Δέσμευση και χρησιμοποίηση του φωτός

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Το διάστημα, επί καθημερινής βάσεως, που η κόμη ή τμήμα της κόμης δέχεται φως εξαρτάται από τον προσανατολισμό των γραμμών φυτεύσεως των δένδρων στον οπωρώνα. Αν οι γραμμές φύτευσης είναι προσανατολισμένες σε κατεύθυνση Β-Ν, αμφότερες οι πλευρές της γραμμής δέχονται τις ίδιες ώρες φως. Αντίθετα όμως αν οι γραμμές είναι προσανατολισμένες σε κατεύθυνση Α-Δ, η βόρεια πλευρά του δένδρου δέχεται λιγότερες ώρες, κατά τα 2/3, άμεση ακτινοβολία, απ' ότι η νότια πλευρά. Οι οπωρώνες είναι ασυνεχείς κόμες. Η διαπερατότητα του φωτός δια μέσου της κόμης των οπωρώνων λαμβάνει χώρα κατά δυο τρόπους. Το φως φθάνει στην επιφάνεια του εδάφους δια των κενών, που υπάρχουν μεταξύ των δένδρων διαφόρων γεωμετρικών σχημάτων, ανεξάρτητα του ΔΦΕ και δια μέσου της κόμης, δηλαδή δια των κενών μεταξύ των φύλλων και μέσω των φύλλων. Οι δυο αυτοί τύποι διαπερατότητας εκφράζονται από το (Jackson 1980α) ως: T= Tf+Tc όπου Τ είναι η ολική διαπερατότητα στην επιφάνεια του εδάφους, Τf είναι η διαπερατότητα δια μέσου της κόμης. Συνήθως, περισσότερο φως περνά στο έδαφος, αν το ύψος του δένδρου είναι χαμηλό και/ή τα δένδρα βρίσκονται μακριά το ένα απ' το άλλο. Αντιστρόφως, η δέσμευση του φωτός ενός οπωρώνα μπορεί να αυξηθεί δια φυτεύσεως των δένδρων πυκνότερα και/η δι' αυξήσεως του ύψους του δένδρου. Ο Jackson (1980a) υπολόγισε τις τιμές Τf σε διάφορους τύπους οπωρώνων που χρησιμοποιούνται στα συστήματα πυκνής φύτευσης της μηλιάς. Οι τιμές αναφέρονται σε συνθήκες άμεσου ή διαχυόμενου φωτός. Η διαπερατότητα δια μέσου της κόμης εξαρτάται από το ΔΦΕ. Τα δένδρα που έχουν υψηλό ΔΦΕ είναι ουσιαστικά συμπαγή και επιτρέπουν να περάσει λίγο φως. Οι οπωρώνες που έχουν χαμηλούς ΔΦΕ επιτρέπουν τη διαπερατότητα του φωτός δια μέσου των δένδρων (Τc). Στις περιπτώσεις αυτές τα συμπαγή μοντέλα είναι χρήσιμα, γιατί το σχήμα του δένδρου (ύψος και τύπος) αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, που μπορεί να επηρεαστεί από το σύστημα φύτευσης του οπωρώνα και τις καλλιεργητικές φροντίδες. Έτσι η δέσμευση του φωτός, που εξαρτάται από το σχήμα του δένδρου (Tf) μπορεί να ληφθεί υπόψη, όταν οι οπωρώνες βρίσκονται ακόμα στο στάδιο του σχεδιασμού. Η διαπερατότητα του φωτός δια μέσου της κόμης του δένδρου σχετίζεται με την πυκνότητα της κόμης. Περισσότερο φως διέρχεται, όταν υπάρχουν λίγα φύλλα στο δένδρο, απ' ότι δια μέσου του ίδιου μεγέθους δένδρου με συμπαγή κόμη. Η διαπερατότητα του φωτός δια μέσου της κόμης του δένδρου μειώνεται, καθώς αναπτύσσονται τα φύλλα την άνοιξη. Για τον προσδιορισμό της διαπερατότητας του φωτός δια μέσου της κόμης μπορεί να χρησιμοποιηθούν ημισφαιρικές φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες, που λαμβάνονται κάτω από την κόμη του δένδρου και προς τα πάνω, δείχνουν το ποσοστό του ορατού ουρανού δια μέσου της κόμης. Το ποσοστό αυτό αποδεικνύει επίσης τη διαπερατότητα του φωτός δια μέσου της κόμης προς το έδαφος. Καθώς η φυλλική επιφάνεια την άνοιξη αυξάνει, το ποσοστό του ορατού ουρανού μειώνεται. Τα φύλλα κατανέμονται κανονικά ή πολύ πυκνά στην κόμη ενός δένδρου, σε σχετικά μικρούς κλάδους, με μικρά μεσογονάτια διαστήματα. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στις ποικιλίες μηλιάς τύπου spur, των οποίων οι βλαστοί χαρακτηρίζονται από μικρά μεσογονάτια διαστήματα ή γενικά στα νάνα δένδρα διαφόρων καρποφόρων δένδρων. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 αναπτύχθηκε ένα μοντέλο που μελετά τη δέσμευση του φωτός σε φυτά με πυκνό φύλλωμα. Θεωρήθηκε ότι ο ΔΦΕ ήταν ίδιος μεταξύ δένδρων με λιγότερους βλαστούς, αλλά με περισσότερα φύλλα κατά βλαστό, και δένδρων με περισσότερους βλαστούς, αλλά με λιγότερα φύλλα κατά βλαστό. Η εδαφική επιφάνεια ήταν η ίδια. Έτσι με το μοντέλο αυτό μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τη διαπερατότητα του φωτός μεταξύ των ολίγων βλαστών με πολλά φύλλα και των πολλών βλαστών με λίγα φύλλα. Στα καρποφόρα δένδρα η δυνατότητα αυτή δεν είναι ξεκάθαρη. Μερικά δένδρα έχουν βλαστούς με κοντά μεσογονάτια διαστήματα, αλλά ο αριθμός των βλαστών δεν είναι μικρότερος απ' αυτόν των κανονικών δένδρων.



[1]


Βιβλιογραφία

  1. Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.