0.75 g.ημ-1
όπου Β=το βάρος του ζώου σε Kg. Επειδή όμως για πρακτικούς λόγους στις έγκυες χοίρους (αδιάφορα από το σωματικό τους βάρος ή αν διατρέφονται ατομικά ή ομαδικά) εξυπηρετεί η χορήγηση της ίδιας ποσότητας τροφής [1] σε όλα τα ζώα, ο υπολογισμός των αναγκών συντήρησης γίνεται με βάση το βάρος ενηλικίωσης (180 Kg). Με τον τρόπο αυτό η επί πλέον χορηγούμενη ποσότητα ΠΕ και ΟΠ στα ελαφρότερα ζώα καλύπτει τις ανάγκες ανάπτυξης τους (130 g.ημ-1). Σε ζώα βαρύτερα των 180 Kg χορηγείται 1 ΜJΠΕ ανά 10 Kg επί πλέον βάρους. Εκτός τούτου, επειδή η κατώτερη κρίσιμη θερμοκρασία των εγκύων χοίρων είναι κατά την ατομική εκτροφή 19oC και κατά την ομαδική 14oC, οι ανάγκες σε ΠΕ προσαυξάνονται στην μεν ατομική εκτροφή κατά 0,7 στη δε ομαδική κατά 0,35 ΜJΠΕημ-1 για κάθε oC κάτω της κρίσιμης θερμοκρασίας. Ο αναβολισμός κύησης (10 Kg) και η ανάπτυξη εμβρύων, οργάνων κλπ. (25 Kg) εκτιμάται ότι
- πραγματοποιούνται κατά 50% σε κάθε στάδιο της κύησης και
- ότι για την πραγματοποίηση τους απαιτούνται ανά Kg:
1-84 ημ: 22MJ.ΠΕ και 450 g ΟΠ με 16 g λυσίνης (3,6% OΠ)
85-114 ημ: 14MJ.ΠΕ και 450 g ΟΠ με 12 g λυσίνης (4,0% OΠ)
Συνεπώς οι ανάγκες για την κύηση είναι στο πρώτο μεν στάδιο κύησης (35x0,5x22):84=4,6 ΜJΠΕ,(35χΟ,5χ450):84 = 95 g ΟΠ και (35x0,5x16):84=3,35 g λυσίνης, στο δε δεύτερο στάδιο της κύησης (35χΟ,5χ14):30=8,2 ΜJΠΕ, (35χΟ,5χ300):30=175 g ΟΠ και (35χΟ,5χ12):30=7,0 g.ημ-1 λυσίνης. Με τα δεδομένα αυτά διαμορφώ¬νονται οι ημερήσιες ανάγκες των εγκύων χοίρων.
Τα σιτηρέσια των εγκύων χοίρων είναι ενιαία σιτηρέσια απλής ή μεικτής διατροφής.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Διατροφή χοίρων κατά τη γαλουχία
Για τη συντόμευση του κύκλου αναπαραγωγής και αύξηση με τον τρόπο αυτό της παραγωγικότητας των χοίρων, η γαλακτική περίοδος (ΓΠ) διακόπτεται σκόπιμα στο τέλος της 5ης εβδομάδας (35 ημ.) μετά τον τοκετό και συνήθως όχι πριν από τις 28-30 ημέρες. Η καμπύλη της γαλακτοπαραγωγής έχει το μέγιστό της κατά την 25η ημέρα της ΓΠ και έκτοτε φθίνει, η μέγιστη όμως ημερήσια παραγωγή γάλακτος επηρεάζεται από τον αριθμό (Ν) των χοιριδίων που θηλάζουν και κυμαίνεται κ.μ.ο. από 6,5 Kg (Ν=8) μέχρι 8,5 Kg (Ν = 12) ή και περισσότερο (Ν>12) όταν τα χοιρίδια είναι ζωηρά. Συνεπώς και οι ανάγκες της μητέρας σε ενέργεια και πρωτεΐνη για παραγωγή γάλακτος αυξάνονται με το μέγεθος της τοκετοομάδας. Οι ανάγκες [1] της χοίρου κατά την περίοδο της γαλουχίας υπολογίζονται με βάση το τυπικό βάρος των 180 Kg και 10 χοιρίδια θηλάζοντα καθ' όλη τη διάρκεια της ΓΠ, τα δε μεγέθη που τις διαμορφώνουν είναι:
- Οι ανάγκες συντήρησης της μητέρας,
- Η παραγωγή γάλακτος,
- Η αύξηση του βάρους των χοιριδίων,
- Η αποδομή σωματικής ύλης της μητέρας
ΠΕ MJ | ΟΠ g | ΠΠ g | Λ g | |
---|---|---|---|---|
Συντήρηση | 21,6 | 125 | 100 | 6,3 |
Παραγωγή γάλακτος | 63,0 | 850 | 680 | 43,0 |
Σύνολο: | 84,6 | 975 | 780 | 49,3 |
Εξοικονόμηση | 19,3 | 171 | 137 | 9,7 |
Ανάγκες: | 65,3 | 804 | 643 | 39,6 |
Συστάσεις | 66 | 800 | 640 | 40 |
Στις χοιροτροφικές επιχειρήσεις το σιτηρέσιο γαλουχίας είναι ενιαίο σιτηρέσιο απλής διατροφής παρασκευαζόμενο μόνο με συμπυκνωμένες ζωοτροφές υπό μορφή ομοιογενούς μείγματος και χορηγείται ατομικώς στα ζώα προς κατανάλωση κατά βούληση. Λόγω όμως ανορεξίας κατά την αρχή της ΓΠ και σκόπιμου περιορισμού της χορηγούμενης ποσότητας κατά το τέλος της, η μέση ημερήσια κατανάλωση τροφής δεν υπερβαίνει τα 5Kg και στις νεαρές μητέρες τα 4Kg. Αν τα θηλάζοντα χοιρίδια είναι λιγότερα των 8, το σιτηρέσιο χορηγείται σε προκαθορισμένη ποσότητα και σε δυο γεύματα. Αν πάλι η καταναλισκόμενη τροφή δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών χοίρου με μεγάλη τοκετοομάδα, το σιτηρέσιο καταρτίζεται πυκνότερο.
Στην περίπτωση που εφαρμόζεται η μεικτή διατροφή χορηγούνται είτε 2,5Kg δημητριακών καρπών και, ανάλογα με το είδος του καρπού, 2,5-2,8 Kg συμπληρωματικού σιτηρεσίου, είτε μόνο 2 Kg χονδροειδών ζωοτροφών και σιτηρέσιο γαλουχίας μέχρι κάλυψης των αναγκών.
Παράμετρος | Κύησης | Γαλουχίας και κάπρων | Συμπληρωματικό μεικτής διατροφής |
---|---|---|---|
Πεπτή ενέργεια MJ.kg-1 | 12 | 13-13,5 | 12 |
Ολική πρωτεΐνη g.kg-1 | 120 | 160-170 | >220 |
Λυσίνη g.kg-1 | 5,2 | 6,5 | >10 |
Ινώδεις ουσίες % max | 10 | 7 | 8 |
Ca% min | 0,6 | 0,8 | 1,6 |
P% min | 0,4 | 0,6 | 0,9 |
Na% min | 0,2 | 0,25 | 0,5 |
Fe mg.kg-1min | 70 | 70 | 150 |
Cu * min | 10 | 10 | 20 |
Mn * min | 20 | 20 | 40 |
Zn * min | 50 | 50 | 100 |
Βιταμίνη Α ΔΜ.kg-1 min | 4000 | 5000 | 10000 |
*D* min | 500 | 650 | 1250 |
*E* min | 20 | 30 | 50 |
Χολίνη mg.kg-1 min | 600 | 600 | 1000 |
Για την ομαλή εξέλιξη της γαλακτοπαραγωγής και αποφυγή πεπτικών διαταραχών (δυσκοιλιότητα), η μητέρα πρέπει να έχει στη διάθεσή της άφθονο νερό (αυτόματες ποτίστρες) η δε τροφή να χορηγείται κατά τις πρώτες 4-5 ημέρες μετά τον τοκετό σε προοδευτικά αυξανόμενες ποσότητες. Με τον τρόπο αυτό ο καταβολισμός της σωματικής ύλης δεν έχει επιπτώσεις στην όρεξη του ζώου. Λίγο πριν από τον απογαλακτισμό (4-6 ημ.) περιορίζεται η χορηγούμενη τροφή κατά δε την ημέρα του απογαλακτισμού χορηγούνται μόνο 2-2,5Kg τροφής και η χοιρομητέρα απομακρύνεται από τα χοιρίδια.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Διατροφή χοίρων μετά τον απογαλακτισμό
Μετά τον απογαλακτισμό η διατροφή [1] αποσκοπεί στη σύντομη γονιμοποίηση της χοίρου, την αύξηση του αριθμού των ωοθυλακιορρηξιών, την ασφαλή εγκατάσταση στη μήτρα μεγάλου αριθμού γονιμοποιημένων ωαρίων και την ομαλή εξέλιξη της εμβρυογένεσης κατά τις πρώτες ημέρες μετά την οχεία. Κανονικά ο οίστρος εμφανίζεται 4-12 ημέρες μετά τον απογαλακτισμό και αντίστροφα με την ηλικία της χοίρου, στις εξαντλημένες όμως μητέρες ή όταν ο απογαλακτισμός γίνεται νωρίτερα από 28 ημέρες, η εμφάνιση του οίστρου καθυστερεί και αυξάνεται η συχνότητα των επιστροφών. Αυτό έχει δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις γιατί αυξάνεται ο μεταξύ των κυήσεων κενός χρόνος και μειώνεται ο αριθμός των ετησίως απογαλακτιζόμενων χοιριδίων ανά μητέρα. Στις χοίρους με κανονική απώλεια βάρους κατά τη γαλουχία χορηγείται μέχρι του γόνιμου οίστρου το σιτηρέσιο του 2ου σταδίου κύησης και ευθύς μετά τη γονιμοποίηση ακολουθείται το κανονικό πρόγραμμα διατροφής εγκύων χοίρων. Σε εκείνες όμως που έχουν εξαντληθεί η ποσότητα αυξάνεται ανάλογα με τη σωματική τους κατάσταση μέχρι 3,5Κg ημερησίως (τόνωση). Ευνοϊκή επίδραση στη γονιμοποίηση και εμβρυογένεση έχει η ενίσχυση του σιτηρεσίου με β-καροτίνη και βιταμίνη Ε.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Διατροφή των κάπρων
Οι κάπροι χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά στην αναπαραγωγή σε ηλικία 7 μηνών και βάρος 120Kg, εξακολουθούν όμως να αναπτύσσονται με ρυθμό 400 g.ημ-1 μέχρι του βάρους των 180Kg, διατρέφονται δε, ανεξαρτήτως ηλικίας και βάρους, με 2,5Kg σιτηρεσίου απλής διατροφής γαλουχίας. Με την ποσότητα αυτή οι μεν αναπτυσσόμενοι κάπροι (120-180Kg) καλύπτουν εκτός από τις ανάγκες συντήρησης και σπερματοπαραγωγής και τις ανάγκες για την ανάπτυξή τους, οι δε ενήλικοι (180-220Kg) τις επί πλέον ανάγκες συντήρησης. Σε περίπτωση εντατικής χρησιμοποίησης των κάπρων το σιτηρέσιο [1] πρέπει να ενισχύεται ώστε το ζώο να καταναλώνει ημερησίως 35-40g λυσίνης, 25-30g θειούχων αμινοξέων και >4000 DΜ βιταμίνης Α.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Διατροφή αναπτυσσόμενων χοίρων
Εκτός από την κανονική επανάληψη και ομαλή εξέλιξη των κύκλων αναπαραγωγής, στην ποσοτική και ποιοτική παραγωγικότητα της χοιροτροφίας συμβάλουν επίσης αποφασιστικά ο αριθμός των απογαλακτιζόμενων χοιριδίων και ο ρυθμός με τον οποίο αυτά αναπτύσσονται.
Ο σύγχρονος τύπος χοίρου χαρακτηρίζεται από μεγάλη δυνατότητα ανάπτυξης που, όταν η διατροφή [1] είναι εντατική, οδηγεί σε υπερβολική αύξηση του βάρους. Επειδή όμως στα υπέρβαρα κατά τη νεαρή ηλικία ζώα ο ρυθμός ανάπτυξης ελαττώνεται αντισταθμιστικά στα επόμενα στάδια, με αποτέλεσμα να μη πραγματοποιούνται τα επιδιωκόμενα βάρη ή η επιζητούμενη σύσταση του σώματος στον προκαθορισμένο κατά περίπτωση (αναπαραγωγή ή πάχυνση) χρόνο και οι ανάγκες των ζώων σε ενέργεια και πρωτεΐνη μεταβάλλονται ανάλογα με την ηλικία και τον προορισμό τους, η διατροφή των αναπτυσσόμενων χοίρων πρέπει να εναρμονίζεται σταδιακά προς τις απαιτήσεις της εκτροφής ώστε σε κάθε φάση της ανάπτυξης να προετοιμάζει τα ζώα για την επόμενη και όλες μαζί να οδηγούν μεθοδικά στην πραγματοποίηση του τελικού στόχου.
Για τους λόγους αυτούς ή ανάπτυξη των χοίρων διαχωρίζεται σε τρεις περιόδους
- του θηλασμού, η οποία είναι κρίσιμη για τον αριθμό των απογαλακτιζόμενων χοιριδίων,
- του απογαλακτισμού μέχρι του βάρους των 20-25 Kg, οπότε χωρίζονται τα ζώα που προορίζονται για αναπαραγωγή από εκείνα της πάχυνσης και
- της περαιτέρω ανάπτυξης των μεν ζώων αναπαραγωγής μέχρι της γόνιμης οχείας τους, των δε ζώων πάχυνσης μέχρι του βάρους εκποίησής τους. Μέχρι την ηλικία των 10 εβδομάδων, η ανάπτυξη των χοιριδίων θεωρείται ότι είναι κανονική όταν το βάρος τους ακολουθεί την εξίσωση:
Β = 1,4 + 0,803t + 0.122t2 όπου Β = το σωματικό βάρος σε Κg και t = ηλικία σε εβδομάδες.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Διατροφή θηλαζόντων χοιριδίων
Η δυνατότητα επιβίωσης και συνεπώς η αύξηση του αριθμού των απογαλακτιζόμενων χοιριδίων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το βάρος των χοιριδίων κατά τη γέννηση και από την ορθή αντιμετώπιση [1] των φυσιολογικών ιδιαιτεροτήτων των νεογνών.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Φυσιολογικές ιδιαιτερότητες των νεογνών χοίρων
Μία έως 2 ώρες μετά τη γέννηση, η θερμοκρασία των νεογνών υποβιβάζεται φυσιολογικά κατά 2-3oC, επανακτά δε την κανονική της τιμή μέσα σε 24 ώρες με οξείδωση της γλυκόζης του αίματος. Αν όμως τα ζώα δεν θηλάσουν εγκαίρως και επαρκώς, η γλυκόζη και τα αποθέματα του ηπατικού γλυκογόνου εξαντλούνται γρήγορα με αποτέλεσμα να καταβάλλονται οι σωματικές δυνάμεις των νεογνών και να μειώνεται η ικανότητά τους για θηλασμό. Τα φαινόμενα αυτά είναι εντονότερα όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι χαμηλή και τα νεογνά λιποβαρή, με συνέπεια την αύξηση της θνησιμότητας από 15-20% που είναι κανονικά σε μέχρι 60%.
Τα νεογνά στερούνται ανοσίας [1] γιατί οι ανοσοσφαιρίνες της χοιρομητέρας δεν διέρχονται τον πλακούντα και τα έμβρυα δεν εφοδιάζονται με αντισώματα κατά την ενδομήτριο ζωή τους. Η φυσιολογική αυτή ατέλεια επανορθώνεται με τη λήψη του πρωτογάλακτος (ΠΓ) γιατί αυτό περιέχει 7-8% ανοσοσφαιρίνες που παράγονται στον μαστό και κυρίως την ΙgΑ, η οποία προστατεύει τα χοιρίδια από νόσους του πεπτικού και αναπνευστικού συστήματος. Η λήψη όμως του ΠΓ πρέπει να είναι έγκαιρος και επαρκής ώστε κατά τις πρώτες 12 ώρες να έχουν καταναλωθεί από κάθε χοιρίδιο >150 gΠΓ δεδομένου ότι έξι ώρες μετά τον τοκετό η περιεκτικότητα του ΠΓ σε αντισώματα υποβιβάζεται στα 50% και σε 15-16 ώρες στα 10-15% της αρχικής και μόνο κατά το πρώτο 24ωρο είναι δυνατή η απορρόφηση αναλλοίωτων αντισωμάτων από το έντερο του νεογνού, γιατί κατά το διάστημα αυτό δεν παράγεται ΗCΙ στον στόμαχο των νεογνών και συνεπώς δεν μετουσιώνονται οι ανοσοσφαιρίνες, το ΠΓ περιέχει αντιθρυψινικούς παράγοντες που εμποδίζουν τη δράση των πρωτεϊνολυτικών ενζύμων στο έντερο και ο βλεννογόνος του εντέρου είναι περατός για ακέραια μόρια πρωτεϊνών. Η παραγωγή αντισωμάτων από τα χοιρίδια (ενεργητική ανοσία) αρχίζει την 2η εβδομάδα της ζωής τους και ολοκληρώνεται σε ηλικία 6-8 εβδομάδων, κατά το διάστημα όμως αυτό τα χοιρίδια προστατεύονται, έστω και ατελώς, με τα αντισώματα του γάλακτος που παράγονται στο μαστό και προσκολλώνται σε υποδοχείς του εντερικού βλεννογόνου. Τα πεπτικά ένζυμα των νεογνών είναι προσαρμοσμένα στην πέψη των συστατικών του γάλακτος, η συγκέντρωση όμως και η ενεργότητά τους αρχίζουν να μεταβάλλονται από το τέλος της πρώτης εβδομάδας. Κατά τη γέννηση κυριαρχεί η παρουσία της λακτάσης και της λιπάσης, ενώ εκείνη της πεψίνης και θρυψίνης είναι περιορισμένη, της δε αμυλάσης και μαλτάσης ασήμαντη, με την πάροδο όμως της ηλικίας η εικόνα προοδευτικά αναστρέφεται και κατά την 5η εβδομάδα είναι αντίστοιχη εκείνης των αναπτυγμένων ζώων. Για τους λόγους αυτούς η διατροφή των χοιριδίων αρχίζει με αποκλειστική τροφή το γάλα που συμπληρώνεται γρήγορα με στερεή τροφή της οποίας η μεν ποσότητα αυξάνεται προοδευτικά και τελικά αντικαθιστά το γάλα, η σύσταση όμως, η πεπτικότητα και οι ζωοτροφές που την αποτελούν πρέπει να παρακολουθούν την εξέλιξη της πεπτικής ικανότητας των χοιριδίων. Αλλιώς εκδηλώνεται διάρροια, περιορίζεται η ανάπτυξη των χοιριδίων και αυξάνεται η θνησιμότητά τους.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Διατροφή των χοιριδίων
Τα νεογνά πρέπει να θηλάσουν όσο το δυνατό νωρίτερα, ακόμη και αν δεν έχει ολοκληρωθεί ο τοκετός, το γεγονός δε ότι οι μητέρες διαθέτουν >12 καλώς λειτουργούσες θηλές, επιτρέπει τον σύγχρονο θηλασμό όλων των χοιριδίων ακόμη και των μεγάλων τοκετοομάδων. Λόγω όμως της μικρής περιεκτικότητας του γάλακτος και των μεγάλων αναγκών των χοιριδίων σε Fe, χορηγούνται με ενδομυϊκή (γλουτοί ή τράχηλος) ή ενδοπεριτοναϊκή ένεση σε κάθε χοιρίδιο εφάπαξ το αργότερο μέχρι την 4η ημέρα της ηλικίας τους 150-200 mg Fe υπό μορφή σιδηρούχου δεξτράνης.
Η διάρκεια του θηλασμού ποικίλλει από 7 έως 35 ημέρες. Όσο βραχύτερος είναι ο θηλασμός τόσο επιταχύνεται η επανάληψη των κυήσεων, μειώνονται οι απώλειες σε χοιρίδια και αυξάνεται ο αριθμός των ανά μητέρα ετησίως απογαλακτιζόμενων χοιριδίων. Απογαλακτισμός όμως των χοιριδίων σε διάστημα συντομότερο των 28 ημερών δεν συνιστάται να εφαρμόζεται στις εμπορικές χοιροτροφικές επιχειρήσεις, γιατί απαιτεί ειδικές εγκαταστάσεις και τεχνολογικό εξοπλισμό, άμεμπτες συνθήκες υγιεινής και στενή παρακολούθηση των χοιριδίων που δύσκολα πραγματοποιούνται. Εξάλλου, η αντικατάσταση του φυσικού γάλακτος από σύμπηκτα συνθετικού γάλακτος (απογαλακτισμός στις 7 ημέρες) ή εναρκτήριου σιτηρεσίου (απογαλακτισμός στις 21 ημέρες) προκαλεί στην αρχή κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης που αντισταθμίζεται μεν κατά τις επόμενες εβδομάδες, αλλά μόνο όταν η κατανάλωση της τροφής μπορεί να αυξηθεί ανάλογα.
Στις οργανωμένες εμπορικές εκτροφές ο θηλασμός διαρκεί 28 και συνήθως 35 ημέρες. Από το τέλος της 1ης εβδομάδας χορηγείται προς κατανάλωση κατά βούληση το εναρκτήριο σιτηρέσιο και από την 5η εβδομάδα το σιτηρέσιο ανάπτυξης, το οποίο έκτοτε αποτελεί την αποκλειστική τροφή των χοιριδίων, υπολογίζεται δε ότι η τυπική τοκετοομάδα των 10 χοιριδίων καταναλώνει συνολικά μέχρι του απογαλακτισμού (35 ημέρες) 4Κg από το πρώτο και 8Κg από το δεύτερο.
Το εναρκτήριο σιτηρέσιο [1] καταρτίζεται με άριστης ποιότητας ιχθυάλευρο, σογιάλευρο, αφυδατωμένο άπαχο γάλα ή πτωχό σε λακτόζη τυρόγαλα και κατά τις πρώτες μεν 15 ημέρες ρυζάλευρο ή άλευρο βρώμης ή υγροθερμικώς κατεργασμένο αραβόσιτο ή άμυλο, ακολούθως όμως με αραβόσιτο ή σίτο. Το σιτηρέσιο αυτό χορηγείται για κατανάλωση κατά βούληση και κατά προτίμηση υπό μορφή συμπήκτων.
Το σιτηρέσιο ανάπτυξης περιέχει >60% δημητριακούς καρπούς ή άλλες αμυλούχες ζωοτροφές, υποπροϊόντα σπορελαιουργίας και μικρή ποσότητα ζωοτροφών ζωικής προέλευσης, η άλεση όμως των συστατικών αυτών δεν πρέπει να είναι πολύ λεπτή γιατί προκαλούνται στομαχικά έλκη. Παράλληλα με τη χορήγηση των σιτηρεσίων αυτών, τα χοιρίδια πρέπει να έχουν στη διάθεση τους άφθονο νερό (ειδικές ποτίστρες) γιατί η κατανάλωση της τροφής συνδέεται στενά με την κατανάλωση νερού. Υπολογίζεται ότι από την 4η εβδομάδα οι ημερήσιες ανάγκες των θηλαζόντων χοιριδίων σε νερό είναι 10% του σωματικού τους βάρους. Κατά τον απογαλακτισμό (35 ημ.) τα χοιρίδια πρέπει να έχουν βάρος 8-9Κg.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Διατροφή απογαλακτισθέντων χοιριδίων
Ο απογαλακτισμός [1] πραγματοποιείται με απομάκρυνση της μητέρας από τα χοιρίδια, τα οποία έπειτα από μερικές ημέρες μεταφέρονται στο θάλαμο ανάπτυξης όπου παραμένουν μέχρι την ηλικία 70 ημερών και βάρος 20-25Κg. Σε ηλικία 70 ημερών και μέσο βάρος 23Κg τα χοιρίδια που προορίζονται για αναπαραγωγή χωρίζονται από εκείνα της πάχυνσης.
Επειδή χοιρίδια 5-20Κg χρειάζονται για την αύξηση του βάρους τους κατά 1Κg (συμπεριλαμβανομένων των αναγκών συντήρησης) 24,5 MJΠΕ και 335 g πρωτεΐνης, το χορηγούμενο σιτηρέσιο πρέπει να περιέχει (24,5 χ 0,42): 0,8 = 12,9 ΜJΠΕ και (335 χ 0,42): 0,8 = 175 g πρωτεΐνης ανά Κg. Για τον λόγο αυτό τα χοιρίδια διατρέφονται κατά την περίοδο αυτή με το σιτηρέσιο ανάπτυξης.
Λόγω της απότομης απομάκρυνσης της μητέρας και της ακόλουθης μεταφοράς των χοιριδίων σε νέο θάλαμο, ο απογαλακτισμός αποτελεί για τα χοιρίδια ένα ισχυρό στρες, το οποίο αποβαίνει μοιραίο αν συμπέσει με αλλαγή του σιτηρεσίου. Για τον λόγο αυτό αν κατά την 5η εβδομάδα δεν αντικατασταθεί το εναρκτήριο σιτηρέσιο από εκείνο της ανάπτυξης, σκόπιμο είναι να εξακολουθήσει η χορήγηση του εναρκτήριου σιτηρεσίου και μετά τον απογαλακτισμό και μόνο κατά τη δεύτερη εβδομάδα μετά από αυτόν να αντικαθίσταται προοδευτικά από το σιτηρέσιο αναπτύξεως.
Το στρες απογαλακτισμού μειώνει την κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα και προκαλεί δυσπεψία. Αν συγχρόνως η διατροφή μεταπέσει από το εναρκτήριο σιτηρέσιο σε εκείνο της ανάπτυξης που είναι πλούσιο σε άμυλο, συγκεντρώνεται στο παχύ έντερο άπεπτο άμυλο που προσβάλλεται από τα βακτήρια και παράγονται οξέα, λόγω δε του χαμηλού pΗ διευκολύνεται η ανάπτυξη παθογόνων μικροβίων και εκδηλώνεται διάρροια. Παράλληλα παράγονται τοξίνες και ισταμίνη, η απορρόφηση των οποίων αυξάνει την περατότητα των αιμοφόρων αγγείων με συνέπεια αφενός τη δίοδο ορού στους ιστούς και σχηματισμό οιδημάτων (νόσος οιδημάτων), αφετέρου δε τη συμπύκνωση του αίματος που επιβαρύνει τη λειτουργία της καρδιάς και προκαλεί θάνατο από ανακοπή.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Διατροφή νεαρών χοίρων
Στο βάρος των 20-25Κg επιλέγονται τα ζώα αναπαραγωγής και χωρίζονται από τα προοριζόμενα για πάχυνση, έκτοτε δε κάθε κατηγορία εκτρέφεται και διατρέφεται [1] χωριστά με εξειδικευμένους στόχους η καθεμία.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Υπολογισμός των αναγκών
Στους χοίρους βάρους 20-100 Kg οι ανάγκες συντήρησης σε ενέργεια ακολουθούν την εξίσωση: ΠΕ=0,75Β0,63 MJ.ημ-1
Ο εκθέτης 0,63 αποδίδει στην περίπτωση αυτή καλύτερα τις ανάγκες των ζώων σε ενέργεια γιατί με την ηλικία μεταβάλλεται η σύσταση του σώματος και όταν αυξάνεται το βάρος του ζώου λόγω εναπόθεσης σωματικού λίπους, οι ανάγκες συντήρησης ανά Κg0,75 ελαττώνονται και δεν αποδίδονται σωστά με σταθερό συντελεστή (α) στην παράσταση αΒxόταν Χ=0,75. Οι ανάγκες συντήρησης σε πρωτεΐνη υπολογίζονται με βάση την ελάχιστη απέκκριση Ν και τιμή συντελεστή απόδοσης (ΜΧ.ΦΠ) της πρωτεΐνης της τροφής 0,5. Επειδή όμως και η ΕΑΝ στα νεαρά ζώα ελαττώνεται ανά Κg0,75όσο αυξάνεται με την ηλικία το βάρος του ζώου, τις ανάγκες συντήρησης σε πρωτεΐνη (ΟΠ) αποδί¬δει με μεγαλύτερη προσέγγιση η εξίσωση: ΟΠ=[3,4375-0,1875(Β-20)]Β0,75 g.ημ-1
όπου Β=το βάρος του ζώου σε Kg.
Ο υπολογισμός των αναγκών ανάπτυξης σε ενέργεια στηρίζεται στις εναποτιθέμενες ποσότητες σωματικής πρωτεΐνης (ΣΠ) και σωματικού λίπους (ΣΛ). Οι ποσότητες αυτές, οι οποίες είναι συνάρτηση του βάρους (Β) του ζώου σε Kg και του ρυθμού ανάπτυξης (ΔΒ) σε g, ακολουθούν τις εξισώσεις:
ΣΠ=5,73Β0,75-0,1513Β1,5+0,11 ΔΒ g.ημ-1 ΣΛ=2,6454Β+0,2921ΔΒ-141,42 g.ημ-1
απαιτούν δε ανά g 22,6 : (ΚP=0,56)=40,35 KJ.ΜΕ ή 40,35: (ΜΕ:ΠΕ=0,96)=42 ΚJ.ΜΕ η πρωτεΐνη και 39 : (ΚF=0,74)=52,7 ΚJ.ΜΕ ή 52,7:(ΜΕ:ΠΕ=0,96)=54,9 ΚJ.g-1το λίπος. Γιατί στα αναπτυσσόμενα ζώα (μηρυκαστικά, χοίροι κλπ.) η πρωτεΐνη δεν καθηλώνεται μόνο στον αναπτυσσόμενο μυϊκό ιστό αλλά και σε άλλους ιστούς (οστά, δέρμα κ.λ.π.) και όργανα του ζώου, τα οποία μάλιστα αναπτύσσονται με διάφορο ρυθμό από τους μυς και περιέχουν άλλης δομής πρωτεΐνες από αυτούς. Για τους λόγους αυτούς η θερμότητα καύσεως της εναποτιθέμενης σωματικής γενικά πρωτεΐνης στα αναπτυσσόμενα ζώα δεν είναι 23,8 ΚJ.g-1 όπως στα ενήλικα ζώα αλλά μόνο 22,6 ΚJ.g-1, για τους ίδιους δε λόγους εκείνη του σωματικού λίπους δεν είναι 39,7 ΚJ.g-1 αλλά 39,0 ΚJ.g-1, στα δε χοιρίδια βάρους 5-20 Κg μόνο 38,0 ΚJ.g-1. Για τον προσδιορισμό των αναγκών ανάπτυξης σε πρωτεΐνη, υπολογίζεται με την εξίσωση ΣΠ=5,73Β0,75-0,1513Β1,5+0,11 ΔΒ g.ημ-1 η ποσότητα της εναποτιθέμενης ΣΠ και ανάγεται σε πρωτεΐνη τροφής έπειτα από διαίρεση της με το γινόμενο ΜΧxΦΠ, το οποίο στα αναπτυσσόμενα ζώα μεταβάλλεται επίσης με το βάρος του ζώου και αποδίδεται στους χοίρους με την εξίσωση:
MX x ΦΠ=0,55-0,001875 (Β-20)
Οι εξισώσεις όμως ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι η πρωτεΐνη της τροφής θα περιέχει >5% λυσίνη, η σχέση μεταξύ των συνήθως οριακών αμινοξέων στην τροφή, δηλαδή Λυσίνη: Θρεονίνη: Ισολευκίνη: Μεθειονίνη +Κυστίνη: Τρυπτοφάνη θα είναι 1:0,6:0,6:0,6:0,2 και η πεπτικότητα της πρωτεΐνης των ζωοτροφών του σιτηρεσίου θα είναι ΦΠ>0,8. Οι απαιτήσεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες για τη γενικότερη ποιότητα των ζωοτροφών, διαμορφώνουν τα βασικά χαρακτηριστικά μιας πρωτεΐνης που θεωρείται σήμερα ως ιδανική για τους αναπτυσσόμενους χοίρους.
Διατροφή νεαρών χοίρων αναπαραγωγής
Τα θηλυκά ζώα χρησιμοποιούνται στην αναπαραγωγή [1] σε ηλικία 210-240 ημερών (κατά τον 2ο ή 3ο οίστρο) όταν έχουν βάρος 110-120Kg, οι δε κάπροι σε ηλικία 210 ημερών και βάρος 120Kg. Συνεπώς, ο επιζητούμενος ρυθμός ανάπτυξης είναι στα μεν θηλυκά ζώα (115-23):(225-70)=0,6 Kg.ημ-1 στους δε κάπρους (120-23):(210-70)=0,7 Kg.ημ-1. Μεγαλύτερος ρυθμός ανάπτυξης δεν επιδιώκεται γιατί στους μεν θηλυκούς χοίρους η είσοδος στην ήβη δεν συνδέεται με το βάρος αλλά με την ηλικία του ζώου, στους δε κάπρους καθιστά τα ζώα αδικαιολογήτως υπέρβαρα.
Οι ημερήσιες ανάγκες των θηλυκών ζώων υπολογιζόμενες με τις εξισώσεις (ΠΕ=0,75Β0,63 MJ.ημ-1 ) έως (MX x ΦΠ=0,55-0,001875 (Β-20) ) για μέση ημερήσια αύξηση του βάρους 600g καθώς και η αναγκαία ποσότητα και σύσταση του σιτηρεσίου περιέχονται στον πίνακα 8.4. Όπως προκύπτει από αυτόν, οι ανάγκες καλύπτονται μέχρι το βάρος των 60Kg, δηλαδή κατά τους 2 πρώτους μήνες της διατροφής, με το σιτηρέσιο αναπτύξεως, χορηγούμενο σε ποσότητα 1,65 Kg.ημ-1μέχρι το βάρος των 60 Kg, μετά δε το βάρος αυτό με σιτηρέσιο τελικής πάχυνσης χορηγούμενο σε ποσότητα 2,25 Kg.ημ-1αρχικά και 2,7 Κg.ημ-1στο τέλος της περιόδου.
Μέσο βάρος ζώου Kg | 45 | 75 | 105 | |||
---|---|---|---|---|---|---|
ΠΕ MJ | ΟΠ g | ΠΕ MJ | ΟΠ g | ΠΕ MJ | ΟΠ g | |
Συντήρηση+Ανάπτυξη | 21,7 | 290 | 29,0 | 315 | 35,0 | 295 |
Τροφή (13 MJΠΕkg-1) kg.ημ-1 | 1,65 | 2,25 | 2,70 | |||
Πρωτεΐνη g.kg-1 τροφής | 175 | 140 | 110 | |||
Λυσίνη g.kg-1 τροφής | 9 | 7 | 6 |
Οι κάπροι διατρέφονται με τα ίδια σιτηρέσια αλλά, λόγω του μεγαλύτερου ρυθμού ανάπτυξης οι ανάγκες τους είναι κατά 2 ΜJΠΕ και 25 g.ΟΠ. ημ-1μεγαλύτερες των θηλυκών ζώων και χρειάζονται 150 g.ημ-1τροφής επί πλέον. Μία έως δύο εβδομάδες προ του οίστρου που θα χρησιμοποιηθεί για την αναπαραγωγή και μέχρι της οχείας, σκόπιμη είναι η αύξηση της χορηγούμενης στα θηλυκά ζώα τροφής στα 3-3,5 Κg.ημ-1, γιατί με την τόνωση αυτή αυξάνεται ο αριθμός των ωοθυλακιορρηξιών.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πάχυνση χοίρων
Η πάχυνση [1] των χοίρων αποβλέπει στην παραγωγή σφαγίου πλούσιου σε σάρκα και κατά το δυνατόν πτωχού σε λίπος. Διεξάγεται μέχρι βάρους 90-100Κg, για σφάγια όμως που προορίζονται για την αλλαντοποιία και μέχρι βάρους 120Κg. Το οικονομικό όφελος κατά την πάχυνση επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια της πάχυνσης, την εκμετάλλευση του σιτηρεσίου και την ποιότητα του σφαγίου.
Όταν αυξάνεται ο ρυθμός ανάπτυξης (ΔΒ) λόγω έντασης της διατροφής, βραχύνεται η διάρκεια της πάχυνσης και ελαττώνονται για τον λόγο αυτό οι δαπάνες εργατικών και χρήσης των κτιριακών και άλλων εγκαταστάσεων. Όπως όμως προκύπτει από τη διερεύνηση των εξισώσεων (ΣΠ=5,73Β0,75-0,1513Β1,5+0,11 ΔΒ g.ημ-1) και (ΣΛ=2,6454Β+0,2921ΔΒ-141,42 g.ημ-1), αυξανόμενου του ρυθμού ανάπτυξης (ΔΒ) και του βάρους (Β) του ζώου, αυξάνεται η εναπόθεση σωματικού λίπους (ΣΛ) περισσότερο εκείνης της πρωτεΐνης (ΣΠ) και διευρύνεται η σχέση ΣΛ:ΣΠ στο σφάγιο. Αυτό έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση της ποιότητας του σφαγίου και την αύξηση της κατανάλωσης τροφής ανά μονάδα ΔΒ και τη χειροτέρευση της εκμετάλλευσης του σιτηρεσίου γιατί 1 g ΣΛ απαιτεί περισσότερη ΠΕ από 1 g ΣΠ.
Επειδή η ικανότητα εναπόθεσης πρωτεΐνης είναι γενετικώς προκαθορισμένη ενώ εκείνη του λίπους συμβαδίζει με το επίπεδο διατροφής του ζώου, ο κατάλληλος ρυθμός ανάπτυξης και το ενδεδειγμένο τελικό βάρος της πάχυνσης διαφέρουν στις διάφορες χοιροτροφικές επιχειρήσεις ανάλογα με το εκτρεφόμενο γενετικό υλικό. Συνήθως επιδιώκεται μέσος ρυθμός ανάπτυξης 700 g.ημ-1 και ολοκλήρωση της πάχυνσης (90-100 Κg) σε διάστημα 95-110 ημερών.
Μέσο βάρος ζώου Kg | 30 | 50 | 70 | 90 |
---|---|---|---|---|
Πεπτή ενέργεια MJ.ημ-1 | 19,5 | 25,1 | 29,9 | 34,2 |
Τροφή (13 MJΠΕ.kg-1)kg.ημ-1 | 1,50 | 1,93 | 2,30 | 2,63 |
Πρωτεΐνη g.ημ-1 | 278 | 320 | 339 | 337 |
Πρωτεΐνη g.kg-1 τροφής | 185 | 166 | 147 | 128 |
Λυσίνη g.ημ-1 | 13,9 | 16,0 | 17,0 | 16,9 |
Λυσίνη g.kg-1τροφής | 9,3 | 8,3 | 7,4 | 6,4 |
Σιτηρέσιο:ΠΕ MJ.kg-1 | 13 | 13 | ||
Σιτηρέσιο:ΟΠ g.kg-1 | >160 | >130 | ||
Σιτηρέσιο:Λ g.kg-1 | >8,0 | >6,5 | ||
Αμινοξέα=Λυσίνη:Θρεονίνη:Ισολευκίνη:Μεθειονίνη+Κυστίνη:Τρυπτοφάνη=1:0,6:0,6:0,6:0,2 |
Βιβλιογραφία
- ↑ "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ξηρά σιτηρέσια απλής διατροφής
Είναι τα μόνα κατάλληλα για μεγάλες χοιροτροφικές μονάδες βιομηχανικού τύπου και γενικά για μονάδες που δεν συνδέονται με γεωργική εκμετάλλευση. Αντιπροσωπεύονται από τα σιτηρέσια του πίνακα (8.6), τα οποία όμως, για να είναι το οικονομικό αποτέλεσμα της πάχυνσης βέλτιστο, πρέπει να χορηγούνται σε 1-2 γεύματα σε καθορισμένη καθημερινά και μεταβαλλόμενη κάθε εβδομάδα ποσότητα, ανάλογα με τον επιζητούμενο ρυθμό ανάπτυξης. Η ποσότητα της τροφής αυξάνεται προοδευτικά από 1,1 Κg ημ-1 σε 2,1 Κg ημ-1 κατά την προπάχυνση και από 2,1Κg ημ-1 σε έως 2,9 Κg ημ-1 μέχρι του βάρους των 85-90 Κg, διατηρούμενη στο ύψος αυτό μέχρι το τέλος της πάχυνσης, απαιτούνται δε ανά χοίρο περί τα 100 Κg σιτηρεσίου προπάχυνσης και 135-140 Κg σιτηρεσίου τελικής πάχυνσης. Συνολικά χρειάζονται μέχρι 240 Κg τροφής για αύξηση του βάρους κατά 100-23 = 77 Κg και ο συντελεστής εκμετάλλευσης έχει τιμή 3,0-3,1. Ωστόσο, η εφαρμογή της μεθόδου αυτής προϋποθέτει χρήση δοσιμετρικών συσκευών ρυθμιζόμενων ανά εβδομάδα και σιτηρέσια υπό μορφή συμπήκτων για να μην αποδιοργανώνονται κατά τους χειρισμούς. Για τους λόγους αυτούς εφαρμόζεται συνήθως στην πράξη είτε η κατά βούληση διατροφή κατά την προπάχυνση και η κατά μερίδες κατά την τελική πάχυνση, είτε η κατά βούληση διατροφή σε όλη τη διάρκεια της πάχυνσης, η οποία όμως έχει σχετική επιτυχία μόνο όταν το εκτρεφόμενο γενετικό υλικό διακρίνεται από εξαιρετική κρεοπαραγωγό ιδιοφυΐα. Και στις δύο όμως περιπτώσεις η εκμετάλλευση του σιτηρεσίου υποβιβάζεται και η ποιότητα του σφαγίου δεν είναι η επιζητούμενη.
Παράμετρος | Εναρκτήριο (1-4 εβδ) | Ανάπτυξης (>5εβδ) | Προπάχυνσης (ΠΠ) | Τελικής πάχυνσης (ΤΠ) | Συμπύκνωμα |
---|---|---|---|---|---|
ΠΕ MJ.kg-1 | 14,2 | 13,0 | 13,0 | 13,0 | 13,0 |
ΟΠ g kg-1min | 210 | 170 | 160 | 130 | 440 |
Λυσίνη(*)g kg-1" | 13 | 9 | 8 | 6 | 28 |
Ινώδεις ουσίες % max | 5 | 6 | 6 | 7 | _ |
Ca% min | 0,8 | 0,8 | 0,7 | 0,6 | 5,0 |
P% min | 0,7 | 0,6 | 0,5 | 0,4 | 1,3 |
Na% min | 0,15 | 0,15 | 0,15 | 0,1 | 0,6 |
Fe mg.kg-1" | 100 | 100 | 60 | 60 | 500 |
Cu " " | 20 | 20 | 10 | 10 | 100 |
Mn " " | 30 | 30 | 20 | 20 | 150 |
Zn " " | 70 | 70 | 50 | 50 | 400 |
Βιταμ. Α ΔΜ.kg-1" | 8000 | 8000 | 4000 | 4000 | 20000 |
"D"" | 1000 | 1000 | 500 | 500 | 2500 |
(*)Λυσίνη:Θρεονίνη:Ισολευκίνη:Μεθειονίνη+Κυστίνη:Τρυπτοφάνη=1:0,6:0,6:0,6:0,2 |
Για την κατάρτιση των σιτηρεσίων αυτών χρησιμοποιούνται δημητριακοί καρποί ή άλλες αμυλούχες ζωοτροφές όπως π.χ. η ταπιόκα, υποπροϊόντα αλευροποιίας, ή στέμφυλα ζαχαρότευτλων, σογιάλευρο, ή άλλα υποπροϊόντα σπορελαιουργίας και ζωικής προέλευσης ζωοτροφές, υπό την προϋπόθεση ότι όλες οι ζωοτροφές του σιτηρεσίου θα είναι άριστης ποιότητας και υγιεινής κατάστασης, η δε πεπτικότητα της οργανικής ουσίας του σιτηρεσίου >80%.
Κατά την τελική φάση της πάχυνσης σκόπιμη είναι η αντικατάσταση του αραβοσίτου από κριθή για τον περιορισμό της περιεκτικότητας του σιτηρεσίου σε ακόρεστα λιπαρά οξέα και σκλήρυνση με τον τρόπο αυτό του λίπους του σφαγίου και η ενίσχυση του σιτηρεσίου ένα μήνα προ της σφαγής των ζώων με βιταμίνη Ε ή ένα συνθετικό αντιοξειδωτικό για την αποφυγή της οξείδωσης του λίπους του σφαγίου και ιδίως όταν αυτό προορίζεται για την αλλαντοποιία.
Ρευστά σιτηρέσια
Τα σιτηρέσια αυτά είναι παραλλαγή των προηγούμενων. Παρασκευάζονται με προσθήκη νερού στο ξηρό σιτηρέσιο, διανέμονται μηχανικά στις φάτνες μέσω αντλίας και δοσιμετρικών συσκευών και μετρούνται σε όγκο.
Σιτηρέσια μεικτής διατροφής
Εφαρμόζονται στις μικρές χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις με τη χρήση ενός ιδιοπαραγόμενου δημητριακού καρπού ή μιας χονδροειδούς ζωοτροφής και ενός συμπληρωματικού σιτηρεσίου.
- Με δημητριακό καρπό: Κατά τη μέθοδο αυτή οι χοίροι διατρέφονται στην αρχή με σιτηρέσιο ΠΠ χορηγούμενο προς κατανάλωση κατά βούληση.
- Με χονδροειδή ζωοτροφή: Από τις χονδροειδείς ζωοτροφές συνήθως χρησιμοποιούνται είτε ατμισμένες και ενσιρωμένες πατάτες, είτε ενσίρωμα σπαδίκων αραβοσίτου ή με χωρίς βράκτια φύλλα.