Σίκαλη φυτό
Γενικά στοιχεία
Η σίκαλη [1] ανήκει στη φυλή Hordeae. Αποτελεί το μοναδικό καλλιεργούμενο είδος του γένους Secale.
Η παλαιότερη άποψη ότι η σίκαλη προήλθε από το άγριο είδος S. montanum μέσω των αυτογονιμοποιούμενων S. vavilovi και S. sylvestre έχει επιβεβαιωθεί και με τις σύγχρονες ορολογικές τεχνικές. Το S. montanum είναι αυτοφυές της ΝΑ Ευρώπης και της Δ. Ασίας όπου πιθανόν να καλλιεργείτο από την εποχή του ορείχαλκου. Είναι είδος πολυετές, με μικρούς καρπούς και εύθραυστη ράχη.
Η καλλιέργεια της σίκαλης θεωρείται ότι ξεκίνησε στη Μ. Ασία γύρω στο 4000π.Χ. αλλά όχι συστηματικά. Η σίκαλη δε φαίνεται να καλλιεργήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην Κ. Ευρώπη εισήχθη το ζιζάνιο του σιταριού (με σπόρους) και τελικά επικράτησε ως πιο ανθεκτική από το σιτάρι στις χαμηλές θερμοκρασίες. Μέχρι το 19o αιώνα χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά στην αρτοποιΐα. Στην Αμερική μεταφέρθηκε από τους Βρετανούς και Ολλανδούς αποίκους κατά τον 16o-17o αιώνα. Κατά τον 19o αιώνα εισήχθη και στη Ν. Αφρική και την Αυστραλία.
Η σίκαλη καλλιεργείται για παραγωγή καρπού και βιομάζας.
Μορφολογικά χαρακτηριστικά σίκαλης
Βλαστητικά όργανα
Ριζικό σύστημα. Το φυτό της σίκαλης έχει τρείς δευτερογενείς εμβρυακές ρίζες και πολύ ανεπτυγμένο μόνιμο ριζικό σύστημα. Έχει πολλές διακλαδώσεις, ιδίως στο ανώτερο στρώμα του εδάφους. Υπό ευνοϊκές συνθήκες μπορεί να φθάσει σε βάθος 1.5-1.8m, χαρακτηριστικό που προσδίδει ικανότητα ανάπτυξης υπό ξηρές συνθήκες. Αναπτύσσει περισσότερες ρίζες από το σιτάρι: σε φυτά 55 ημερών, το ολικό μήκος των ριζών ήταν 118m, έναντι 82m του σι¬ταριού.
Βλαστός. Τα στελέχη λαμβάνουν μεγαλύτερο ύψος και είναι περισσότερο συμπαγή από τα στελέχη του σιταριού. Η σίκαλη είναι το υψηλότερο από τα σιτηρά των εύκρατων κλιμάτων. Παράγει πολλά αδέλφια. Τα φύλλα είναι τραχύτερα από του σιταριού με απόχρωση προς το κυανό και συνήθως καλύπτονται από κηρώδες επίχρισμα. Τα ωτία είναι πολύ βραχέα, στενά και χωρίς τρίχες. Η γλωσσίδα είναι βραχεία.
Αναπαραγωγικά όργανα
Ταξιανθία. Η ταξιανθία είναι στάχυς με ένα σταχύδιο σε κάθε κόμβο της ράχης. Συνήθως φέρει περίπου 30 σταχΰδια. Κάθε σταχύδιο έχει τρία άνθη, από τα οποία τα δύο είναι γόνιμα και το ένα ανανάπτυκτο. Τα λέπυρα είναι στενά και οξυκατάληκτα, όπως του κριθαριού. Ο χιτώνας φέρει αύλακα από τη βάση μέχρι την κορυφή. Καταλήγει σε επίμηκες άγανο και φέρει ισχυρές τρίχες στο μεσαίο νεύρο. Η λεπίδα έχει λεπτότερη υφή και φέρει δύο νεύρα. Ο χιτώνας και η λεπίδα τείνουν να αποχωρίζονται στο ανώτερο άκρο και έτσι, σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης, διακρίνεται ανάμεσά τους ο αναπτυσσόμενος καρπός.
Καρπός. Ο καρπός είναι επιμηκέστερος και λεπτότερος από του σιταριού με χρώμα ελαιοκαστανό, καστανοπράσινο, πρασινοκυανό ή ακόμη και κίτρινο. Οι συνηθισμένες διαστάσεις του είναι 4.5-10mm μήκος και 1.5-3.5mm πλάτος. Το μέσο βάρος 1000 καρπών είναι περίπου 21g.
Κλιματικές συνθήκες σίκαλης
Η σίκαλη είναι πολύ ανθεκτική (το ανθεκτικότερο είδος των αγρωστωδών) σε χαμηλές θερμοκρασίες. Οι πιο ανθεκτικές και σκληραγωγημένες ποικιλίες επιζούν σε θερμοκρασίες μέχρι -30oC. Για εαρινοποίηση χρειάζεται θερμοκρασίες 2-10oC. Η βλαστητική ανάπτυξη ευνοείται από θερμοκρασίες 15-17oC, ενώ θερμοκρασίες υψηλότερες από 25oC κατά την ωρίμαση δημιουργούν προβλήματα.
Είναι τυπικά φυτό μεγάλης ημέρας. Είναι το λιγότερο απαιτητικό από τα χειμωνιάτικα σιτηρά σε εδαφική υγρασία. Σε αυτό συμβάλλει κυρίως το πολύ ανεπτυγμένο ριζικό του σύστημα. Για το σχηματισμό 1kg ξηρής ουσίας χρειάζεται περίπου 165 l Η20 (το σιτάρι χρειάζεται 235 l, το κριθάρι 245 l, και η βρώμη 455 l). Καλλιεργείται κυρίως ως ξηρική.
Μπορεί να αναπτύσσεται σε αρκετά μεγάλα υψόμετρα που στους τροπικούς φθάνουν και τα 4000m. Οι ζώνες καλλιέργειάς της εντοπίζονται κυρίως στις εύκρατες περιοχές (στην κεντρική, βόρεια και ανατολική Ευρώπη) μέχρι βόρειο γεωγραφικό πλάτος 70o (Νορβηγία).
Εδαφικές συνθήκες σίκαλης
Η σίκαλη δίνει υψηλότερες αποδόσεις σε πλούσια, καλά στραγγιζόμενα και πηλώδη εδάφη. Είναι όμως παραγωγική και σε άγονα, όξινα και αμμώδη εδάφη. Δεδομένου ότι στα πηλώδη και γόνιμα εδάφη προτιμάται συνήθως το σιτάρι ή άλλα πιο παραγωγικά σιτηρά, η σίκαλη περιορίζεται στα φτωχά και αμμώδη εδάφη. Δεν ευδοκιμεί σε εδάφη συμπαγή ή με περίσσεια εδαφικής υγρασίας. Καλλιεργείται σε εδάφη με pH 5.5-7, δηλ. μπορεί να καλλιεργείται και σε ελαφρώς όξινα εδάφη.
Ανάπτυξη του φυτού της σίκαλης
Βλαστητική ανάπτυξη του φυτού της σίκαλης
Για τη βλάστηση του σπόρου της σίκαλης η ελάχιστη θερμοκρασία είναι 1-2oC, η άριστη 25oC και η μέγιστη 30oC. Επομένως, υπάρχουν δυνατότητες βλάστησης και σε θερμοκρασίες χαμηλότερες από του σιταριού. Η ανάδυση των φυτών παρατηρείται συνήθως 10-12 ημ. μετά τη σπορά. Το κολεόπτιλο και τα πρώτα φύλλα έχουν μια ρόδινη απόχρωση.
Η ανάπτυξη του υπέργειου τμήματος είναι δυνατή και σε αρκετά χαμηλές θερμοκρασίες. Έχει βρεθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η σίκαλη συνέχιζε να φωτοσυνθέτει ακόμη και όταν η ελάχιστη θερμοκρασία του αέρα έπεφτε κάτω από τους -4oC. Παρά το μεγάλο της ύφος δεν πλαγιάζει εύκολα λόγω των μηχανικών ιδιοτήτων του στελέχους και του έντονου αδελφώματος.
Αναπαραγωγική ανάπτυξη του φυτού της σίκαλης
Για να ανθήσει η σίκαλη απαιτεί συνδυασμό μεγάλων φωτοπεριόδων και εαρινοποίησης. Οι άριστες θερμοκρασίες για εαρινοποίηση κυμαίνονται μεταξύ 2-5oC. Η άνθηση απαιτεί ελάχιστη θερμοκρασία 14oC. Σταυρογονιμοποιείται σε μεγάλα ποσοστά. Αυτό οφείλεται:
- στη μεγάλη απόσταση μεταξύ χιτώνα και λεπίδας που αφήνει εκτεθειμένο το στίγμα σε ξένη γύρη για μακρό χρονικό διάστημα.
- στην ύπαρξη μερικού αυτοασυμβίβαστου: γύρη του ίδιου άνθους γονιμοποιεί το ωοκύτταρο σε 24 h ενώ γύρη από ξένο φυτό χρειάζεται μόνο 8 h. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι κατά την αυτεπικονίαση σχηματίζεται ένα είδος καλλόζης τόσο στο γυρεόκοκκο όσο και στον γυρεοσωλήνα του, η οποία πιθανόν να έχει σχέση με τη βραδύτητα της επιμήκυνσης του γυρεοσωλήνα.
- στην πληθώρα των γυρεοκόκκων που απελευθερώνει η σίκαλη-διπλάσιοι μέχρι τετραπλάσιοι στον αριθμό συγκριτικά με τα άλλα χειμωνιάτικα σιτηρά- που αυξάνει τη συχνότητα των σταυρεπικονιάσεων.
Το γέμισμα των καρπών συντελείται αρχικά με τα προϊόντα της τρέχουσας φωτοσύνθεσης του στάχυ και των ανώτερων φύλλων. Έχει όμως παρατηρηθεί και διακίνηση αποθησαυρισμένων προϊόντων από τα στελέχη, η οποία ξεκινά από το στάδιο του γαλακτώδους καρπού. Η διακίνηση αυτή φανερώνεται με τη μορφή μιας μείωσης στο ξηρό βάρος των στελεχών που συνοδεύεται από μια παράλληλη υδρόλυση δομικών πολυζαχαριτών προς διαλυτά ζάχαρα.
Οι καρποί διακρίνονται εμφανώς μεταξύ των λεπυριδίων, ιδίως στα τελευταία στάδια του γεμίσματος. Η χαλαρή αυτή σύνδεση των λεπυριδίων μειώνει τη συγκράτηση των καρπών στο στάχυ, με αποτέλεσμα αυξημένους κινδύνους "τινάγματος" των καρπών.
Ποικιλίες σίκαλης
Λόγω της σταυρογονιμοποίησης τα φυτά της σίκαλης τείνουν προς την ετεροζυγωτία και επομένως οι ποικιλίες μπορεί να είναι λιγότερο ομοιόμορφες συγκριτικά με εκείνες των άλλων χειμωνιάτικων σιτηρών. Συνέπεια της σταυρογονιμοποίησης είναι η ανάγκη χρησιμοποίησης νέου πολλαπλασιαστικού υλικού κάθε καλλιεργητική περίοδο, το οποίο θα παράγεται με όλες τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τα σταυρογονιμοποιούμενα φυτά.
Επιθυμητά χαρακτηριστικά της σίκαλης, που αποτελούν στόχους βελτιωτικών προγραμμάτων είναι η αυξημένη παραγωγικότητα, η αντοχή στο ψύχος, η πρωίμότητα και η μείωση του τινάγματος των καρπών. Το χαμηλό ύψος του στελέχους συσχετίζεται και στη σίκαλη με υψηλότερες αποδόσεις.
Εκτός από τις διπλοειδείς, έχουν δημιουργηθεί και αυτοτετραπλοειδείς ποικιλίες σίκαλης (2η = 28) οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο μέγεθος καρπού και υψηλότερες αποδόσεις, είναι όμως περισσότερο ευπαθείς στο ψύχος. Οι λόγοι της υψηλότερης παραγωγικότητας και της μεγαλύτερης ευπάθειας στο ψύχος των τετραπλοειδών ποικιλιών δεν έχουν διευκρινισθεί πλήρως. Έτσι, δεν έχει διαπιστωθεί διαφορά στο ρυθμό δέσμευσης του CO2 μεταξύ διπλοειδών και τετραπλοειδών, ενώ η μεγαλύτερη ευπάθεια των τετραπλοειδών στο ψύχος θα μπορούσε να αποδοθεί στο μεγαλύτερο μέγεθος των κυττάρων τους που αυξάνει την υδατοπεριεκτικότητα των ιστών. Οι τετραπλοειδείς ποικιλίες θα πρέπει να καλλιεργούνται μακρυά από διπλοειδείς, γιατί η σταυρογονιμοποίηση επιφέρει συνήθως στείρωση και απώλεια της παραγωγής.
Οι περισσότερες από τις καλλιεργούμενες ποικιλίες είναι χειμωνιάτικες.
Εχθροί
Οι διάφοροι εχθροί [1] που προσβάλλουν την καλλιέργεια της σίκαλης είναι παρόμοιοι με τους εχθρούς του σιταριού. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι δεν δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα σε σχέση με τα άλλα σιτηρά. Οι εχθροί λοιπόν της σίκαλης είναι οι:
- Σιδηροσκώληκες
- Αγρότιδες
- Κάραβος
- Χλώροπας
- Οσινέλλα
- Κηκιδόμυγα
- Βλαστορρήκτης
- Βρωμούσες
- Αφίδες
- Ακρίδες
- Θρίπας
- Νηματώδης των σιτηρών
- Έντομα αποθηκών
Ασθένειες
Οι ασθένειες [1] που προσβάλλουν την καλλιέργεια της σίκαλης είναι:
- η Εργωτίαση, που προκαλείται από τον ασκομύκητα Claviceps purpurea. Από αυτή την ασθένεια προσβάλλονται οι ταξιανθίες και σχηματίζονται σκληρώτια στη θέση των καρπών. Η αρχική μόλυνση ξεκινά από ασκοσπόρια που παράγονται από σκληρώτια τα οποία βρίσκονται στο έδαφος.
- ο Γραμμωτός άνθρακας, που προκαλείται από το μύκητα Urocystis occulta. ο οποίος προσβάλλει στελέχη, φύλλα και κολεούς.
- Τέλος, η σίκαλη προσβάλλεται και από Σκωριάσεις οι οποίες όμως δε δημιουργούν σοβαρά προβλήματα.
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
Σχετικές σελίδες
- Καλλιέργεια σίκαλης
- Σιτάρι φυτό
- Μορφολογικά χαρακτηριστικά σίκαλης
- Κλιματικές συνθήκες σίκαλης
- Εδαφικές συνθήκες σίκαλης
- Ανάπτυξη του φυτού της σίκαλης
- Εχθροί της σίκαλης
- Ασθένειες σίκαλης
- Σκληρώτια