T. turgidum L. (Υβώδες σιτάρι)
Γενικά, αυτή η ποικιλία μοιάζει με το σκληρό σιτάρι, αλλά έχει υψηλό στέλεχος (το υψηλότερο από όλα τα σιτάρια) και μεγάλλα φύλλα, συνήθως τριχωτά. Ο στάχυς είναι παχύτερος από του σκληρού σιταριού και μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να διακλαδίζεται. Τα λέπυρα είναι συνήθως βραχέα και ο καρπός φέρει εξόγκωμα (ύβο) στη νωτιαία πλευρά και λίγο πιο πάνω από το έμβρυο, απ' όπου κι η ονομασία του σιταριού αυτού. Το ενδοσπέρμιο είναι συνήθως αλευρώδες και σε ελάχιστους τύπους υαλώδες. Περιλαμβάνει ποικιλίες χειμωνιάτικες, ανοιξιάτικες και ενδιάμεσες.
Κατά τον Percival, χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντοχή στις σκωριάσεις. Παρά το μεγάλο ύψος παρουσιάζει σχετική αντοχή στο πλάγιασμα λόγω του ανθεκτικού του στελέχους. Η αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες είναι περιορισμένη. Προσβάλλεται δύσκολα από πουλιά, λόγω των ισχυρών αγάνων και της στενής συγκράτησης των καρπών από τα λεπυρίδια. Παράγει αλεύρι με χαμηλή περιεκτικότητα και υποβαθμισμένη ποιότητα γλουτένης, ακατάλληλο στην αρτοποιΐα αν χρησιμοποιηθεί αυτούσιο. Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί αναμεμειγμένο με άλλα ισχυρά άλευρα. Συνήθως χρησιμοποιείται για παραγωγή μπισκότων.
Είναι ιθαγενές της Μεσογείου. Σήμερα καλλιεργείται σποραδικά στην Ισπανία, Πορτογαλία και Γεωργία. Μέχρι και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ορισμένες από τις βοτανικές του ποικιλίες καλλιεργούνταν ευρέως στη Μ. Βρετανία. Στη χώρα μας υπήρχαν παλαιότερα αρκετοί καλλιεργούμενοι τύποι υβώδους σιταριού. Σήμερα οι τύποι αυτοί καλλιεργούνται σπάνια σε ορισμένες περιοχές.